Γράφει ο Γιώργος Βενετσανος
Μια ωραία ηλιόλουστη μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας εντυπωσιακά ντυμένος τύπος, ο οποίος ζήτησε να μαζευτούν οι πολίτες του χωρίου στην κεντρική πλατεία, εκεί ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο και τους είπε:
– Ακούστε, σήμερα όποιος χωρικός μου φέρει το γάιδαρο του θα του δώσω 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.
Οι ντόπιοι στην αρχή παραξενευτηκαν και έλεγαν μεταξύ τους:
– Άλλο και αυτό, από που στην ευχή ξεφύτρωσε τούτος και θέλει να αγοράσει τα ζά μας;
Αυτό ήταν η πρώτη σκέψη αλλά τελικά πρυτάνευσε η δεύτερη, που έλεγε καλή τιμή και ζεστό χρήμα, έτσι κάποιοι δεν δίστασαν να δώσουν τα ζωντανά τους και να εισπράξουν το παραδάκι.
Την επόμενη ημέρα ο παράξενος τύπος ήρθε πάλι στο χωριό, μάλιστα τώρα έδινε παραπάνω για κάθε απούλητο γαϊδούρι, δηλαδή 150 ευρώ με αποτέλεσμα να τσιμπήσουν σε αυτή την προσφορά και άλλοι χωρικοί και να δώσουν τα ζώα τους για να εισπράξουν το αντίτιμο. Και επειδή είχε πληροφορίες ότι υπήρχαν και άλλα γαϊδούρια συνέχισε να ανεβάζει την τιμή, που τώρα πήγε στα 300 ευρώ πείθοντας και τους τελευταίοι διστακτικούς να πουλήσουν τα ζωντανά τους.
Αποτέλεσμα ήταν να μην μείνει στο χωριό μας μήτε ένας γάιδαρος για δείγμα. Αφού βεβαιώθηκε για αυτό ο καλοντυμένος κύριος, είπε σε όλους ότι την επόμενη εβδομάδα θα ξανά επιστρέψει για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε δίνοντας 500 ευρώ!
Την άλλη μέρα ήρθε ενας συνεργατης του, που του ανέθεσε να πάει στο ίδιο χωριό με το κοπάδι από τα γαϊδούρια που είχε αγοράσει και να τα πουλήσει στην τιμή των 400 ευρώ το ένα.
Οι χωριάτες είδαν μπροστά τους μια «ευκαιρία» να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, τι έκαναν λοιπόν; Ξαναγόρασαν τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχαν πουλήσει. Έλα μου όμως που για να ανταπεξέλθουν σε αυτήν την αγορά αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δάνειο (η παγίδα είχε στηθεί και έμενε το αποτέλεσμα) από την τοπική τράπεζα.
Η συναλλαγή έγινε τα γαϊδούρια επέστρεψαν με φέσι στο χωριό και οι δύο συνεργάτες επιχειρηματίες την κοπάνησαν για διακοπές σε έναν από τους φορολογικούς παράδεισους της Καραϊβικής, καλο περνώντας στην υγεία των κορόιδων. Και με τους κατοίκους του χωρίου μας τι έγινε; Αυτοί δυστυχώς βρέθηκαν από το πουθενά να είναι υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και να έχουν στην κατοχή τους ζωντανά τα οποία πλέον δεν έπιαναν σχεδόν τίποτε.
Γεγονός είναι ότι προσπάθησαν να μειώσουν την ζημιά και να καλύψουν τα χρέη τους πουλώντας τα ζώα τους, φευ όμως η αξία τους ήταν στο ναδίρ. Αποτέλεσμα η τράπεζα να διεκδικήσει τα λεφτά της και επειδή δεν είχαν κατάσχεσε τα ζωντανά και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε και στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και η ίδια η τράπεζα, με άμεση συνέπεια το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο.
Ο αρχών του χωρίου ο δήμαρχος μας δηλαδή, αντί να δώσει χρήματα στους χωριανούς του να ξεχρεώσουν και θέλοντας να αποφύγει την καταστροφή του δήμου, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος σημειωτέων ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου.
Ο τραπεζίτης όμως αφού πήρε πίσω το κεφάλαιο του και έσωσε την τράπεζα του, δεν έσβησε ούτε το χρέος των κατοίκων, αλλά ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος επόμενο ήταν να βρεθεί ένα βήμα πριν κηρύξει πτώχευση.
Σε απελπισία ο δήμαρχος μιας και έβλεπε χρέη και επιτόκια να πολλαπλασιάζονται, απευθύνθηκε στους γειτονικούς δήμους ζητώντας βοήθεια. Αυτοί όμως την είχαν πατήσει με τον ίδιο τρόπο με αποτέλεσμα να του αρνηθούν.
Ο τραπεζίτης τότε φρόντισε να δώσει στον δήμαρχο μια «ανιδιοτελή» συμβουλή – οδηγία λέγοντας του ότι πρέπει να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούργια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και μειώθηκαν οι συντάξεις, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν φόροι.
Ήταν του είπε αναγκαίο και δεν γίνονταν αλλιώς, όμως του υποσχόταν ότι με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «θα βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου και στις σπατάλες» και να ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν με τον ιδρώτα τους… Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες.
Τώρα αν σε αυτήν την ιστορία φανταστική ή όχι, που την έχω αλιεύσει από την γειτονική μας Ιταλία αναγνωρίζεται κάτι συγκεκριμένο για τα πριν και τα μετά της χώρας, μας μάλλον δεν θα έχετε και τόσο άδικο.
Η Ελλάδα με τρία απανωτά μνημόνια έχασε χιλιάδες επιστήμονες της στο εξωτερικό, (η απώλεια ειδικά σε γιατρούς είναι εμφανής σήμερα με τον covid19, ενώ οι ιθύνοντες δεν κάνουν κάτι για την επιστροφή τους) κατέρρευσε η οικονομία της, η εθνική άμυνα έφτασε ένα βήμα πριν την διάλυση και ότι κρατήθηκε έγινε χάρι ηρωικών προσπαθειών ορισμένων πολιτικών και στρατιωτικών, τα νοσοκομεία που είχαν αρχίσει να παίρνουν τα πάνω τους με το ΕΣΥ κατέρρευσαν και η υγεία πέρασε σε χέρια ιδιωτών, κρατικές εταιρείες πουλήθηκαν εν μιά νυκτί, η ανεργία κάλπαζε και δεν έχει σταματήσει ακόμη, τα νοικοκυριά κατέρρεαν το ένα μετά το άλλο και δυστυχώς ακόμη δεν έχουμε συνέλθει από αυτή την οικονομική και όχι μόνο καταστροφή, που άφησε πίσω της μίσους μισθούς, μισές ζωές και ανθρώπους σε απελπισία.
Όλα αυτά έβγαζαν προς τα έξω μια χώρα στα πρόθυρα οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, και εδώ είναι που ο λύκος απέναντι μας θεώρησε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να αρπάξει ότι μπορεί από την Ελλάδα. Δεν τα υπολόγισε όμως σωστά γιατί μπορεί οι πολιτικοι μας να έκαναν συμβιβασμούς, το ελληνικό στράτευμα και οι δυνάμεις ασφαλείας του έθνους όχι μόνο δεν έκαναν αλλά έδειξαν την δύναμη τους με τα μέσα που είχαν διαθέσιμα, με αποτέλεσμα ο λύκος να μείνει έξω από το μαντρί γυρο φέρνοντας να βρει μια δεύτερη ευκαιρία, (από τον Έβρο μέχρι την μεσόγειο) το αν θα του δοθεί ή όχι εξαρτάται ξεκάθαρα από όλους μας. Να μην ξεχνάμε όμως ότι ο εχθρός βρίσκεται όχι μόνο εκτός αλλά και εντός με διάφορες μορφές και παίζει το παιχνίδι της ηττοπάθειας. Ας έχουμε λοιπόν το νου μας για όλους και για όλα, για να μην φτάσουμε να λέμε κάθε πέρσι και καλύτερα.