Οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και σε οποιαδήποτε κυβέρνηση του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη ήταν θολές από την πρώτη στιγμή που ο πρωθυπουργός επέλεξε τους υπουργούς και τους συνεργάτες του.
Η παρέμβαση όμως του πρώην πρωθυπουργού για να στηρίξει τον Μητσοτάκη εξαφάνισε αυτές τις διαχωριστικές γραμμές σε σημείο να υπάρχει σύγχυση όσον αφορά ποιο κόμμα κυβερνά την Ελλάδα.
Αυτή η άτυπη συγκυβέρνηση Μητσοτάκη Σημίτη προκαλεί προβλήματα στο εσωτερικό της Ν.Δ. από τις πρώτες στιγμές της εκλογικής νίκης τον Ιούλιο του 2019, και κυρίως για τα εθνικά θέματα, με την τοποθέτηση στον πυρήνα εξουσίας του Μεγάρου Μαξίμου ατόμων της απολύτου επιρροής Σημίτη, με δεσμούς σε εθνομηδενιστικούς οργανισμούς.
Ανέκαθεν πάντως ο κ. Μητσοτάκης διατηρούσε στενές προσωπικές σχέσεις με τη λεγόμενη «εκσυγχρονιστική ομάδα» του ΠΑΣΟΚ και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει εξυμνήσει δημοσίως κάποια εξ αυτών, όπως, λόγου χάρη, τον Τάσο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Είχε επικαλεστεί μάλιστα από το βήμα της Βουλής τη φράση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ ότι «για να υπάρχει μία σταθερή λύση στο ασφαλιστικό σύστημα, χρειάζεται μία νέα κοινωνική συμφωνία», αναταράσσοντας τα λιμνάζοντα ύδατα.
Ο Σημίτης έσπευσε, με άρθρο του σε εφημερίδα πριν από μια εβδομάδα, να δώσει στήριξη, να δικαιολογήσει τις επιλογές Μητσοτάκη για το γενικό lockdown και να κάνει υποδείξεις ή, αλλιώς, να μαλώσει τα υπόλοιπα κόμματα για το γεγονός, όπως ο ίδιος σημείωσε, ότι δεν ασκούν εποικοδομητική πολιτική και δεν καταθέτουν προτάσεις. Λειτούργησε σαν κυβερνητικός εταίρος ή κυβερνητικός εκπρόσωπος του Κυριάκου Μητσοτάκη, γιατί όλες οι προτροπές Σημίτη προς την αντιπολίτευση για κατάθεση προτάσεων χρησιμοποιήθηκαν από τον πρωθυπουργό στην ομιλία του την Πέμπτη στη Βουλή. Για το αληθές των ομοιοτήτων βλέπετε παρακάτω την παράθεση τμήματος του άρθρου Σημίτη και τμήματος της ομιλίας του πρωθυπουργού.
Τα πρόσωπα
Φυσικά, δεν ήταν απαραίτητο να συγκρίνουμε τον τρόπο σκέψης τους και τις ιδέες τους για τη διακυβέρνηση της χώρας μέσα από κείμενα και ομιλίες. Αυτό γίνεται αυτομάτως κατανοητό με μια ματιά στους υπουργούς και στα στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τους γνωρίζουμε όλοι, και κυρίως οι βουλευτές και τα στελέχη της Ν.Δ., που δεν διστάζουν να εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους στη «σημιτοποίηση» του κόμματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Και δεν εκφράζουν μόνο την αντίθεσή τους, υπάρχει οργή στη βάση της Ν.Δ. για τη μετάλλαξη του κόμματος σε ουρά του «εκσυγχρονιστή» Σημίτη των Ιμίων, του Τσοχατζόπουλου, του Παπαντωνίου, της Siemens και του Χρηματιστηρίου.
Σε επίπεδο υπουργών, «πράσινο» παρελθόν έχουν μπόλικοι. Πρώτος όλων, με «βαρύ ιστορικό», ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Ως συνεργάτης του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως ξεκίνησε ο Ακης Σκέρτσος, υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ. Εχει και κομματική θητεία στο ΠΑΣΟΚ Αμαρουσίου ο υφυπουργός και πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΒ. Κεντροαριστερής προέλευσης και ο Κυριάκος Πιερρακάκης, υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής. Με καλές σχέσεις τόσο με την Αννα Διαμαντοπούλου όσο και με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, διετέλεσε μέλος στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ και ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής το 2014 με την Ελιά. Συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα ως εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ μαζί με τον Χρήστο Πρωτόπαπα. Ηταν υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
Μέλος του ΠΑΣΟΚ από το 1989 είναι η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, ενώ ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου έχει υπάρξει σύμβουλος δύο πρωθυπουργών, του Γιώργου Παπανδρέου και του Λουκά Παπαδήμου, καθώς και συνεργάτης του Γιάννη Στουρνάρα. Από το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος ως συνεργάτης του Κώστα Λαλιώτη και ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου του κόμματος, ενώ είχε διατελέσει και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Γιώργου Λιάνη ως υφυπουργού Αθλητισμού.
Επίσης, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης έχει διατελέσει σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου, ενώ ο υφυπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος ήταν δίπλα στον Γιάννη Ραγκούση, καθώς και στον Γιώργο Καμίνη, ως γενικός γραμματέας του Δήμου Αθηναίων.
Πέρα των υπουργών, υπάρχουν και αρκετά άλλα πρόσωπα που θήτευσαν στο ΠΑΣΟΚ και τώρα επιλέχθηκαν να αξιοποιηθούν από την παρούσα κυβέρνηση, στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό.
Το άρθρο που καθοδήγησε την ομιλία του πρωθυπουργού στη Βουλή
Γράφει ο Κώστας Σημίτης για τις αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ μετά την ανακοίνωση του γενικού lockdown: «Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών. Ενα παράδειγμα είναι οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για το νέο lockdown και τα πολιτικά σχόλια που ακολούθησαν. Το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης προσωποποιεί το θέμα. Θεωρεί ότι ο “πρωθυπουργός «δεν θέλει να βρεθεί στη δύσκολη θέση να υπάρχει αντίλογος… για τις παλινωδίες που οδήγησαν στο νέο lockdown”. Ποια γεγονότα θεωρεί ως παλινωδία; Τον τουρισμό, τις καλοκαιρινές διακοπές; Αλλά αυτά υπήρχαν και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη».
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη Πέμπτη στην Βουλή στην πρωτολογία του -και το σημειώνουμε αυτό, γιατί όλα άλλαξαν έπειτα από εφτά ώρες συζήτησης, όταν αναγκάστηκε στην τριτολογία του να ομολογήσει την αποτυχία διαχείρισης του δεύτερου κύματος της πανδημίας- έκανε μια ομιλία σαν να είχε «αντιγράψει» το άρθρο Σημίτη. Ορισμένα τμήματα μόνο δείχνουν τις ομοιότητες στη σκέψη και την… άσκηση της πολιτικής: «Ζήτησα τη συζήτηση για να κάνουμε έναν ειλικρινή και νηφάλιο διάλογο για την κατάσταση με τον κορονοϊό… Να σεβαστούμε ως προς τον τόνο της συζήτησης την κατάσταση. Γιατροί, νοσηλευτές, πολίτες δεν θέλουν να ακούσουν έναν ακόμα ανούσιο πολιτικό καβγά… Να προτείνει η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση τρόπους αντιμετώπισης. Κανείς από την αντιπολίτευση δεν είπε ποτέ “πάρτε αυστηρά μέτρα τώρα”, “κλείστε την οικονομία τώρα”. Στη χώρα συμβαίνει ένα παράδοξο. Η αντιπολίτευση λέει ότι δεν φταίει ο κορονοϊός, αλλά η κυβέρνηση… Αυτό σημαίνει όταν λέτε ότι το απαγορευτικό το προκάλεσε η πολιτική μας… Δεν μπορώ να μη σχολιάσω το ότι υπήρξαν φωνές από την παράταξή σας που προσπάθησαν να μειώσουν τη φωνή των επιστημόνων».