Τον περασμένο Αύγουστο δόθηκε στη δημοσιότητα η ενδιάμεση έκθεση του «Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», γνωστή ως «έκθεση Πισσαρίδη», ώστε η τελική εκδοχή της να αποτελέσει τον μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό χάρτη της χώρας μέσω και της αξιοποίησης των πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Η ενδιάμεση έκθεση βεβαίως δεν βασίστηκε σε κανενός είδους διάλογο με τους παραγωγικούς φορείς που επλήγησαν από την πανδημία.
Από την Ντίνα Ιωακειμίδου
Η έκθεση κατά κοινή ομολογία αποτελεί ένα μοντέλο πολιτικής παρέμβασης που αγνοεί την ελληνική πραγματικότητα, όπως και τη δεκαετή οικονομική κρίση που προηγήθηκε, τη μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, την εκτόξευση της ανεργίας, την απώλεια της παραγωγικής βάσης της χώρας. Αγνοεί επίσης την πανδημία, την περαιτέρω κατά 10%, σύμφωνα με εκτιμήσεις, συρρίκνωση του ΑΕΠ και την εκ νέου εκτίναξη της ανεργίας, με επιπλέον 200.000-250.000 ανέργους και τα 100.000 λουκέτα που προαλείφονται.
Η έκθεση Πισσαρίδη εστιάζει στην αύξηση της παραγωγικότητας που θα επιτευχθεί με την εξειδίκευση και την καινοτομία, με προσανατολισμό στο διεθνές επίπεδο. Και αυτό την ώρα που η στρατηγική των περισσότερων χωρών, ελέω πανδημίας, εστιάζει στην ανασυγκρότηση στο εσωτερικό τους και στην ενίσχυση της εργασίας. Στην ενδιάμεση έκθεση εντυπωσιάζουν η δαιμονοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συγκροτούν το 85% των θέσεων εργασίας της εγχώριας οικονομίας και η απουσία οιασδήποτε πρότασης για την αύξηση της παραγωγικότητας και την αναβάθμισή τους.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως «ζόμπι», κρίνονται υπεύθυνες για τη χαμηλή παραγωγικότητα και για τη φοροδιαφυγή (ενώ κατά την άποψη του νομπελίστα καθηγητή, οι πολυεθνικές και οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν φοροαποφεύγουν). Στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, η λύση που επιλέγεται είναι αυτή της εξαφάνισης, της εξαγοράς και της συγχώνευσής τους από μεγάλες επιχειρήσεις, παραβλέποντας εξ ολοκλήρου τις επιπτώσεις για τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της χώρας.
Στην απουσία προτάσεων του πονήματος Πισσαρίδη απαντά η ΓΣΕΒEE με πολυσέλιδη έκθεσή της, τα κυριότερα σημεία της οποίας παρουσιάζονται στη «δημοκρατία».
Η συνομοσπονδία αποδομεί το νεοφιλελεύθερο εμμονικό μοντέλο της έκθεσης που έως και οι κλασικοί θιασώτες του, όπως το ΔΝΤ, δείχνουν να αποποιούνται εσχάτως.
«Οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να κάνουν θεμελιώδεις αλλαγές, ώστε οι κοινωνίες να διαθέτουν μηχανισμούς επιμερισμού των κινδύνων και κοινωνικής πρόνοιας, που θα προστατεύουν τους περισσότερο ευάλωτους… Πιο συγκεκριμένα, τι μπορεί να γίνει; Η δυνατότητα αναρρωτικών αδειών, επιδομάτων ανεργίας και η πρόσβαση στη δημόσια υγεία είναι σημαντικά για όλους, ώστε να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά ιδιαίτερα για τα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας που δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις και επομένως ζουν δίχως οικονομική ασφάλεια.
Μια τέτοια “Νέα Συμφωνία” είναι σημαντική σε οικονομικούς τομείς και σε περιοχές όπου η άτυπη εργασία και η αυτοαπασχόληση είναι εκτεταμένες, και όπου τα συστήματα κοινωνικής προστασίας είναι ανεπαρκή…», αναφέρουν στην έκθεσή τους από το Μάιο του 2020 οι Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani και Davide Furceri – αναπληρωτής διευθυντής, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και σύμβουλος, Τμήμα Έρευνας του ΔΝΤ και οικονομολόγος, Τμήμα Ερευνας του ΔΝΤ, αντίστοιχα.
Η ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων απάντηση στο πρόβλημα της παραγωγικότητας
Σύμφωνα με την επιτροπή Πισσαρίδη, ο μεγάλος αριθμός μικρών και ατομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνιστά το αίτιο της χαμηλής παραγωγικότητας και της έλλειψης εξωστρέφειας της οικονομίας, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατηγορούνται συλλήβδην για φοροδιαφυγή και άτυπη εργασία.
«Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα έχει μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων. Το 48,5% των εργαζομένων στον επιχειρηματικό τομέα της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως εννέα άτομα προσωπικό, ενώ το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, με βάση στοιχεία για το 2019, ήταν αυτοαπασχολούμενοι… Το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις σχετίζεται με τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα σχετίζεται θετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση», ενώ «η άτυπη οικονομία συνιστά σημαντικό πρόσκομμα για την ανάπτυξη και την ευημερία… Επιχειρήσεις στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας δεν μεγεθύνονται, δεν επενδύουν συστηματικά σε νέες τεχνολογίες και δεν εστιάζουν σε εξαγωγές, απλώς γιατί στόχος τους είναι να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ… Ένας τρόπος για να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες της λειτουργίας επιχειρήσεων στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας είναι να σκεφτεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές εγκλωβίζουν πόρους που εναλλακτικά θα χρησιμοποιούνταν στην επίσημη οικονομία από εξωστρεφείς επιχειρήσεις». (έκθεση Πισσαρίδη)
Η απάντηση στο πρόβλημα της παραγωγικότητας, σημειώνει από την πλευρά της η ΓΣΕΒEΕ, δεν μπορεί να είναι ο περαιτέρω περιορισμός του ρόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αλλά, αντιθέτως, η ενίσχυσή τους μέσω στοχευμένων πολιτικών.
«Μήπως η μονομερής, συστηματική και ατελέσφορη εστίαση στο μέγεθος των επιχειρήσεων στερεί από τη συζήτηση τη δυνατότητα επεξεργασίας όλων των παραμέτρων που θα καθιστούσαν το μικρό μέγεθος “πλεονέκτημα” στη νέα σύγχρονη ψηφιακή οικονομία; Διαπιστώνεται (σ.σ.: στην έκθεση) ότι απουσιάζουν αναφορές περί των παραμέτρων που θα βελτίωναν την παραγωγικότητα, σε επίπεδο κλαδικά προσανατολισμένου παραγωγικού εκσυγχρονισμού, οικοδόμησης συνεργατικών σχημάτων, προώθησης του ψηφιακού μετασχηματισμού, ενίσχυσης των ικανοτήτων συμμετοχής σε αλυσίδες – δίκτυα παραγωγής και του εξαγωγικού προσανατολισμού, διάχυσης σύγχρονων γνώσεων και δεξιοτήτων, προώθησης ενδογενών διακλαδικών διασυνδέσεων σε θεματικούς τομείς με σημαντικό αναπτυξιακό αποτύπωμα (π.χ. αγροδιατροφή και τοπικά αγροδιατροφικά οικοσυστήματα, σύνδεση πρωτογενούς τομέα με τουριστικό προϊόν)».
Επίσης, «παραγνωρίζεται ότι το πρόβλημα της παραγωγικότητας συνδέεται στενά και με τον φαύλο κύκλο της αποεπένδυσης, της δυσκολίας πρόσβασης σε χρηματοδότηση, της διαχρονικά προ-κυκλικής και υφεσιακής επίδρασης των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών, όπως καθορίζονται πλέον από τα δομικά δημοσιονομικά πλεονάσματα, τον περιορισμό της εγχώριας κατανάλωσης…»
Ως προς τις εξαγωγές, η συνομοσπονδία τονίζει πως «θα ήταν προτιμότερο να μετρούμε την εξωστρέφεια μιας χώρας ή ενός κλάδου με βάση την καθαρή συνεισφορά του στο εμπορικό ισοζύγιο, αφαιρώντας δηλαδή τις εισαγωγές. Πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η αύξηση της προστιθέμενης αξίας σε κλάδους στους οποίους μπορούμε να αποκτήσουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα επιδιώκοντας αύξηση του εγχώριου προϊόντος, υποκαθιστώντας κάποιες εισαγωγές και η ανάγκη για εξωστρέφεια θα έρθει ως φυσικό επακόλουθο». Επίσης, «σε ανεπτυγμένες οικονομίες μικρότερου μεγέθους οι βιομηχανίες αναπτύσσονται πρώτα βασιζόμενες στην εγχώρια ζήτηση και στην υποκατάσταση εισαγωγών. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια μικρή οικονομία, όπως η Ελλάδα, με ιδιαίτερα υψηλό κόστος παραγωγής, το οποίο εκτοξεύεται από την υψηλή φορολογία».
Μια σημαντική διάσταση που τίθεται και στην έκθεση Πισσαρίδη αφορά την πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση. «Η πρόσβαση της συντριπτικής πλειονότητας των μικρών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση παραμένει διαχρονικά σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, αλλά ακόμα και πριν από το 2010, σύμφωνα και με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» υπογραμμίζεται από τη ΓΣΕΒΕΕ, που προσθέτει: «Ένα τραπεζικό σύστημα το οποίο θα επιτελεί τον φυσικό του ρόλο (που είναι η μετατροπή των αποταμιεύσεων σε επενδύσεις) και η δημιουργία μιας ισχυρής αναπτυξιακής τράπεζας (για την οποία γίνεται οριακή μόλις αναφορά στο σχέδιο) είναι ενδεχομένως μία πιο βιώσιμη στρατηγική».
Η βύθιση του κλάδου των κατασκευών και οι επενδύσεις εκτός τόπου και χρόνου
Η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας οδηγεί σε χαμηλές αμοιβές της εργασίας, όπως σωστά σημειώνεται στην έκθεση. Όμως, όπως αντιτείνει από την πλευρά της η ΓΣΕΒΕΕ, η κύρια αιτία της χαμηλής παραγωγικότητας θα πρέπει να αναζητηθεί στη συρρίκνωση των επενδύσεων, οι οποίες από 63,1 δισ. το 2007 μειώθηκαν στα 18,11 δισ. το 2015. Και αυτό διότι: «Η ζήτηση στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε δραματικά, ενώ κατά την κρίση χρέους μια επένδυση στην Ελλάδα αποτελούσε κίνηση αυξημένου ρίσκου, ο κατασκευαστικός τομέας που αποτελούσε αναπτυξιακό μοχλό στη χώρα τα τελευταία 50 χρόνια καταβαραθρώθηκε, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατέστη δυσχερής, ενώ και οι δημόσιες επενδύσεις εξαϋλώθηκαν».
Πάντως, η έκθεση Πισσαρίδη εκφράζει την αισιοδοξία της δηλώνοντας πως «το ποσοστό των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ανακάμπτει σταδιακά προς τα προ κρίσης επίπεδα»! Με τον ΙΟΒΕ να εκτιμά στην τελευταία τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία (Ιούλιος 2020) εξασθένιση των επενδύσεων άνω του 25%… Είναι αυτό που λέμε «εκτός τόπου και χρόνου»!
Ως προς την αδήλωτη εργασία, η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει: «Η έκταση του αρνητικού φαινομένου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η γενικότερη οικονομική κατάσταση, ο βαθμός εμπιστοσύνης προς το κράτος, η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ελέγχου, κ.λπ». Κατά την επιτροπή Πισσαρίδη, δύο είναι οι βασικοί λόγοι της αδήλωτης εργασίας: το ύψος της φορολογικής σφήνας και τα έμμεσα διοικητικά βάρη. Μάλιστα, προστίθεται πως «τα προσκόμματα αυτά είναι πιο σοβαρά για μικρότερες επιχειρήσεις».
Έρευνα που διεξήχθη το 2018 με τη συμμετοχή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας κατέγραψε δύο βασικά εμπόδια: το μη μισθολογικό κόστος (38%) και την οικονομική δυσπραγία (14%), τονίζει η συνομοσπονδία.
Τα προβληματικά δάνεια και οι πρακτικές για προστασία των τραπεζών
Κατά την επιτροπή Πισσαρίδη, ένας σημαντικός παράγοντας που δυσχεραίνει τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων είναι τα προβληματικά δάνεια, τα οποία αποτελούν περίπου το 40% του συνόλου των τραπεζικών δανείων, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Μάλιστα, όπως σημειώνεται, «το ποσοστό των επιχειρήσεων-ζόμπι το 2016 ήταν περίπου 30% και οι επιχειρήσεις αυτές αντιπροσώπευαν περίπου το 30% του συνολικού δανεισμού».
Το θέμα της αντιμετώπισης των προβληματικών δανείων προσεγγίζεται αποκλειστικά από τη σκοπιά της διασφάλισης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και όχι τόσο από τη σκοπιά της προστασίας των καταναλωτών, αντιτείνει η ΓΣΕΒEE. «Η βασικότερη αιτία δημιουργίας των υψηλών ποσοστών ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενων δανείων) θα πρέπει να αναζητηθεί στις οικονομικές συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα των δανειοληπτών να ανταποκριθούν. Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι πρακτικές πώλησης ή εξωτερικής διαχείρισης των ΜΕΔ θα έχουν καταστροφικές συνέπειες… Δεν είναι επομένως δυνατόν να μπορεί το προβληματικό δάνειο να πωληθεί στο 5% της αξίας του χωρίς πρώτα να δίνεται η αντίστοιχη δυνατότητα στον καταναλωτή».
Παράλληλα, η συνομοσπονδία κρίνει ως απαραίτητη τη διεύρυνση των χρηματοδοτικών δομών της χώρας, ώστε να λειτουργούν συμπληρωματικά και εναλλακτικά των τραπεζών. «Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι τα σχήματα συμμετοχής σε μετοχικά κεφάλαια θα πρέπει να απευθύνονται αποκλειστικά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και με ξεχωριστούς προϋπολογισμούς για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια κατανέμονται σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους των ΜμΕ», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Επισφάλεια και στις συντάξεις
Το 31,8% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2018, δηλώνεται στην έκθεση Πισσαρίδη. Ωστόσο, προστίθεται χαρωπά πως το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ως δεύτερος πυλώνας θα ενίσχυε τα κίνητρα «για περισσότερη επίσημη εργασία όσο και για αποταμίευση των νοικοκυριών με άμεσα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία».
«Τα πλήρως κεφαλαιοποιητικά συστήματα βασίζονται στην αποταμίευση. Η προϋπόθεση αυτή στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, όταν γνωρίζουμε ότι σχεδόν εννέα στα δέκα νοικοκυριά αδυνατούν να αποταμιεύσουν», απαντά στεγνά η ΓΣΕΒΕΕ.
Στην Ελλάδα, τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ, το 22,7% δήλωνε το 2018 ότι αδυνατούσε να διατηρήσει το σπίτι ζεστό, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν μόνο 7,3%. Το ίδιο έτος στην Ελλάδα το ποσοστό των απλήρωτων λογαριασμών ανερχόταν στο 35,6%. Η απολιγνιτοποίηση, όπως έχει προγραμματιστεί για το 2028 και επί της ουσίας για το 2023, θα συνοδευτεί από τεράστιο κοινωνικό κόστος κυρίως στην Περιφέρεια Δ. Μακεδονίας.
Εκτιμάται ότι άμεσα μόνο στη συγκεκριμένη περιφέρεια θα θιγούν περισσότεροι από 14.000 εργαζόμενοι και έμμεσα 8.500 επιπλέον. Ακόμα, θα επηρεαστούν αρνητικά περισσότερες από 20.000 επιχειρήσεις, στην πλειονότητά τους μικρές και ατομικές.
Η απελευθέρωση της ηλεκτρικής ενέργειας, όπως έχει προωθηθεί τα τελευταία χρόνια και με την είσοδο ιδιωτών στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) κ.λπ., είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος. Επίσης, η μείωση της συμμετοχής του φτηνού λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα θα οδηγήσει σε περαιτέρω και απότομη άνοδο της τελικής τιμής του ρεύματος.
«Η προωθούμενη αντικατάσταση του εγχώριου λιγνίτη από τις ΑΠΕ θα επιβαρύνει πολλαπλώς το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, καθώς φυσικό αέριο, ανεμογεννήτριες εισάγονται από το εξωτερικό, ενώ οι επιδοτούμενες επενδύσεις σε ΑΠΕ δεν συνοδεύονται από το προωθητικό οικονομικό και κοινωνικό αποτύπωμα που προβάλλεται. Προς όφελος της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής κυριαρχίας, αν η Ελλάδα επιστρέψει στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που ενέκρινε η Ε.Ε. το 2019 (έως το 2040 η λιγνιτική παραγωγή θα ανερχόταν μόλις στο 4,96% της εγκατεστημένης ισχύος και στο 7,84% της καθαρής ηλεκτροπαραγωγής), κάλλιστα έως το 2050 η χώρα θα μπορούσε να εξασφαλίσει ουδετερότητα, ακολουθώντας κατά γράμμα τις ευρωπαϊκές προθεσμίες», υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ.