Σπασμένη καρέκλα να ‘μαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι.
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος και στο Μαξίμου νεκρική σιγή
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω.
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε.
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη.