Η εμφάνιση του Γερμανού πρέσβη Δρ Έρνεστ Ράιχελ ενώπιον της Ειδικούς Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου ήταν μια αληθινή έκπληξη. Όχι γιατί ο ξένος διπλωμάτης απολογήθηκε ότι «δεν μπορούμε να δείξουμε την μέγιστη δυνατή σκληρότητα έναντι της Τουρκίας γιατί αν το πράξουμε αυτό θα καταστρέψουμε τις δυνατότητες μας να διαμεσολαβήσουμε».
Ούτε επειδή εμφανίστηκε να μην καταλαβαίνει την κριτική που ασκείται στην Ελλάδα κατά της Γερμανίας διότι όπως υποστήριξε «εμείς δεν είμαστε ουδέτεροι» και πως «στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα απευθυνθούμε στην Τουρκία με την απειλή κυρώσεων και γενικότερα με την απειλή επιδείνωσης της σχέσης της με την ΕΕ».
Η τοποθέτηση του Πρέσβη ήταν αληθινή έκπληξη, διότι πίσω από τις λέξεις του, χωρίς να διαφανεί βεβαίως, ένας μυημένος διέκρινε τις απώτερες επιδιώξεις της Καγκελαρίας για το Αιγαίο.
Ο Δρ Ράιχελ έδειξε με την ένταση που μίλησε- χωρίς να το μαρτυρά- τι πραγματικά διακυβεύεται στο παρασκήνιο. Και μάλιστα μία μέρα μετά τους υπαινιγμούς του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο ότι οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, πρέπει «να μειώσουν το στρατηγικό τους αποτύπωμα στην περιοχή» άρα να προχωρήσουν στην αποστρατιωτικοποίηση. Ο Δρ. Ράιχελ ανέπτυξε στο Κοινοβούλιο το προσωπικό στοίχημα της Άγκελα Μέρκελ να αποφευχθεί η στρατιωτική σύγκρουση. Στοίχημα το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στο σήμερα αλλά επεκτείνεται και στο αύριο και έχει ως στόχο να αποκτήσει η αποκλιμάκωση μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Με την προώθηση του παλιού σχεδίου ειρήνης των ΗΠΑ για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, με αρχή τα μικρά νησιά στα οποία τοποθετήθηκαν φρουρές και σημαία επί Υπουργίας Πάνου Καμένου και στη συνέχεια με τα μεγάλα. Υπό τον όρο της μετακίνησης της 3ης Τουρκικής Στρατιάς του Αιγαίου που εδρεύει στην Σμύρνη σήμερα, προς τα βάθη της Ανατολίας.
Οι πληροφορίες της εφημερίδας «Εστίας» είναι σαφείς και συγκεκριμένες: Το Βερολίνο πιέζει ταυτόχρονα Αθήνα και Άγκυρα για απόσυρση στρατευμάτων, με την διαφορά ότι είναι άλλο να φύγει ο Στρατός ή η Εθνοφυλακή από τα νησιά μας και τις νησίδες μας και άλλο από την Σμύρνη.
Και βεβαίως πρέπει να τονιστεί και το εξής: Η παρασκηνιακή πίεση για αποκλιμάκωση δεν συμβιβάζεται με την παρασκηνιακή πίεση Βερολίνου-Ουάσιγκτον και άλλων δυνάμεων για κούρσα εξοπλισμών και για νέες ελληνικές παραγγελίες. Αφοπλισμός και εξοπλισμοί δεν πάνε μαζί. Και όμως συμβαίνει. Κάτι που είναι στόχος του Ερντογάν ο οποίος για ορεκτικό ζητά την αποστρατιωτικοποίηση της Ψερίμου, του Αγαθονησίου, του Φαρμακονησίου και της Χίου!
Πρόγευση των γερμανικών διαθέσεων περί αποστρατιωτικοποίησης απετέλεσε η ρητορεία Ράιχελ για το ενδιαφέρον της Μέρκελ περί αποφυγής στρατιωτικής σύγκρουσης.
Όπως τόνισε ο Γερμανός πρέσβης , «η Καγκελάριος θεωρεί ότι είναι προσωπική της υπόθεση να αποφευχθεί η στρατιωτική σύγκρουση, να υπάρξει αποκλιμάκωση και να υπάρξει ειρηνική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Έχει σημειώσει, μέχρι τώρα, κάποια επιτυχία. Το ερευνητικό σκάφος Orus Reic, το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, αποσύρθηκε από το Καστελλόριζο και αν τα καταφέρουμε, πολύ σύντομα θα περάσουμε στο επόμενο βήμα, που είναι η έναρξις των αποκαλουμένων διερευνητικών επαφών».
Στο ίδιο πλαίσιο του αφοπλισμού εντάσσεται η συζήτηση στις τεχνικές επιτροπές του ΝΑΤΟ για την καθιέρωση ενός μόνιμου μηχανισμού αποφυγής συγκρούσεων που αφορά όχι το νησιωτικό έδαφος, αλλά την κίνηση των Ενόπλων Δυνάμεων στην θάλασσα και τον αέρα. Η αποκάλυψη ότι το Βερολίνο πιέζει για την αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου εδράζεται τέλος τις παλαιότερες δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση Σημίτη στο πλαίσιο του παρασκηνιακού διαλόγου με τις ΗΠΑ στο παρελθόν.
Όπως αποκάλυψε πρόσφατα η « Εστία», «η κυβέρνηση Σημίτη δεχόταν να συζητήσει ή να παραπέμψει στην Χάγη την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων! Το πρόβλημά της ήταν μεθοδολογικό!» Σύμφωνα με τηλεγράφημα του τότε Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Μπέρνς, προς το State Department «η Ελλάδα υποστηρίζει ότι οἱ δυνάμεις της στα νησιά δεν συνιστούν αξιόπιστη απειλή για την Τουρκία» αν και κατά την άποψη του Αμερικανού «η ελληνική κυβέρνηση τα εξόπλισε κατά παράβαση της Συνθήκης των Παρισίων του 1947». Όπως αποκαλύπτει ο Αμερικανός διπλωμάτης στο έγγραφό του προς το Στέι Ντιπάρτμεντ «από την άποψη της ελληνικής πλευράς η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μπορεί να ακολουθήσει ή να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος αλλά όχι να προηγηθεί μιας συμφωνίας για τις βασικές πολιτικές και νομικές διαφορές στο Αἰγαίο».