Από νωρίς το πρωί της Παρασκευής 26ης Αυγούστου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες στον αυτοκρατορικό χάρακα για τη μεγάλη μάχη. Η όποια υπεροπλία διέθετε το ελληνικό στράτευμα δεν ήταν αρκετή για να αναστρέψει το βαρύ κλίμα των όσων είχαν προηγηθεί. Ο Ρωμανός παρέτεινε την έναρξη της μάχης περιμένοντας εναγωνίως την άφιξη των δυνάμεων του Ταρχανιώτη από το Χλιάτ. Εκείνη η δύναμη θα του χάριζε τη σαφή αριθμητική υπεροχή έναντι του Σουλτάνου. Ο ήλιος είχε ήδη μεσουρανήσει και το άϋλο, παγωμένο χέρι της προδοσίας άρχισε πάλι να σφίγγει την καρδιά του. Τι μπορεί να είχε συμβεί; Ούτε ένα σημείο ζωής, ούτε ένας αγγελιαφόρος… Άνοιξε η γη και τους κατάπιε; Η αναμονή ήταν μάταιη και ίσως, επικίνδυνη: κάθε ώρα που περνούσε μπορούσε να σημαίνει την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων. Όταν ο ήλιος άρχισε να καίει, ο Ρωμανός κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να παρατείνει την αναμονή η οποία σκότωνε τα νεύρα των ανδρών. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει τη μάχη με τη μισή στρατιά.
Τότε, ξαφνικά όλα κόντεψαν να ανατραπούν. Μία πρεσβεία Τούρκων αξιωματούχων εμφανίστηκαν απροσδόκητα μπροστά στο στρατόπεδο, ζητώντας από τον Αυτοκράτορα να θέσει τους όρους του για μία συνθήκη ειρήνης! Όλοι έμειναν έκπληκτοι και η απάντηση απαιτούσε ώριμη σκέψη.
Ο Ρωμανός κάλεσε αμέσως έκτακτο συμβούλιο των αξιωματικών του. Η κίνηση των Τούρκων φανέρωνε σαφώς την μειονεκτική θέση τους και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να δοθεί η μάχη εκείνη τη στιγμή. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος: γνώριζε καλά ότι οι τουρκικές συνθήκες ειρήνης είχαν εξαιρετικά αμφισβητήσιμη αξία. Αργά ή γρήγορα θα ξανάρχιζαν τις επιδρομές και τότε ίσως να μην είχε την ευκαιρία να συγκεντρώσει πάλι ένα παρόμοιο στράτευμα. Πότε θα ξανάβρισκε τους Τούρκους σε τόσο μειονεκτική θέση; Εξάλλου, εάν δεχόταν την πρόταση ειρήνης του αντιπάλου του θα χάριζε στον Δούκα και τον Ψελλό την αφορμή που ζητούσαν για να τον κατηγορήσουν σαν ανίκανο και δειλό. Τα πάντα συνηγορούσαν στην απόρριψη της πρότασης και την άμεση διεξαγωγή της μάχης. Η απάντησή του προς την τουρκική πρεσβεία ήταν δικαιολογημένα αλαζονική:
«Τους όρους μου θα τους θέσω όταν στήσω τα λάβαρά μου στη σκηνή του Σουλτάνου».
Η αυτοκρατορική στρατιά παρατάχθηκε με την συνήθη τακτική, των δύο παράλληλων γραμμών, έκαστη με βάθος 3-4 ιππέων για το ιππικό και 8-10 ανδρών για το πεζικό. Στην πρώτη βρισκόταν παρατεταγμένη η κύρια δύναμη κρούσης, 20.000 ανδρών. Επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ήδη τραυματισμένος από την συμπλοκή της προηγούμενης μέρας, με τα τάγματα των Σχολών της Δύσης: 6.000 Θράκες, Μακεδόνες και Θεσσαλοί λωρικάτοι (ιππείς). Στην δεξιά, ο πιστός συμπατριώτης του Ρωμανού, ο Καππαδόκης Θεόδωρος Αλυάτης, με άλλους 6.000 λωρικάτους από τα τάγματα της Μικράς Ασίας. Το κέντρο κρατούσε ο ίδιος ο Ρωμανός, πλαισιωμένος από 1.000 κατάφρακτους κλιβανοφόρους, 2.500 λωρικάτους του Αλάγιου (βασιλική φρουρά) και 500 Βαράγγους της σωματοφυλακής του. Στα άκρα των δύο πτερύγων της εμπροσθοφυλακής βρισκόταν ανεπτυγμένο το ελαφρύ ιππικό των Κουμάνων και Πετσενέγων μισθοφόρων, δύναμης 2.000 ιππέων ανά πτέρυγα.
Πεντακόσια μέτρα πίσω από την πρώτη γραμμή βρισκόταν η οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα, μία μίξη μισθοφορικού ιππικού και πεζικού, συνολικής δύναμης 5.000 ανδρών. Ρόλος της ήταν να υποστηρίξει την εμπροσθοφυλακή σε περίπτωση υποχώρησης, να κλείσει τυχόν κενά που θα δημιουργούνταν από εχθρική διάσπαση ή να αποκόψει εχθρικά τμήματα τα οποία θα επιχειρούσαν να την κυκλώσουν. Ο Ρωμανός γνώριζε τα εχθρικά του αισθήματα Δούκα και για αυτό δεν σκόπευε να εμπλέξει την εφεδρεία του στη μάχη, παρά μόνο αν τα πράγματα όδευαν προς το χειρότερο. Πίστευε ότι από εκείνη τη θέση τον εξανάγκαζε να συνεισφέρει στην νίκη, αφού η ζωή ή ο θάνατός του θα εξαρτώντο άμεσα από την έκβαση της μάχης. Όπως και να έχει πάντως, ήταν μία ολέθρια επιλογή για την οποία θα μετάνιωνε πικρά.
Παρόλα αυτά, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή, επρόκειτο για μία άψογη παράταξη 25.000 ανδρών, η οποία είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά της πολλές φορές στα πεδία των μαχών. Περί την 15.00, μία ώρα αρκετά προχωρημένη για σύναψη γενικευμένης μάχης, ο Ρωμανός διέταξε τον τουβάτορα να ηχήσει την έναρξη της επίθεσης, καθώς ο πιστός στρατοπεδάρχης του και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, Μιχαήλ Ατταλειάτης, παρακολουθούσε μέσα από το στρατόπεδο το επιβλητικό θέαμα του αυτοκρατορικού φουσάτου να αρχίζει τον καλπασμό. Τα φλάμουλα ανέμιζαν και οι οπλές των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την εχθρική παράταξη οι τούβες σάλπισαν την έφοδο. Οι τουρμάρχες, οι δρουγγάριοι και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, κραύγασαν την παραδοσιακή ιαχή της μάχης:
«Ο στρατός νικά!».
Λωρικάτοι και κλιβανάριοι προέταξαν ταυτόχρονα τα δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα αδιαπέσραστο αιχμηρό τείχος. Ο θυελλώδης καλπασμός των αρματωμένων αλόγων αντήχησε κατά μήκος του αμμώδους κάμπου. Το σελτζουκικό ιππικό δεν βιαζόταν να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με το αυτοκρατορικό βαρύ ιππικό. Άρχισε να εξαπολύει βέλη από μεγάλη απόσταση, καθώς οι δύο πτέρυγες άνοιγαν γρήγορα τις γραμμές τους σε ημικύκλιο, επιχειρώντας να πλαγιοκοπήσουν τα ελληνικά άκρα. Συριγμοί από ακόντια και βέλη τέντωσαν τα νεύρα. Ο Βρυέννιος και ο Αλυάτης ανταπάντησαν με την ίδια κίνηση, στέλνοντας το δικό τους ελαφρό ιππικό να τους αναχαιτίσει. Ταυτόχρονα, τα αντίπαλα κέντρα συγκρούονταν με έναν φοβερό πάταγο. Άλογα έπεσαν πάνω σε άλογα, θώρακες πάνω σε θώρακες και αίμα πάνω σε ξίφη και ασπίδες. Καβαλάρηδες και άλογα σκορπίζονταν δεξιά-αριστερά, παρασύροντας στην πτώση τους φίλους και εχθρούς. Οι αλαλαγμοί των στρατιωτών μπλέχτηκαν με την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές οργής και πόνου.
Το αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης δεν εξέπληξε κανέναν. Οι βολές των Τούρκων διήρκεσαν ελάχιστα για να έχουν κάποιο σοβαρό αντίκτυπο. Το κέντρο τους σχεδόν καταπλακώθηκε από την συμπαγή μάζα των κλιβανοφόρων και λωρικάτων του Ρωμανού, οι οποίοι σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι Τούρκοι υποχώρησαν γρήγορα για να αποφύγουν τη σφαγή. Οι πτέρυγές τους άντεξαν την πρώτη κρούση, κρατώντας σε απόσταση τους αντιπάλους τους με καταιγισμό βελών, αποφεύγοντας την άμεση εμπλοκή. Σύντομα, ολόκληρη η τουρκική παράταξη άρχισε να υποχωρεί προς τους πρόποδες του Σουφάν, συνεχίζοντας να εξαπολύει βέλη κατά τον καλπασμό.
Ήταν η πρώτη φορά όπου τα δύο στρατεύματα θα εμπλέκονταν σε μάχη μεγάλης κλίμακος, σε ένα πεδίο ιδανικό για την ανάπτυξη ιππικού. Η τακτική του αυτοκρατορικού στρατεύματος δεν διέφερε από εκείνη που χρησιμοποιούσε πάντοτε μέχρι τότε. Βασιζόμενοι στον βαρύτερο οπλισμό τους, οι Έλληνες κρατούσαν την συνοχή της παράταξης, επιδιώκοντας να εμπλακούν γρήγορα σε μάχη εκ του συστάδην με τους ελαφρά οπλισμένους Σελτζούκους. Αυτή η τακτική λειτουργούσε αιώνες τώρα, εναντίον των αραβικών στρατευμάτων, αλλά δεν μπορούσε να βρει εφαρμογή και εναντίον των νέων αντιπάλων τους.
Οι Σελτζούκοι ιππείς αδιαφορούσαν για τη συνοχή του σχηματισμού τους. Συνηθισμένοι στις αιφνιδιαστικές επιδρομές, τις ενέδρες και τις τακτικές παρενόχλησης, υστερούσαν στην μάχη σώματος με σώμα. Η τακτική τους βασιζόταν στις πυκνές, φευγαλέες βολές βελών και την ταχύτητα ελιγμών: έβαλαν από ασφαλή απόσταση, απομακρύνονταν γρήγορα και επέστρεφαν για την επόμενη βολή. Η παρατεταμένη αυτή τακτική μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στην απόγνωση έναν αντίπαλο ο οποίος είχε μάθει να μάχεται εκ του συστάδην, αλλά τώρα αντιμετώπιζε έναν εχθρό που δεν μπορούσε καν να αγγίξει. Οι βραδύτεροι Βυζαντινοί ιππείς κατεδίωκαν τους ταχυκίνητους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Κατά την καταδίωξη η συνοχή τους διεσπάτο και τότε οι Σελτζούκοι ανέστρεφαν γρήγορα τα άλογά τους, κύκλωναν την πλησιέστερη μονάδα και την εξολόθρευαν τμηματικά.
Τα κορμιά άρχισαν να ιδρώνουν και να βαραίνουν κάτω από τα αλυσοπουκάμισα και τις αρματωσιές, καθώς τις πύρωνε ο ήλιος. Τα άλογα βαριανάσαιναν και η παράταξη άρχισε να χάνει τη συνοχή της. Είχε φτάσει απόγευμα, χωρίς οι Έλληνες να επιτυγχάνουν την αποφασιστική συμπλοκή που επεδίωκαν. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να αλωνίζουν αδιάκοπα το ανοικτό πεδίο, αποδυναμώνοντας τα πλευρά τους με καταιγισμούς βελών. Οι αντίπαλοί τους υφίσταντο απώλειες, χωρίς να μπορούν να ανταποδώσουν τα πλήγματα. Η αρχική αισιοδοξία του Ρωμανού παρεχώρησε σταδιακά τη θέση της στην απελπισία. Ήλπιζε πως όταν οι Τούρκοι θα άγγιζαν τους πρόποδες του βουνού δεν θα είχαν άλλη επιλογή παρά να γυρίσουν και να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη. Αλλά τότε αντίκρισε μπροστά του τις υπώρειες του Σουφάν: απόκρημνα μονοπάτια και αποξηραμένες ρεματιές, όπου κατέφευγαν οι Τούρκοι – έδαφος ιδανικό για ενέδρα. Γύρισε πίσω και κοίταξε τον αυτοκρατορικό χάρακα να απέχει χιλιόμετρα. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να γέρνει και οι άνδρες είχαν εξαντληθεί. Σε μιάμιση-δύο ώρες θα νύχτωνε. Ήταν μάταιο να συνεχίσει. Διέταξε τον τουβάτορα να σαλπίσει υποχώρηση, με τους στρατηγούς να διαδίδουν το σύνθημα για την αναστροφή του μετώπου:
«Μετάλλαξον, Μετάλλαξον!»
Ο Βρυέννιος και ο Αλυάτης, με τους άνδρες τους διασκορπισμένους να μάχονται μεμονωμένα, είδαν ξαφνικά το αυτοκρατορικό λάβαρο να στρέφει προς τα πίσω. Μέσα στη σύγχυση της κατακερματισμένης μάχης, με τις δρούγγες και τις τούρμες να έχουν χάσει την επαφή μεταξύ τους, κάποιοι εξέλαβαν τη διαταγή σαν ένδειξη ήττας και υποχώρησης. Χωρίς δεύτερη σκέψη έστρεψαν τα άλογά τους, καλπάζοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν η στιγμή που περίμεναν τρεις από τους εμπλεκόμενους στρατηγούς, κάθε ένας για τους δικούς του λόγους.
Ο Αλπ Αρσλάν, παρακολουθώντας την εξέλιξη της μάχης από τους πρόποδες του λόφου, διέταξε αμέσως την εφεδρεία των 5.000 ιππέων του να σπεύσει προς ενίσχυση των συντρόφων τους, καθώς εκείνοι ανασυγκροτούσαν γρήγορα τις τάξεις τους και ρίχνονταν στην αντεπίθεση, τοξεύοντας τα νώτα των αντιπάλων τους. Ο Ρωμανός σάστισε από την τούρκικη αντίδραση. Πίστευε ότι ο Σουλτάνος είχε προτιμήσει να αποχωρήσει, παρά να διακινδυνεύσει μία ακόμη συμπλοκή. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει την αντίθετη ακριβώς διαταγή: παύση της υποχώρησης και άμεση εμπλοκή σε μάχη. Ίσως ήταν η στιγμή που περίμενε. Ίσως…
Η διαδοχή των δύο διαταγών που η μία αναιρούσε την άλλη ήταν η τέλεια συνταγή για την απόλυτη σύγχυση. Ότι είχε απομείνει από εκείνο που οι διοικητές ονόμαζαν «διάταξη μάχης», εξανεμίστηκε σε ένα χάος αμφιβολιών. Άλλοι έστεκαν δίβουλοι προσπαθώντας να κατανοήσουν τι είχε συμβεί και άλλοι τρέπονταν σε φυγή, χωρίς πραγματικά να κινδυνεύουν. Ήταν η στιγμή που η επέμβαση της οπισθοφυλακής του Ανδρόνικου Δούκα θα μπορούσε να είχε σώσει τη μάχη. Αν η διοίκησή του έσπευδε μπροστά, θα έκλεινε τα κενά και θα εγκλώβιζε τον εχθρό ανάμεσα στις δύο γραμμές, παρεμποδίζοντας την οπισθοχώρηση. Και πράγματι, εκείνη ήταν η στιγμή που περίμενε και εκείνος – όχι για να καλπάσει μπροστά, αλλά για να συμβάλλει στην καταστροφή. Διέταξε υποχώρηση, διαδίδοντας σε όλους ότι ο Αυτοκράτορας ήταν νεκρός και η μάχη είχε χαθεί. Τα τούρκικα βέλη άρχισαν να σκοτώνουν τους στρατιώτες πισώπλατα. Κάποιος φώναξε «Οι Τούρκοι μας σφάζουν!» και τα πάντα διαλύθηκαν σε μία πανικόβλητη φυγή.
Η δεξιά πτέρυγα του Αλυάτη έσπασε πρώτη. Όταν οι άνδρες του είδαν την οπισθοφυλακή να εγκαταλείπει τη μάχη, έτρεξαν όλοι να γλυτώσουν από μία σφαγή που στην πραγματικότητα δεν υφίστατο. Ο Βρυέννιος στα αριστερά, βλέποντας το κέντρο του Ρωμανού να αποκόπτεται από τις πτέρυγες, διέταξε αντεπίθεση, αλλά βρέθηκε γρήγορα κυκλωμένος ολόγυρα. Μαχόμενος ανελέητα, κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και να διαφύγει με ελάχιστους από τους άνδρες του.
Το κέντρο του Ρωμανού απέμεινε να μάχεται ολομόναχο, κυκλωμένο από παντού, εναντίον υπεράριθμων αντιπάλων. Οι κατάφρακτοι Καππαδόκες και οι Γερμανοί Βαράγγοι της αυτοκρατορικής φρουράς πούλησαν ακριβά τη ζωή τους, θερίζοντας τους Μαμελούκους ιππείς. Ο ήλιος είχε πλέον δύσει όταν τα τουρκικά βέλη έριξαν νεκρό το άλογο του Ρωμανού. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, συνεχίζοντας τον λυσσώδη, απελπισμένο αγώνα. Οι Βαράγγοι δημιούργησαν γρήγορα έναν προστατευτικό κλοιό με τις τεράστιες ασπίδες τους, σκορπώντας γύρω τους ένα ανόσιο λουτρό αίματος, στοιβάζοντας γύρω τους έναν σωρό από ακρωτηριασμένους και ημιθανείς Τούρκους. Κανείς δεν εγκατέλειψε τη θέση του. Έμειναν όλοι πιστοί μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, το οποίο ήλθε μαζί με το σκοτάδι. Ο ίδιος ο Ρωμανός ήταν από τους τελευταίους που έπεσαν. Όχι νεκρός, αλλά αναίσθητος από αιμορραγία, όταν κάποιο ξίφος τον τραυμάτισε βαριά στο χέρι. Ακόμη και τότε, οι πιστοί Βαράγγοι του τον κάλυψαν με τα πτώματά τους, χωρίς να μπορούν να φαντασθούν πόσο πιο ευεργετικό θα ήταν αν τον είχαν αφήσει να πεθάνει στο πεδίο της μάχης.
(από τον Ιστορικό Άγγελο Δαλασσηνό)