Όταν ορκίστηκαν η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η πρώτη Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ το θέαμα ήταν απογοητευτικό για τα δεδομένα ενός έθνους στο οποίο κρατούσα θρησκεία είναι η Ορθοδοξία.
Από τον Μανώλη Κοτττάκη
«δημοκρατία»
Εάν ανακαλέσει κανείς το βίντεο από την ορκωμοσία των μελών του υπουργικού συμβουλίου ενώπιον του Καρόλου Παπούλια στο Προεδρικό Μέγαρο τον Ιανουάριο του 2015 θα παρατηρήσει κάτι τύπους με ανοικτά πουκάμισα, χωρίς γραβάτα και κάποια «ταγάρια» να δίδουν υπερηφάνως πολιτικό όρκο με το δεξί χέρι στην καρδιά, αλά Μαδούρο, αρνούμενοι τον θρησκευτικό. Τα μόνα μέλη της τότε κυβερνήσεως που έθεσαν την παλάμη τους επί του Ευαγγελίου ήταν οι υπουργοί του Πάνου Καμμένου.
Τα χρόνια πέρασαν, η Αριστερά έγινε σύστημα, κυβέρνησε -απίστευτο- πέντε σχεδόν χρόνια τη χώρα (!) και, αν μπει κανείς στον πειρασμό να δει τα βίντεο με τις μετέπειτα ορκωμοσίες των ανασχηματισμών Τσίπρα, θα διαπιστώσει έκπληκτος τη μεταβολή: Οι μισοί βουλευτές του φορούν πλέον κοστούμια και γραβάτες, ανακαλύπτοντας τον πολιτισμό, ενώ σταδιακά οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να ορκίζονται και με θρησκευτικό όρκο και στο Προεδρικό Μέγαρο και στη Βουλή. Η συνιστώσα της Ορθοδοξίας ιδρύθηκε από τον βουλευτή Ιωάννη Αμανατίδη, ο οποίος είχε στο γραφείο του στο υπουργείο Εξωτερικών εικόνες της Παναγίας και του Χριστού αντί πορτρέτων του Βελουχιώτη, όπως οι Πολάκης, Σπίρτζης (μέσα σε αυτό το γραφείο είχα μια συγκλονιστική ωριαία συζήτηση με τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο), ενώ ακολούθησαν (ενδεικτικά τα παραδείγματα) η υπουργός από την Καστοριά Ολυμπία Τελιγιορίδου και από τους νέους του 2019 η Θεοδώρα Αυγέρη. Δεκάδες φανέρωσαν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους!
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα αθέων σταδιακά άρχισε να μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο. Ενώ, αντιθέτως, η Ν.Δ. μετά τον πρόσφατο πολιτικό όρκο που έδωσε στο Προεδρικό Μέγαρο ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, μπήκε σε μια αντίστροφη -υβριδική, ευτυχώς, για την ώρα- διαδικασία. Ο συγκεκριμένος πρέπει λογικά να είναι ο πρώτος «νεοδημοκράτης» υπουργός από τη Μεταπολίτευση ο οποίος δεν έδωσε θρησκευτικό όρκο. Γεγονός που πέρασε απαρατήρητο λόγω των φιλελεύθερων πολιτικών καταβολών του πρωθυπουργού.
Επικεντρώνομαι σήμερα σε θέματα ατομικών θρησκευτικών πεποιθήσεων και ελευθεριών, με αφορμή την τελευταία απρόσμενη ανάρτηση Τσίπρα για την Παναγία, για τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι διότι σε ένα έθνος ορθοδόξων μάς ενδιαφέρει η πίστη ή η αθεΐα των ηγεσιών του. Έχει σημασία. Δεύτερον, διότι θέλουμε να ξέρουμε πώς επιδρά η πίστη στις απόψεις των πολιτικών σε ιδεολογικά και φιλοσοφικά θέματα της καθημερινότητας, όπως προσφάτως συνέβη με τη θεία κοινωνία και τον κορονοϊό. Και τρίτον, διότι το τελετουργικό των ορκωμοσιών, των δοξολογιών εθνικών εορτών και λοιπών δημόσιων τελετών που επιβάλλουν την παρουσία της Εκκλησίας συνδέεται με την παράδοση και την Ιστορία μας.
Δεν πρόκειται για την επιβολή του θρησκευτικού όρκου σε ανθρώπους που δεν πιστεύουν. Πρόκειται για κάτι μεγαλύτερο. Ζητείται από τους πολιτικούς μας να ορκίζονται στο Ιερό Ευαγγέλιο για να θυμόμαστε από πού ερχόμαστε, τι ήμασταν και τι γίναμε έπειτα από 200 χρόνια ελευθερίας. Δεν είναι «γυμνάσιο» ο υποχρεωτικός θρησκευτικός όρκος για τον αρχηγό του κράτους, αλλά άσκηση εθνικής αυτογνωσίας.
«Ενώπιον Θεού και ανθρώπων» ορκίστηκε ο Καποδίστριας μέσα στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αίγινας, και ακόμη διασώζονται το Ευαγγέλιο στο οποίο ορκίστηκε ο πρώτος κυβερνήτης και το περιεχόμενο του όρκου του! Δεν είναι, λοιπόν, καπρίτσιο κάποιου ιδεοληπτικού η τελετή, αλλά στοιχείο της παράδοσης και της Ιστορίας μας. Έτσι πορεύονται τα έθνη. Με τη συνέχεια! Το να βλέπεις το Ευαγγέλιο και να φεύγεις μακριά όπως ο κ. Τσακλόγλου δεν έχει σχέση με τις ατομικές πεποιθήσεις σου. Δεν ορκίζεσαι για το σπίτι σου.
Ορκίζεσαι για το υπουργείο της Ελληνικής Δημοκρατίας με τον σταυρό στο εθνόσημο, μετέχοντας στην κυβέρνηση, έναν θεσμό κατεξοχήν συλλογικό, όχι ατομικό. Για τον ίδιο λόγο φωνάζω κατά καιρούς και στην αγαπητή Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία αποστρέφεται την ύπαρξη της σημαίας στο γραφείο της, σε σημείο να της γίνομαι δυσάρεστος. Όχι γιατί έχω κάτι προσωπικό μαζί της, αλλά γιατί στα σύμβολα της σημαίας βλέπει κανείς τη φωτογραφία των εθνικών αγώνων. Και λυπούμαι να πω ότι οι φιλελεύθεροι της εποχής του 1821 εισηγούνταν συμβιβασμό με την -ανεκτική υποτίθεται- Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Εκτός, όμως, από τον θρησκευτικό όρκο και όσα τους επιβάλλονται ως μέλη συλλογικών θεσμών, για τους πολιτικούς υπάρχουν και οι προσωπικές θρησκευτικές, ιδεολογικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους ως ανεξάρτητες προσωπικότητες. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Ενώ οι πολιτειακοί συμβολισμοί είναι δεδομένοι και καμία φορά ασφυκτικοί για όσους διαφωνούν, οι πεποιθήσεις κυμαίνονται. Μεταβάλλονται. Αλλάζουν. Μπορεί κανείς να είναι άθεος για πάντα. Μπορεί να είναι άθεος αλλά να σέβεται μορφές της Ορθοδοξίας, όπως η Παναγία ή οι άγιοι. Μπορεί, επίσης, να διαφωνεί μεν, αλλά να σέβεται το θρησκευτικό συναίσθημα των συμπολιτών του, ειδικά όταν βλέπει τα κομποσκοίνια στους καρπούς εκατομμυρίων συμπολιτών του. Μπορεί τέλος από άθεος να γίνει θρήσκος.
Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα ανήκει, νομίζω, στην ενδιάμεση περίπτωση. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης μεγάλωσε μέσα σε έναν δυϊσμό. Η μητέρα του Αρίστη, με καταγωγή από την Καβάλα, ήταν μέλος της εκκλησιαστικής οργάνωσης «Ζωή» στα νιάτα της και από τότε έχει σχέσεις με την Εκκλησία. Κατά ορισμένους, από τότε ανατρέχει η γνωριμία της με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ο οποίος παρέστη στη θρησκευτική κηδεία του Αρτινού πατέρα του τέως πρωθυπουργού Παύλου. Από την άλλη, ο Τσίπρας ανδρώθηκε μέσα στα πολιτικά στερεότυπα της Αριστεράς, η οποία αποστρέφεται καθετί μαζικό που της διεκδικεί «πελατεία» και επιρροή.
Η Αριστερά είναι πρώτα και κυρίως αντιεκκλησιαστική και αντικληρικαλιστική (δεν θέλει στα πόδια της την Εκκλησία) και μετά άθεη (το κακό είναι πως και η φιλελεύθερη Δεξιά ρέπει σε αυτά τα μονοπάτια. αφαίρεσε τα κοινωνικά συσσίτια από τις μητροπόλεις και τα μεταβίβασε στις περιφέρειες, ενώ καταδίωξε μητροπολίτες στην καραντίνα). Η Αριστερά είναι -επανέρχομαι- πρώτα αντιεκκλησιαστική και μετά άθεη γιατί στα μάτια της οι ναοί, τα στρατόπεδα και τα ακροατήρια των δικαστηρίων είναι «αρμοί του κράτους της Δεξιάς» που πρέπει να τους πολεμά και όχι θεσμοί. Να μην μπερδευόμαστε όμως! Άλλο οι θεσμοί, άλλο η πίστη.
Ο Τσίπρας, μεγαλώνοντας, μπορεί να αναθεωρεί και να αλλάζει. Υπάρχει αυτή η μικρή πιθανότητα. Δεν νυμφεύτηκε στην εκκλησία, δεν βάπτισε τα παιδιά του, έχει παρτίδες με τον Πάπα ακόμη και τώρα, αλλά τίποτα δεν αποκλείει να ανακάλυψε τώρα στα 46 του πως είχε δίκιο η κυρία Αρίστη. Δεν είναι δε τυχαίο ότι από όλο αυτό το κόμμα της υποκρισίας αυτός που τον στήριξε δεν ήταν ο Νίκος Φίλης, που διαπρέπει ως ψάλτης στην ενορία του στο Χαλάνδρι (μέγας αντικληρικαλιστής όμως), αλλά ο φτωχοδιάβολος από το λαϊκό Ρουμλούκι της Αλεξανδρείας Ημαθίας Νίκος Καρανίκας, ο οποίος ομοίως μεγάλωσε σε συντηρητικό περιβάλλον στην ελληνική επαρχία. Γράμματα με την έννοια της κατοχής πανεπιστημιακού πτυχίου δεν ξέρει ο Καρανίκας, ξέρει όμως καλύτερα τους λαϊκούς κώδικες από τον αγγλόφωνο προτεστάντη Τσακαλώτο.
Το μέλλον θα δείξει αν ο Τσίπρας εννοεί όσα γράφει για τη Χάρη της Παναγίας μας ή ψηφοθηρεί ασυστόλως, όπως κατηγορείται από την εδώ πλευρά. Εδώ είμαστε για να τον «συντρίψουμε» ως θεομπαίχτη. Για την ώρα, καταβάλλει εσωκομματικό πολιτικό κόστος στον χώρο του.
Οι «σύντροφοί» του τον θυμούνται να μου δηλώνει έξω από το εκκλησάκι του Αη Νικόλα στην Αίγινα το 2009 στην ΕΡΤ ότι «είμαι άθεος» και να απορρίπτει την πρότασή μου να ανάψουμε κερί. Δεν θυμούνται, όμως, το υπόλοιπο της απάντησης: «Και να πίστευα, δεν θα άναβα κερί μπροστά στην κάμερα, όπως μερικοί θεομπαίχτες πολιτικοί». Όπως και να έχει, η άποψή μου είναι η εξής: Αν και αυτά τα θέματα δεν πρέπει να προσεγγίζονται με όρους νίκης – ήττας, επικράτησης – υποχώρησης, είναι μεγάλος φιλοσοφικός και ιδεολογικός λογαριασμός ότι ο αρχηγός των αθέων έδειξε σεβασμό στην Παναγία μας και έκανε αναφορά στην «Υπέρμαχο Στρατηγό» και στον Ακάθιστο Ύμνο, που γράφτηκε με αφορμή την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως το 626 μ.Χ. και τη διάσωσή της από τους Αβάρους.
Μακάρι τέτοιες λέξεις και έννοιες, όπως αυτές που χρησιμοποίησε ο Τσίπρας (Υπέρμαχη Στρατηγός, Ελεούσα, Ανύμφευτη Νύμφη, Παρηγορήτρα), να χρησιμοποιούσε για τη Χάρη της προχθές και ο αρχηγός των ενθέων. Διότι, όπως λέει και ο φίλος μου ο παπα-Δημήτρης από την Αντίπαρο, ένας ωραίος λαϊκός φιλοσοφημένος κληρικός, «η πίστη, παιδί μου, δεν μεταδίδεται. Καλλιεργείται. Η πίστη είναι στις ψυχές μας, αλλά την έχει σκεπάσει ο φόβος».