Δια χειρός Σπάρτακου
Φαινότανε από καιρό. Πολλοί το υποπτευόμαστε,
μα τ’αποδιώχναμε σαν σκέψη. Οι λίγοι ,μας το φώναζαν ανήσυχοι.
Και τους κοιτούσαμε λοξά. Με οίκτο. Σαν παράφρονες,σαν ιδεοληπτικούς.
Και μας το ξαναλέγανε και μας το ξαναφώναζαν. Μονότονα.
Σαν μουρμούρα. Σαν εκείνες τις στάλλες απ’τα σύννεφα,
που μοιάζουν με βροχή, αλλά βροχή δεν είναι.
Είναι μονάχα, υπόμνηση . Και προάγγελος.Του φθινοπώρου που ζυγώνει.
Μα εμείς οι ράθυμοι κι αλλοπαρμένοι,δεν μπορέσαμε ν’ακούσουμε.
Η δεν θελήσαμε ν’ακούσουμε. Γιατί είχαμε βλέπεις συνηθίσει,
στα εύκολα και στ’αρεστά.
Κι αν από κάποιους το περιμέναμε, γιατί ήταν ξενόφερτοι και καλοπροικισμένοι,
γιά κάποιους άλλους,βάζαμε το χέρι μας στη φωτιά. Πως είναι Πατριώτες τάχα
και πως μας νοιάζονται. Αφιόνι , μας τρατάρανε ; Η μας ποτίσανε, με το νερό της λησμονιάς ;
Τώρα πιά αυτό που βλέπουμε,πάλι βροχή δεν είναι. Είναι τα δάκρυα που έρχονται
απ’τους αιώνες.Τα πονεμένα δάκρυα του Τουρκοφάγου Νικηταρά, του Στρατηλάτη Γέρου,
του αθυρόστομου Καραισκάκη. Είναι τα πικρά δάκρυα της Μπουμπουλίνας και της Μαντώς.
Είναι τα δάκρυα των μυριάδων ,που έπεσαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.Είναι τα πύρινα
δάκρυα της Λέλας Καραγιάννη,του Κομνηνού Πυρομάγλου,του Ζέρβα και του Βελουχιώτη.
Είναι τα ΑΔΙΚΑΙΩΤΑ ματωμένα δάκρυα, του Ηρωα του Αφανούς,του Αγνώστου
και του Ασήμου.
Είναι όλ’αυτά τα δάκρυα, που μιά ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη, μέρα Γιορτής της Πατρίδας
και της Βαγγελίστρας, σαν διαμαντοσταγόνες τον Ηλιο τον Ελλαδικό, τον μοναδικό
Αδιάψευστο Ηλιο, τον Ηλιο της Αλήθειας,αυτόν τον Καταλύτη Ηλιο,τον σκόρπισαν
σε Πλατείες αδειανές,σε δρόμους άδειους,σε πόλεις και χωριά χωρίς παιδιά,
χωρίς σημαίες, χωρίς έστω τη μπάντα του Δήμου.Σε τόπους άσηπτους και θλιβερούς,
σε δρόμους φορμαλδευδικούς και αποστειρωμένους.
Κι όταν τελειώσανε οι γιορτές και οι πανηγύρεις, έπεσε μ’αλεξίπτωτο στις νεκρές
πλατείες, ο Καραγκιόζης . Χαμογελαστός,Λεβέντης και Φωτεινός,όπως τον ξέρουμε.
Δείχνοντας με το δάχτυλο,αυτό που αρνιόμασταν,τόσον καιρό να δούμε.
Τις πλουμιστές εξέδρες, με τ’ανδρείκελα. Τις εξέδρες , με τις προστατευμένες
μαριονέτες. Τις ξέπνοες κέρινες κούκλες, που πήραν να λιώνουν κάτω από
το καυτό κι αδυσώπητο βλέμμα, του σοφού Καραγκιόζη.Ωσπου εγίνηκαν πολτός.
Κι αφού από μόνοι μας αρνιόμασταν ή δεν δυνηθήκαμε,να δούμε το ΠΡΟΦΑΝΕΣ,
έπρεπε το λοιπόν νά’ρθει ο Καραγκιόζης,γιά να μας το ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙ.
Σέβας, ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ.
ΥΓ: Ο Σπάρτακος γιά λόγους αρχής,δεν απαντά σε σχολιασμούς,που αφορούν
σε κείμενά του.