Το ανθελληνικό κλίμα στην Ευρώπη εμποδίζει την αναζήτηση διεξόδου από την κρίση. Πολιτικοί και πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) επιθυμούν την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρώπη. Κυριαρχεί πλέον η άποψη ότι οι Έλληνες είναι «διαφορετικοί». Σύμφωνα με την εναργή παρομοίωση μιας Γαλλίδας δημοσιογράφου, αντιμετωπίζονται όπως οι «SDF», δηλαδή οι άστεγοι του Παρισιού: τους λυπόμαστε, αλλά δεν ταυτιζόμαστε.
Η σημασία του ελληνικού πολιτισμού για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας από τον 18ο αιώνα και εξής, θεμελίωσε και ανέπτυξε τον φιλελληνισμό. Όμως, χωρίς ενεργό παρουσία στην καλλιέργεια αυτού του εθνικού συγκριτικού πλεονεκτήματος και χωρίς δυναμική νέα πολιτισμική προσφορά, η σχέση με την αρχαιότητα μετατρέπεται από πλεονέκτημα σε στοιχείο εξευτελιστικών συγκρίσεων.
Τεράστια απόσταση χωρίζει την σημερινή αντίληψη για τους Έλληνες από την εξιδανικευμένη εικόνα τους κατά τον πόλεμο ή την δικτατορία. Η προφανής επικοινωνιακή χρεοκοπία συμπληρώνει και εντείνει…
την οικονομική. Σημαντικό ρόλο στην σημερινή υποβάθμιση έχουν διαδραματίσει οι πρόσφατες γνωστές παλινωδίες των κυβερνητικών παραγόντων. Αλλά και παλαιότερα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, υπουργοί και πρωθυπουργοί, στις ευρωπαϊκές τους συνομιλίες, απέδιδαν τα κατά καιρούς εμφανή προβλήματα της χώρας στους «βαρβάρους» Έλληνες, διαχωρίζοντας εαυτούς ως «πολιτισμένους» Ευρωπαίους.
Μεταπολεμικά, η εικόνα της Ελλάδας στηρίχτηκε σε μια δυναμική πολιτισμική παρουσία, οι βάσεις της οποίας είχαν τεθεί στο μεσοπόλεμο. Η δεξιά κληρονόμησε τον έργο των διανοουμένων και των καλλιτεχνών τους οποίους κινητοποίησαν και ενέπνευσαν προσωπικότητες, όπως ο Κωστής Μπαστιάς και ο Δημήτρης Ροντήρης. Η αριστερά, αποκλεισμένη από την πολιτική σκηνή, επένδυσε στον πολιτισμό και στην παιδεία, σε άμιλλα με την δεξιά. Η Ελλάδα έμοιαζε πρωτοπόρος στην προβολή της αρχαιοελληνικής παιδείας, αξιοποιώντας τα αρχαία θέατρα και οργανώνοντας πρωτοποριακές παραστάσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα. Ταυτόχρονα, στο εξωτερικό, διακρίνονταν μεγάλες μορφές στην τέχνη και στην επιστήμη: ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Ιάννης Ξενάκης, η Μαρία Κάλλας, ο Γεώργιος Παπανικολάου. Ακλούθησαν τα Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη, τα οποία ανέδειξαν διεθνώς τα ελληνικά γράμματα.
Η κληρονομία αυτή υποθηκεύτηκε. Ένα μεγάλο μέρος από την αθηναϊκή πνευματική ελίτ, ενδεχομένως με αισθήματα μειονεκτικότητας έναντι των παλαιών, υιοθέτησε ισοπεδωτικές λαϊκιστικές επιταγές. ‘Αλλοι έσπευσαν να επωφεληθούν από την παρελθούσα αίγλη, για να εξασφαλίσουν επιδοτήσεις, θέσεις και προνόμια. Οι μη διαθέτοντες τα «προσόντα» για να ανελιχτούν στον παρακμιακό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον της ύστερης μεταπολίτευσης εκτοπίστηκαν.
Μια σημαντική παράμετρος αφορά τις επιδοτούμενες «έδρες νεοελληνικών σπουδών» στο εξωτερικό. Με επιχειρήματα περί αυτοτελούς προβολής της σύγχρονης Ελλάδας, εντός και εκτός, έσπασε τεχνητά η ενότητα της ελληνικής γλώσσας. Τα νέα Ελληνικά διαχωρίστηκαν από τα αρχαία, τα οποία παρέμειναν αποκλειστική αρμοδιότητα των ξένων. Ως συνέπεια, οι έδρες αυτές έχουν παρακμάσει παντού, ενώ έχει εξασθενίσει ο σύνδεσμος της Ελλάδας με τις κλασικές σπουδές. Τέλος, η απομίμηση των ευρωπαϊκών πολιτισμικών ιδρυμάτων οδήγησε σε κατασπατάληση χρήματος και παταγώδεις αποτυχίες, καθώς κυριάρχησε και πάλι ο αθηνοκεντρικός επαρχιωτισμός.
Στον καλλιτεχνικό τομέα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προωθούν ή και παράγουν καλλιτέχνες με ασήμαντες, αλλά επιδοτούμενες παρουσίες στο εξωτερικό. Στον τουρισμό, εξαγόμενες εικόνες και σύμβολα αμφίβολης αισθητικής και ποιότητας διασύρουν την εθνική πολιτισμική ταυτότητα. Όμως, καθώς οι παράγοντες της παρακμής συνδέονται στενά με τα μέσα ενημέρωσης, οι Έλληνες παρέμειναν στις ψευδαισθήσεις τους: θεωρούν την εικόνα της Ελλάδας δεδομένη, αν όχι και οφειλομένη. Τον ίδιο άλλωστε συνέβη και με την οικονομία και τις προοπτικές της.
Η σημερινή έξαρση του ευρωπαϊκού ανθελληνισμού, ανεξαρτήτως του αν εισπράττεται ως αδικία, ανεπάρκεια, στενομυαλιά ή κακία των ευρωπαϊκών λαών, πρέπει να λειτουργήσει αφυπνιστικά· να γίνει κατανοητή η καθυστέρηση και η προχειρότητα, η οποία έχει συσσωρευτεί με ευθύνη της ελληνικής πνευματικής ηγεσίας. Οι επικείμενες ρήξεις, τον τέλος της μεταπολίτευσης, πρέπει να συμπεριλάβουν ως σημαντικό κεφάλαιο μια νέα ελληνική πολιτισμική πολιτική, με στόχο την αναβάθμιση της εικόνας της χώρας μας στην Ευρώπη και στον κόσμο.
*O Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής πανεπιστήμιου στο Παρίσι