Γράφει: Η Αναστασία Βούλγαρη
Έγραψε ο Άγγελος Σικελιανός:
«Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογόνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
μού αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή σα να ‘ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ώς να ‘χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσσος το Ναό…»
Αργότερα, στα 1969, ένας εξόριστος τροβαδούρος, αιώνιος εραστής του Μέτρου, του Ωραίου του Δικαίου, μελοποίησε αυτό το ποίημα. Και έγινε ο Σικελιανός κι η μουσική του Μίκη, σύμβολο αντίστασης κατά της δικτατορίας.
Σήμερα τον αποκαλούν «ακροδεξιό», δηλαδή «φασίστα». Και δεν ντρέπονται. (Οι Ολλανδοί τον Απρίλιο τού 2009 παρουσίασαν το μελοποιημένο Πνευματικό Εμβατήριο του Σικελιανού, στην ελληνική γλώσσα).
Μας λένε κάποιοι γραμματιζούμενοι πως δεν είμαστε Έλληνες, γιατί, λέει, καμία σχέση δεν έχουμε με την αρχαία Ελλάδα. Επειδή, είχαμε τους Ρωμαίους, τον χριστιανισμό που έσπασε τα αγάλματα και τους ναούς, το Βυζάντιο κι ύστερα, λέει, μας μπαστάρδεψαν οι Οθωμανοί. Μας λένε ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος ήταν ένας λήσταρχος, ένας άθλιος ιμπεριαλιστής και πως ο Παρθενώνας δεν είναι δικός μας γιατί χτίστηκε από δούλους και πως ο Φειδίας, ο Ικτίνος κι ο Καλλικράτης καμιά αξία δεν έχουν. Έδιναν, λέει απλώς εντολές στους δούλους. Και πως δεν είμαστε έθνος λέει αλλά φαντασίωση. Είμαστε σε παράκρουση δηλαδή από το 1825 μέχρι σήμερα.
Σκέφτομαι κι εγώ με το φτωχό μου το μυαλό: Είμαστε λοιπόν ένας λαός Τίποτα! Ο λαός Τίποτα! Χωρίς ρίζες, χωρίς ιστορία, χωρίς μνήμες, χωρίς ένα χτυποκάρδι. Ένα Μηδέν!
(Σ’ αυτό το Τίποτα θέλουν να προσθέσουν και τους ανθρώπους από την Α. Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική που ήρθαν εδώ;)
Επειδή όμως, ένας Εφέσσιος σοφός, που μίλαγε την ελληνική γλώσσα- όχι! μην γελιέστε, δεν είχε εθνικότητα , ένας τίποτας ήταν κι αυτός- είπε πως δεν υπάρχει Μηδέν και πως το μηδέν εμπεριέχει ύλη και με κινητοποίησε. Θέλω κι εγώ να μιλήσω για το Τίποτα και τον λαό του Τίποτα, τον Τιποτένιο. Και για όλα τα Τίποτα και τα Μηδέν που είναι αυτός ο λαός.
Δεν ξέρω αν είμαι απόγονη των Ελλήνων του 5ου π.χ. αιώνα, αλλά δεν με νοιάζει. Με νοιάζει που το αρχαίο δράμα με αφορά κι η Αντιγόνη είπε «όχι» και κουβαλούσε πολεμοφόδια στην Πίνδο, στα 1940. Η Ιφιγένεια κάηκε στο Δίστομο και στα Καλάβρυτα ή μήπως την έκαψαν οι «συμμαχικές» ναπάλμ στο Γράμμο;
Ο Κρέων κάποτε έγινε Διοικητής της Χωροφυλακής και δεν άφηνε τη μάνα του Πέτρουλα να πάρει το πτώμα του για να θρηνήσει το νεκρό παιδί της. Κι έγινε τότε, στα 1965, ένας Λαός η Αντιγόνη κι η μάνα του Σωτήρη, έθαψε το στερνοπούλι της.
Έντεκα νεκρούς μέτραγε η μάνα του Σωτήρη. Ίδια η Εκάβη.
(Τώρα οι Φράγκοι σκηνοθετούν αρχαίο δράμα και δεν ξέρουν τί να κάνουν τον Χορό. What can I do with this fucking chorus?, αναρρωτιόταν ένας πολύφερνος Γερμανός σκηνοθέτης όταν σκηνοθετούσε Μήδεια. Ο Χορός στην τραγωδία είναι ο Δήμος, πού να το ξέρει ο Γερμανός, που η μόνη ιστορική μνήμη του είναι η δεσποτεία;)
Περπατώ στους δρόμους της Αθήνας, ταξιδεύω στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Λήμνο. Γύρω μου βλέπω κεφάλια αρχαίων αγαλμάτων, φιγούρες από αγγεία, μάτια μινωικά, μαλλιά σα ζωγραφιές σε μελανόμορφα αττικά αγγεία. Οι νέες γυναίκες ίδιες οι Καρυάτιδες κι οι νεαροί άνδρες ίδιοι ο Ερμής. (Πηγαίνετε σε ένα οποιοδήποτε αρχαιολογικό μουσείο και θα καταλάβετε τί λέω). Είναι οι κάτοικοι αυτής της χώρας, όπως τους βλέπω 45 χρόνια τώρα. Με τα καλά και τα στραβά τους, με τα ελαττώματα τους, την καλοσύνη τους, την σκληρή καθημερινότητα τους, τα βάσανα, τους ατέλειωτους αγώνες τους για ζωή. Συνάνθρωποί μου όμως, συμπατριώτες μου, Έλληνες.
Δεν ξέρω αν έχω κάποια αιματολογική συγγένεια με τους Έλληνες του 3ου ή του 10ου αιώνα μ.Χ. και δεν με νοιάζει. Ξέρω πως το Βυζάντιο ήταν το Φως της ανθρωπότητας επί 10 σχεδόν αιώνες, ενώ η Εσπερία σπαραζόταν από τις λεηλασίες, τη φεουδαρχία, τον σκοταδισμό, τον δεσποτισμό, τις σφαγές και την αγραμματοσύνη.
Ναι, ο Αλέξανδρος ήταν κατακτητής. Πρώτα όμως απελευθέρωσε τα παράλια, με τη σύμφωνη γνώμη των Ελληνικών πόλεων -εκτός της Σπάρτης. Κατέκτησε σχεδόν όλη την Ανατολή. Αλλά άφησε πίσω του τα γράμματα, τις ελληνικές τέχνες και τη γλώσσα. Την ελληνική. Μιλιόταν σ’ ολόκληρη την Ανατολή από την εποχή του (4ος π.Χ.) μέχρι την Άλωση της Πόλης (1453 μ.Χ.). Δεν έσβησε όμως ούτε τότε η γλώσσα. Μιλιόταν σ’ όλα τα παράλια, μέχρι το 1922.
Δεν ξέρω αν το αίμα μου μπαστάρδεψε με τα 400 χρόνια της σκλαβιάς. Ξέρω πως μερικοί ξυπόλητοι φουστανελάδες (σκασίλα μου αν η φουστανέλα είναι ελληνική ή αλβανική, ο Τσαρούχης λέει πως οι Αλβανοί ήταν καταπληκτικοί ραφτάδες φουστανέλας) που μιλούσαν την ίδια γλώσσα που μιλώ, τα βάλανε με μιαν ολόκληρη οθωμανική αυτοκρατορία. Κι ο Καραϊσκάκης ήταν το νόθο παιδί μιας καλογριάς κι ενός τσιγγάνου κι ήταν ξεβράκωτος κάτω από τη φουστανέλα αλλά πολέμησε σαν τον Λεωνίδα κι έπεσε για τη Λευτεριά. Κι ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά φορούσε περικεφαλαία. Κι η επανάσταση του 1821 δεν ήταν η πρώτη. Είχαν γίνει κι άλλες και πνίγηκαν στο αίμα, γιατί οι ξένοι, παρά τις υποσχέσεις τους, μας άφηναν αβοήθητους.
Δεν ξέρω αν στο αίμα μου κυλάει αίμα αρχαϊκό και δεν με νοιάζει. Ξέρω ότι η Εθνική Αντίσταση είχε 100.000 όπλα και 2.000.000 αγωνιστές στις πόλεις. Και πως σ’ ένα πληθυσμό τότε 5.000.000 είχαμε 500.000 νεκρούς στα 4 χρόνια του πολέμου. Πως στον Εμφύλιο εκτελέστηκαν 16.000 κι όλοι φώναζαν: «Ζήτω η Ελλάδα». Ξέρω πως στα βουνά στον Εμφύλιο πολέμησε κι απ’ τις δυο πλευρές η κλάση του 1946 και πως από αυτούς σκοτώθηκε το 80% (από αφήγηση του Θεοδωράκη στην τηλεόραση). Κι όλοι αγαπούσαν την Ελλάδα.
Ίσως στις φλέβες μου κυλά ένα αίμα αγνώστου προελεύσεως.
Ξέρω όμως πως πατρίδα μου είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Βιζυηνός κι ο Καρυωτάκης. Ο Παλαμάς κι ο Σεφέρης. Ο Ρίτσος κι ο Ελύτης. Ο μέγας Καζαντζάκης κι ο μέγιστος Παπαδιαμάντης. Πατρίδα μου είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κι ο Παντελής Βούλγαρης. Ο Σμαραγδής, ο Πετρολούκας Χαλκιάς κι ο Διονύσης Χαριτόπουλος. Η Ειρήνη Παπά κι ο Λεωνίδας Λοϊζίδης, που ταξιδεύει το αρχαίο δράμα στην Αμερική. Είναι ο Παπαδημητρίου που μελοποιεί Καβάφη κι ο Ανδρέας Μπουτσικάκης που παίζει στο πιάνο ταγκό το «είμαστε δυο» του Μίκη. Είναι η Φαραντούρη κι ο Καλογιάννης. Είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός (8ος μ.Χ. –Ακολουθία εις κεκοιμημένους) κι η εκκλησία ποτέ δεν έδωσε εντολή για καταστροφή των Ναών, οι αυτοκράτορες έδιναν τέτοιες εντολές. (Θρήσκα δεν είμαι αλλά ο Ιησούς είπε το «αγαπάτε αλλήλους» κι έσπρωξε την ανθρωπότητα ένα βήμα εμπρός).
Οι χτίστες του Παρθενώνα, πράγματι ήταν δούλοι όπως κι αυτοί της Αττικής Οδού και της στέγης Καλατράβα (οι σημερινοί δούλοι λέγονται οικονομικοί μετανάστες) αλλά ο Φειδίας, ο Ικτίνος κι ο Καλλικράτης ήταν ελεύθεροι και αποτύπωσαν στο μάρμαρο τη Δημοκρατία και την Ελευθερία. Κι ο Παρθενώνας είναι το αιώνιο σύμβολο του Ωραίου και του Μέτρου. Είναι η ανύψωση του ανθρώπου προς το θείο. (Η δουλεία είναι πράγματι άδικο πράμα κι απαίσιο. Την εποχή εκείνη όμως ήταν το προοδευτικό άλμα της ανθρωπότητας).
Κι ύστερα είναι η μουσική! Ο Τρόπος που έγινε Μέλος και δημοτικό τραγούδι κι όταν ενώθηκε με τη λάγνα Ανατολή, Δρόμος. Κι ύστερα ήρθε ο Μπάτης κι ο Τσιτσάνης κι ο Μάρκος κι ο Μίκης κι ο Μάνος κι ο Ξαρχάκος κι ο Ανδριόπουλος και τόσοι άλλοι…. Κι όταν ακούω το «γυιέ μου σπλάχνο το σπλάχνο σου» μου ‘ρχονται στο μυαλό όλοι οι ορφικοί ύμνοι για τον θεό Διόνυσο , που πέθανε κι ύστερα αναστήθηκε.
«Μάνα με τους εννιά σου γυιούς και με τη μια σου κόρη» λέει η παραλογή του 9ου μ.Χ. αιώνα και «δυο γυιούς είχες μανούλα μου» ο Θεοδωράκης στα 1963. Κι αν στην παραλογή ο νεκρός γυιός γυρνά από τον Άδη (σαν τον μύθο της Δήμητρας και της Κόρης;) για να εκπληρώσει την υπόσχεση στη μάνα του: να της γυρίσει τη μοναχοκόρη της, ο Θεοδωράκης, βάζει τους γυιούς να σταθούν πάνω από το νεκροκρέββατο της μάνας τους και να την αποχαιρετήσουν. Και δε με νοιάζει αν δεν έχω καμία αιματολογική σχέση με τους Έλληνες του 9ου αιώνα. Το ίδιο ανατριχιάζω και με τα δυο.
Κι αν ζούμε σε μια εθνική φαντασίωση από το 1825 τί; Τί θα υπήρχε στη ζωή χωρίς τη φαντασίωση; Η ποίηση, η μουσική, ο έρωτας, θα υπήρχαν χωρίς φαντασίωση; Η επανάσταση – η όποια επανάσταση- θα γινόταν χωρίς τη φαντασίωση της λευτεριάς και της δίκαιης ζωής; Κι ο θεός Απόλλωνας τί ήταν άραγε; Μήπως η φαντασίωση των ανθρώπων για τον ένθεο άνθρωπο, τον ενωμένο με τη μουσική, την ποίηση και την αρμονία;
Αυτά είναι για μένα η Ελλάδα, όχι τα αίματα ούτε η παραποιημένη ιστορία. Κι ο Λαός της δεν είναι Τίποτα. Είναι ένας μεγάλος Λαός, ο ελληνικός. Παράδειγμα Ήθους, Ανθρωπιάς, Αγωνιστικότητας, Δημιουργίας. Ένας Λαός αντρειωμένος, θεόμαχος, αναρχικός γι αυτό ανυπότακτος. Κι αυτός ο Λαός θα ξαναγίνει πάλι! Αρκεί να ξυπνήσει η παγωμένη μνήμη του και η αυτοπεποίθηση του.
(Εμπρός συντρόφοι, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα).
Όλα τα δώσαμε στους ξένους. Το αίμα μας, τις νίκες μας, τη γλώσσα μας, τις τέχνες μας, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία, την εθνική μας ανεξαρτησία. Τί άλλο θέλουν πια; Ας μας αφήσουν επιτέλους ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ.
Η προδοσία πάντα γινόταν από μέσα. Ο Εφιάλτης όμως είχε κακό τέλος. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν την κρυπτεία και τον σκότωσε.
Σήμερα ο Εφιάλτης διαφεντεύει τον τόπο. Λυμαίνεται το βιος μας και τους κόπους μας. Έχει δηλητηριάσει το μεδούλι μας.
Έτσι κι αλλιώς, «ο Εφιάλτης θα φανεί κι οι Μήδοι θα περάσουν». Οι …«Μήδοι» τώρα θέλουν τα υπέδαφος μας γι αυτό μας αφελληνίζουν για να μας διαμελίσουν.
Και τώρα εσείς, τάχα διανοούμενοι, τάχα προοδευτικοί, μπορείτε να με βαφτίσετε κι εμένα ακροδεξιά, ρατσίστρια, ρομαντική, μελό ή ότι άλλο σκεφτείτε. Παραποιείστε τα λόγια μου. Χειρουργήστε τα, να βρείτε τη «φασίζουσα νοοτροπία» ή ό,τι άλλο σας βολεύει. Γελάστε μαζί μου. Κοροϊδέψτε με. Δεν με πειράζει. Εγώ το δρόμο μου κι εσείς τη δουλειά σας.
Έτσι κι αλλιώς η Ιστορία θα κάνει τον κύκλο της κι όταν κλείσει θα ανοίξει ένας άλλος κύκλος. Αυτός που δεν θα σας περιλαμβάνει.
[Τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα].
Εγώ τότε δεν θα ζω αλλά θα ζει η σπορά μου. Όπως θα ζει κι η σπορά κάθε Έλληνα που σήμερα διδάσκει το παιδί του τί σημαίνει το «Λευτεριά ή Θάνατος».
Πηγή:
http://resaltomag.blogspot.com/2010/02/blog-post_07.html