του Παπά-Ηλία
Ο φίλος μου, ο παπα-Γιάννης, στην εκκλησία του χωριού του, δεν μιλάει μόνο για το αλλού και το άλλοτε. αλλά και για το εδώ και το τώρα. Και δίνει στο λόγο του κοινωνικές προεκτάσεις.
Όπως, συχνά, για παράδειγμα, αναφέρεται στην τωρινή, τραγική, για την πατρίδα μας, οικονομική συγκυρία.
Ο Θεός, είπε, μεταξύ άλλων, την Κυριακή «των δέκα λεπρών» (15-1-12), μας έφερε να ζήσουμε μέσα στο θαύμα και στο μυστήριο του σύμπαντος.
Κι εμείς-απειροελάχιστη σκόνη-αντί να τον ευγνωμονούμε και να τον ευχαριστούμε, του βγάζουμε τη γλώσσα μας. Και ούτε πολύ ούτε λίγο του λέμε: Δεν υπάρχεις!
Και βέβαια πολύ περισσότερο αμφισβητούμε τα περί ύπαρξης της ψυχής. Με όλα τα συνακόλουθα…
Θυμούμαστε όμως πού και πού το Θεό, όταν ενσκήψουν «σεισμοί, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί», όπως λέει και η σχετική εκκλησιαστική δέηση. Οπότε και τρέχουμε στις εκκλησιές…
Αλλά και πάλι πρόσκαιρα. Γιατί, μόλις παρέλθει ο κίνδυνος, επανερχόμαστε στην αποτελμάτωσή μας.
Το ίδιο συνέβη και με τους δέκα λεπρούς:
Εφόσον είχαν την υγεία τους, κλωθογύριζαν μέσα στο φαύλο κύκλο της καθημερινότητάς τους. Με τους εγωισμούς τους και τις ιδιοτελείς δοσοληψίες τους.
Όμως η επίσκεψη της φοβερής μάστιγας της λέπρας τους πέταξε στο περιθώριο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής.
Και τότε κατάλαβαν πως η μοναδική ευκαιρία και δυνατότητα θεραπείας τους ήταν το πέρασμα απ’ το χωριό τους του μυστηριώδους εκείνου θαυματουργού, που, όπως είχαν πληροφορηθεί, γιάτρευε κάθε αρρώστια. Ακόμη και το θάνατο.
Και δεν έπεσαν έξω…
Αλλά η θεραπεία τους, αντί να τους ανεβάσει ένα σκαλοπάτι παραπάνω, τους επανέφερε και πάλι στην αποτελμάτωση της καθημερινότητάς τους.
Εκτός από έναν. Που ένοιωσε την ανάγκη και την υποχρέωση, όταν κατάλαβε ότι είχε θεραπευθεί, να γυρίσει και να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του….
Όλοι οι άνθρωποι, συνέχισε ο παπα-Γιάννης, δέχονται τις ευεργεσίες του Θεού, αλλά λίγοι είναι εκείνοι, που εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους.
Και κάπως έτσι συμπεριφερόμαστε και οι περισσότεροι από μας.
Ο Θεός μας χάρισε την ωραιότερη και πλουσιότερη πατρίδα του κόσμου. Για να μπορούμε να ζούμε προκομμένοι και ευτυχισμένοι.
Αλλά ο διάβολος μας ζήλεψε και μας έστειλε την κατάρα της πράσινης κι γαλάζιας λέπρας του δικομματισμού. Η οποία εδώ και 38 χρόνια κατασπαράζει τις σάρκες της πατρίδας μας και τις δικές μας.
Και αποτέλεσμα της λέπρας αυτής και της συνεργασίας της με την πανούκλα-για να θυμηθούμε και τον Καμύ-του σιωνισμού και του ναζισμού ήταν να βρεθούμε στο σημερινό τραγικό αδιέξοδο.
Απ’ το οποίο μας σπρώχνουν ολοένα και περισσότερο, σαν τους λεπρούς, προς το κρεματόριο του Καιάδα.
Αλλά το πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία ακατανόητο είναι ότι -σε αντίθεση με τους δέκα λεπρούς, που εκλιπαρούσαν για τη θεραπεία τους- υπάρχουν Έλληνες, οι οποίοι φαίνεται να είναι ερωτευμένοι με τη λέπρα του δικομματισμού.
Και δεν θέλουν να καταλάβουν ότι ο έρωτάς τους με την κατάρα της λέπρας αυτής, είναι, ο έρωτας με την έσχατη προδοσία της πατρίδας.
Και αυτό περισσότερο απ’ όλους τους άλλους οφείλουν να το συνειδητοποιήσουν ιδιαίτερα κάποιοι, που θέλουν να λέγονται ορθόδοξοι χριστιανοί.
Οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, δεν είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά ορθόδοξοι προδότες.
Ή μήπως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ότι την ορθόδοξη πίστη και την ορθόδοξη προδοσία τις χωρίζει η άβυσσος αγεφύρωτης διαστροφής;….
Δε νομίζeτε, λοιπόν, κατέληξε ο παπα-Γιάννης, πως η ορθόδοξη πίστη μας επιβάλλει να εγκαταλείψουμε, εδώ και τώρα την κόλαση της λέπρας και της πανούκλας;
Όπως κάποτε κάποιοι άλλοι εγκατέλειψαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα!…..
παπα-Ηλίας