Του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη (φ. 81) που κυκλοφορεί στα περίπτερα
Να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις
Μια αδιάψευστη ένδειξη της κρίσης και της σαπίλας των ελληνικών ελίτ είναι η απουσία οποιασδήποτε πρωτοβουλίας για ενίσχυση της αλληλεγγύης και της συνοχής της κοινωνίας, από το σύνολο των πολιτικών, «πνευματικών» και οικονομικών ελίτ της χώρας.
Σήμερα, οι Έλληνες εφοπλιστές παραμένουν ακόμα ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου εμπορικού στόλου στον κόσμο, και οι ετήσιες παραγγελίες τους είναι πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια. Έλληνες επιχειρηματίες, τραπεζίτες, πολιτικοί και άλλοι χρυσοκάνθαροι διαθέτουν καταθέσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων στο εξωτερικό. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έχουν ένα σημαντικό ύψος καταθέσεων και σημαντικά περιουσιακά στοιχεία.
Αν όλοι οι Έλληνες, με πρωτοστάτες τους υπουργούς, τους βουλευτές, τους συνδέσμους των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, τους τραπεζίτες, τους κατασκευαστές, τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, «συνδικαλιστές» τύπου Παναγόπουλου, με αμοιβές δεκάδες χιλιάδες ευρώ τον μήνα, και μεγαλοδημοσιογράφους, εννοούσαν στα σοβαρά αυτό που λένε, ότι «όλοι θα πρέπει να συνεισφέρουμε για το ξεπέρασμα της κρίσης», θα είχαν ήδη ξεκινήσει μια εκστρατεία για ένα εσωτερικό ομολογιακό δάνειο, με χαμηλό επιτόκιο, για να δανείσουν το ελληνικό κράτος.
Αν οι ποικίλοι σύνδεσμοι των ομογενών, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, κινητοποιούνταν προς την ίδια κατεύθυνση, τότε άλλη θα ήταν σήμερα η κατάσταση της χώρας.
Θα μπορούσε να υπάρξει μια σοβαρή χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, και θα αποκτούσε νόημα η αδιάκοπη λογοδιάρροια περί «θυσιών» όλων των Ελλήνων […] και προπαντός, θα ενισχυόταν όντως η περιβόητη εθνική συνοχή και οι Έλληνες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ενωμένοι την κρίση.
Οι Έλληνες, κάποτε, διεξήγαγαν μεγάλους εθνικούς αγώνες, στηριγμένοι κατ’ εξοχήν στην οικονομική συμπαράσταση των συμπατριωτών τους. Οι Ζωσιμάδες, ο Βαρβάκης, ο Σίνας, ακόμα και ο Συγγρός, ο Αβέρωφ, μοναστήρια και μητροπολίτες, οι χιλιάδες των μικρών και μεγάλων ευεργετών, όλοι οι Έλληνες, στήριξαν την εκπαίδευση στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, χρηματοδότησαν τη Φιλική Εταιρεία και την Επανάσταση, ενίσχυσαν ακόμα και τον ελληνικό στόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους. Συχνά, αυτοί οι εθνικοί ευεργέτες ήταν στυγνοί καπιταλιστές, όπως ο Συγγρός. Και όμως, παράλληλα, ήταν διατεθειμένοι να ξοδέψουν απλόχερα για τις ανάγκες της πατρίδας, επιστρέφοντας έτσι ένα μέρος από αυτά που είχαν καρπωθεί.
Σήμερα, δεν βρέθηκε ούτε ένας –αριθμός ένας– πολιτικός, επιχειρηματίας, μεγαλοδημοσιογράφος, που να βάλει το χέρι στην τσέπη, δεν βρέθηκε ούτε ένας να κάνει έστω αυτό που έκαναν οι Ιταλοί καπιταλιστές.
Οι Έλληνες αντιμετωπίζουν την κρίση, ο καθένας μόνος του, και οι μόνες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης έρχονται από τα κάτω, από ομάδες πολιτών και από την Εκκλησία.
Και γι’ αυτή την κατάντια δεν ευθύνεται μόνο το «πνεύμα της εποχής», ο ατομικισμός, ο καταναλωτισμός, ευθύνονται, πριν απ’ όλα, όλοι εκείνοι που, εδώ και δεκαετίες, κάνουν ό,τι μπορούν για να διαλύσουν την αίσθηση του συνανήκειν των Ελλήνων, όλοι εκείνοι που πασχίζουν να αποδομήσουν την ιστορία μας, να κόψουν τις ρίζες μας, να μας μεταβάλουν σε μια αγέλη χωρίς ταυτότητα.
Αυτή η ηροστράτεια λογική, στην οποία πρωτοστάτησαν οι ψευδοπροοδευτικοί διανοούμενοι, έπαιξε τελικά το παιγνίδι των τραπεζιτών, των νεοφιλελεύθερων, της Μέρκελ.
Και έρχονται σήμερα να τα ζητήσουν όλα από τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους άνεργους, τους αγρότες, του μικρέμπορους, τους «μικρομεσαίους», με περικοπές, χαράτσια, φοροεπιδρομές, απολύσεις. Οι ίδιοι δεν είναι διατεθειμένοι να παραχωρήσουν τίποτε!
Ο περιβόητος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που κινδυνεύει να γίνει πιο αναξιόπιστος από όλους τους άλλους, ξέρει μόνο να διαμαρτύρεται επειδή τον κράζουν οι πολίτες.
Είναι καιρός, λοιπόν, να αναλάβει μια πρωτοβουλία, αν θέλει να μειωθεί η λαϊκή κατακραυγή εναντίον του. Να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη και υπεράνω υποψίας επιτροπή ελέγχου, που θα αναλάβει τη διαχείριση ενός ομολογιακού δανείου, στο οποίο, πρώτος αυτός, θα συνεισφέρει ένα σημαντικό ποσό, και αμέσως μετά από αυτόν, ο πρωθυπουργός, όλοι οι υπουργοί και οι βουλευτές, με ένα υποχρεωτικό μίνιμουμ συμμετοχής, που να ανέρχεται σε μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Αμέσως μετά, θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εφοπλιστές, οι βιομήχανοι, οι μεγαλέμποροι, οι κατασκευαστές, οι μεγαλοδημοσιογράφοι. Και μετά μπορούν να ακολουθήσουν όλοι οι Έλληνες πολίτες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι Έλληνες πρέπει να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και πρέπει να υποχρεώσουν τους υπεύθυνους να αναλάβουν τουλάχιστον ένα μέρος των βαρών.
Και επειδή το αυτί αυτών των παχυδέρμων δεν πρόκειται εύκολα να ιδρώσει, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα κίνημα καταγγελίας τους και προώθησης ενός τέτοιου δανείου, που θα τους υποχρεώσει να κινηθούν έστω και διά της βίας. Εν ανάγκη, την πρωτοβουλία θα έπρεπε και θα μπορούσαν να την πάρουν οι ίδιοι οι πολίτες.
Είναι καιρός, πέρα από τις καταγγελίες και την άρνηση πληρωμής των χαρατσιών, πέρα από τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στα θύματα της κρίσης, πέρα από την οργάνωση εναλλακτικών μορφών οικονομίας, να παρέμβουμε και στο ίδιο το ζήτημα του χρέους. Θα πρέπει να πάψουμε να αναζητούμε δανεικά από τους ξένους, αλλά να υποχρεώσουμε τους «ξένους» που βρίσκονται στον τόπο μας, αυτούς που μας οδήγησαν σε αυτή την άθλια κατάσταση, να συμβάλουν, επί τέλους, όχι μόνο στο ξεπέρασμα της κρίσης, αλλά και στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας την οποία διέλυσαν.
Κάτι τέτοιο εξ άλλου θα μείωνε κατά πολύ και τις δυνατότητες των ξένων, της Μέρκελ και του ΔΝΤ, να μας εκβιάζουν από δόση σε δόση, από μνημόνιο σε μνημόνιο, θα έδινε τη δυνατότητα στην ελληνική κοινωνία να τους αντιμετωπίσει με θάρρος και υπερηφάνεια.
Κάποιοι θα βρουν πολλά επιχειρήματα να αντιτάξουν, όπως το ποιον να εμπιστευτούμε για τη διαχείριση ενός τέτοιου δανείου κ.λπ.. Ωστόσο, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει…, δέκα μέρες κοσκινάει.
Το αίτημα του ομολογιακού δανείου, με βάση τις οικονομικές δυνατότητες και τις ευθύνες των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων, έπρεπε ήδη να αποτελεί βασικό αίτημα του κινήματος των αγανακτισμένων. Όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Είναι καιρός σήμερα να αρχίσουμε μια μεγάλη εκστρατεία για να το προωθήσουμε.
Γ.Κ.