Δεύτερη Άλωση και Σύληση της Του Θεού Αγίας Σοφίας, από τους βαρβάρους. Η απόγεια ιεροσυλία….
Τιμής, ευλάβειας και αγανάκτησης ένεκεν.
Επιμέλεια Αντώνη Αντωνά
Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε,
ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
ἵνα κράζω σοί,
Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
….να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε…. τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε..
«Εμείς -μάνα μ’ – δε θέλουμε τζαμιά, χοτζάδες να λαλούνε,
μον’ θέλουμε τ’ Αγιά-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι…»
«Θεγέ μου να ξημέρωνεν, μια μέρα με τον ήλιον…να πάρω γω την π’ αγαπώ, τζ’η Πόλη το Βασίλειον…»
Τιμητικά αποσπάσματα…
Έγια μόλα, έγια λέσα, φύσηξε βορηά,
σπρώξε κύμα το καράβι, βόηθα Παναγιά.
Στην Αγιά Σοφιά να πάμε, έγια μόλα για,
για να πάρουμε του Τούρκου τα χρυσά κλειδιά.
Να καθίσουμε τη σκλάβα πάλι στο θρονί,
να την προσκυνήσει ο κόσμος ρήγισσα τρανή.
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, πατρίδα μου χαμένη,
Βασίλισσα των πόλεων χιλιοτραγουδισμένη.
Είσαι στον κόσμο ξακουστή από την ομορφιά σου,
για του Βοσπόρου τα νερά και την Αγιά Σοφιά σου.
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, πατρίδα μου χαμένη,
η θύμησή σου στην καρδιά νοσταλγικά μου μένει.
Κι’ όσο κι αν είμαι μακριά απ’ τ’άγια χώματά σου,
ο λογισμός μου βρίσκεται παντοτινά κοντά σου.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ‘πουράνια,
Σημαίνει κ’ η Aγιά Σοφιά, το Mέγα Mοναστήρι.
Mε τετρακόσια σήμαντρα, κ’ εξηνταδυό καμπάνες
Kάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος,
Nα ‘μπουνε ‘ς το Xερουβικό και νάβγη ο Bασιλέας.
Περιστερά ‘ κατέβηκεν από τα μεσ’ ουράνια.
– “Πάψετε το Xερουβικό, κι’ ας χαμηλώσουν τ’ Άγια!
” Παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβυστήτε,
” Γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλι να τουρκέψη.
” Mον’ στείλτε λόγο ‘ς τη Φραγκιά ν’ άρθουνε τρία καράβια,
” Tόνα να πάρη το Σταυρό, και τ’ άλλο το Bαγγέλιο,
” Tο τρίτο το καλήτερο την Άγια Tράπεζά μας,
” Mη μας την πάρουν τα σκυλλιά και μας τη μαγαρίσουν”
H Δέσποινα εταράχτηκε, κ’ εδάκρυσαν η ‘κόνες.
– “Σώπασε Kυρά Δέσποινα, και σεις ‘Kόνες μην κλαίτε·
” Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά σας είναι”.
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην·
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης·
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε – ὀϊμένανε! – γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!
Ἐκείνη ἡ μέρα ἡ σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη
τῆς τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴ μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸ σφόνδυλα ὅλα ἁλυσοδεμένα
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν.
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας·
[…]
νὰ πᾶτε ὅλοι κατ᾿ ἐχθρῶν, κατὰ τῶν Μουσουλμάνων,
καὶ δεῦτε εἰς ἐκδίκησιν, τρέχετε μὴ σταθῆτε,
τὸν Μαχουμέτην σφάξετε, μηδὲν ἀναμελεῖτε,
τὴν πίστιν των τὴν σκυλικὴν νὰ τὴν λακτοπατῆτε.
[…]
ὤ, Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην ὁποῦ ῾χες,
καὶ τί νὰ λέγω, οὐκ ἠμπορῶ, καὶ τί νὰ γράφω οὐκ οἶδα,
σκοτίζει μου τὸ λογισμὸν ὁ χαλασμὸς τῆς πόλης.
Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ ποὺ λένε τὰ γραμμένα
τὅνα σκοτώθηκε, τ᾿ ἄλλο λαβώθηκε δὲ γύρισε κανένα.
Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.
Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ δυὸ πετροχελιδόνια,
μὰ κεῖ ἐμμείνανε κι ὄνειρο γίνανε σὲ δακρυσμένα χρόνια.
Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα ‘αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια°
το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
“Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι”.
Έπαψ’ ευθύς η λειτουργιά, σωπάσαν οι ψαλτάδες ,
η εκκλησιά αναστέναξε, σβηστήκαν τα καντήλια,
οι ‘κόνες άρχισαν να κλαιν, να χύνουν μαύρα δάκρυα.
Κι ο βασιλιάς μετάλαβε με το φουσάτο τον όλο,
και στ’ άλογο τον ρίχτηκε και πάει να πολεμήσει,
λέγοντας προς την Παναγιά και τους Αγίους όλους:
– Σώπασε κυρά Δέσποινα, και σεις Άγιοι μην κλαίτε
πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας θα’ ναι.
Και τη στιγμή που ο βασιλιάς από τη θήρα βγήκε,
ένας πανέμορφος παπάς στα χέρια τον κρατώντας
την Κοινωνιά και το Σταυρό και το Ιερό Βαγγέλιο,
έβγαλε μιαν οργιά φτερά και σαν αητός υψώθη
και πέταξε στους ουρανούς από ‘να παραθύρι,
για να μην πέσουν στης Τουρκιάς τ’ αντίχριστα τα χέρια.
Ο Βασιλεάς ο Βασιλεάς, παργοριάν ‘κι παίρνε.
Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν
τσοι Τούρκους κρούγνε’ς σο σπαθίν,
τσοι Τούρκους ‘ς σο κοντάριν,
τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες,
τσακώθεν το σπαθίν ατού, κι εσκίγεν το κοντάριν.
Όντεν εκαλοτέρεσεν, απεσ’ τσοι Τούρκς επέμνεν
κι όντεν εκαλοτέρεσεν και μοναχός επέμνεν.
Κι ατοίν ατόναν έθαψα’ς σο χλοερόν τιουσ’ έκιν.
“Έπαρ’ υιέ μ’ την σπάθην σου, τ’ Ελλένικον κοντάρι σ’
δεβ’ ατουνούς, σκόρπισον ατ’ς σαν άνεμος τα φύλλα”
Χίλιους έκοψα την πιρνήν, χίλιους το μεσημέριν,
μα ο Θός έστεσεν την βροχήν και βρέχει Τουρκοπούλεα,
ο Θεός έστεσεν την βροντήν, βροντούν τα εγκλησίας.
Ντ’ εποίκαμεν σε νε Θεέ, ‘ς σο αίμαν βουτεμένοι!
Σεράντα χρόνια χτίσκουνταν του Έλλενου το καστρον
κι ατώρα να χαλάεται με το βαρύν την σπάθην!
Εκεί πουλλία κελαηδούν με φλιβερόν λαλίαν,
εκεί Έλλενοι απέθεναν, μύρεα παλληκάρεα!
Τρία καρά – κρουσταλλένια μου,
τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,
που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας,
κλαίει κι αναστενάζει.
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
-“Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Αντώνης Αντωνάς – Συγγραφέας
www.ledrastory.com
cyprushellenica.blogspot.com