Η αναφορά σε ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο απηχεί ένα ενδεχόμενο που μπορεί να επέλθει ανά πάσα στιγμή και δεν αποτυπώνει ένα απαραιτήτως μακρινό σενάριο, δεδομένου ότι η Τουρκία θέτει επισήμως και κλιμακούμενα θέμα αναθεώρησης των συνθηκών που διέπουν τη σχέση των δυο χωρών.
Το σημερινό πλαίσιο που διαμορφώνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δη την τουρκική στρατηγική, αποτυπώνεται στο γεγονός πως η Τουρκία έχει ήδη διεξαγάγει χωρίς κόστος επιθετικές και παράνομες κινήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ, παράλληλα δε έπληξε καίρια το κουρδικό στοιχείο στη Συρία και ταυτοχρόνως προχώρησε σε επιθετικές ενέργειες που θέτουν δυνάμει υπό τον έλεγχο της ένα μέρος της Λιβύης. Τούτων δεδομένων αισθάνεται τη σιγουριά να είναι σε θέση να προχωρεί ανεμπόδιστη στην ευρύτερη περιοχή, υλοποιώντας το εκπεφρασμένο πλέον τουρκικό σχέδιο αναγέννησης του οθωμανικού ιμπέριουμ υπό σύγχρονη μορφή, δηλαδή σε συνθήκες του 21ου αιώνα.
Τα εν εξελίξει γεγονότα υποχρεώνουν τις δυνάμεις της περιοχής, και ιδιαιτέρως την Αθήνα, να προετοιμάσουν συνθήκες και σενάρια αποτελεσματικής αντιμετώπισης ενός επερχόμενου θερμού επεισοδίου. Αυτό δεν σημαίνει για την Αθήνα επ’ ουδενί μιαν αμυντική στάση περιχαράκωσης, αλλά συνιστά, πέραν των επιβεβλημένων διπλωματικών κινήσεων, την ανάπτυξη τακτικών ενεργειών που να είναι σε θέση να υπερβούν το ίδιο το επεισόδιο και να οικοδομήσουν συνθήκες αποτελεσματικής ανταπόδοσης σε όλα τα επίπεδα της συνοριακής γραμμής των δυο χωρών.
Ως προς το ενδεχόμενο παρέμβασης τρίτων δυνάμεων, η ελληνοτουρκική διένεξη, όπως αποτυπώνεται στις σημερινές περιφερειακές και κυρίως διεθνείς συνθήκες, δεν αφήνει περιθώρια θέλησης ή και ικανότητας για αποτελεσματική παρέμβαση, αφενός της Ουάσιγκτον, ενώ η Μόσχα αφετέρου είναι πρόδηλο πως περιορίζεται στο να παρακολουθεί και σαφώς να μην παρεμβαίνει στη διαγραφόμενη σύγκρουση δυο χωρών μελών του ΝΑΤΟ, προσδοκώντας σε διάσπαση της συμμαχίας ή σε πλήγμα στην αξιοπιστία τούτης.
Οι ΗΠΑ σήμερα δεν μπορούν να παρέμβουν σε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, διότι η θέση και ο ρόλος τους στην περιοχή δεν αποτυπώνουν ικανότητα παρέμβασης και δη ελέγχου του τουρκικού παράγοντα, καθώς οι συνθήκες έχουν αλλάξει με την Τουρκία να έχει γεωστρατηγικά αυτονομηθεί, πράγμα που σημαίνει πως δεν υπάρχει περίπτωση να επηρεαστεί η στρατηγική της από υποδείξεις της Ουάσιγκτον, όπως συνέβη στο παρελθόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το 1964 και την καθοριστική παρέμβαση του Αμερικανού τότε Προέδρου Λίντον Τζόνσον, αλλά και τα Ίμια στη δεκαετία του 1990, ανεξαρτήτως του ότι στην περίπτωση των Ιμίων, η παρεμβατική λειτουργία των ΗΠΑ απέβη εν τέλει εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Η ρωσική περίπτωση, αντιθέτως, των σημερινών δεδομένων, παρουσιάζεται εν τίνι βαθμό κρίσιμη για την Ελλάδα, καθώς η Μόσχα ελέγχει τη Συρία που προβάλλει ως αποφασιστικός παράγοντας των εξελίξεων στην περιοχή, δεδομένου πως το καθεστώς Άσαντ τηρεί στάση αναμονής εν όψει του ενδεχομένου ανακατάληψης των κατεχομένων από την Τουρκία συριακών εδαφών, συνθήκη που παραπέμπει σε μια ανά πάσα στιγμή αναζωπύρωση του μετώπου Συρίας – Τουρκίας, όπερ αναπόδραστα θα προκαλέσει και ρωσική εμπλοκή.
Πέραν τούτων, η υφιστάμενη επιρροή της Μόσχας στον εν εξελίξει εμφύλιο της Λιβύης έρχεται σε αντίθεση με την Άγκυρα, διότι η Ρωσία, όχι μόνο δεν επιθυμεί να επιτρέψει στην Τουρκία να γιγαντωθεί ως παρουσία στον χώρο, αλλά και γιατί προβάλλει και η ιδία στρατηγικές βλέψεις στην περιοχή. Η ρωσική εξωτερική πολιτική προδήλως αναγιγνώσκει σωστά την Τουρκία, συνειδητοποιώντας τον τουρκικό διεισδυτικό και διαβρωτικό δυνάμει ρόλο στον ευρύτερο χώρο, λαμβάνει δε υπόψη το ιστορικά τεκμηριωμένο γεγονός πως η Τουρκία όσο κερδίζει σε βηματισμούς στη περιοχή αναπτύσσει προϋποθέσεις και συνθήκες περαιτέρω επιθετικής προέλασης, καθιστάμενη κατά τα ανωτέρω ανεξέλεγκτη.
Το δεδομένο αυτό δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει η αμερικανική εξωτερική πολιτική να το κατανοήσει, καθώς η Τουρκία παραδοσιακά ασκεί επιρροή στις δομές εξουσίας των ΗΠΑ, όπερ και δεν επιτρέπει πάντα στην ασκούμενη αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή να αντιστοιχεί προς τα καλώς νοούμενα αμερικανικά συμφέροντα.
Κατόπιν των ανωτέρω καθίσταται σαφές πως η Ρωσία σήμερα διαδραματίζει ενεργό ρόλο καθορισμού των εξελίξεων στα δυο ανοιχτά για την Άγκυρα μέτωπα, που επηρεάζουν την αποδυνάμωση ή τη γιγάντωση της τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο.
Σε ό,τι αφορά την Αθήνα και την εμπέδωση των διπλωματικών σχέσεων με μεγάλες δυνάμεις, όπως η Μόσχα, η ελληνική διπλωματία δυστυχώς «πέτυχε» το αδιανόητο με τη Συμφωνία των Πρεσπών και τα συμπαρομαρτούντα που έλαβαν χώραν τότε, να τραυματιστούν καίρια οι σχέσεις Αθήνας – Μόσχας, πράγμα που υποχρεώνει τη σημερινή ελληνική Κυβέρνηση, των συνθηκών δεδομένων, να επιχειρήσει μια a posteriori αποκατάσταση των σχέσεων των δυο χωρών, σε βαθμό που να είναι επωφελείς για την Ελλάδα.
Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο