Πλήθος αντιδράσεων συγκέντρωσαν με την πρώτη εμφάνισή τους οι δύο ευρεσιτεχνίες
Από τον Ελευθέριο Σκιαδά
«δημοκρατία»
Υπάρχουν συνήθειες της καθημερινότητάς μας που δεν γνωρίζουμε πότε και πώς καθιερώθηκαν. Oπως είναι το καλαμάκι με το οποίο απολαμβάνουμε το αναψυκτικό ή τον καφέ μας και το ξυλάκι των παγωτών. Κάποτε δεν ήταν τόσο κοινά και διαδεδομένα. Το καλαμάκι μάς ήρθε από την Ευρώπη και πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1888, ως καινοτομία αριστοκρατικής χρήσης. Εισήχθη σε ένα από τα πλέον γνωστά καφενεία της εποχής, το περίφημο «Καφενείο του Γιαννάκη» στο Σύνταγμα, το οποίο συγκέντρωνε τον πιο εκλεκτό και… ζωηρό κόσμο της εποχής.
Η είδηση που αναγραφόταν στις εφημερίδες ανέφερε: «Νέα προσετέθη απόλαυσις περί της οποίας ομιλούσιν ενθουσιωδώς οι πολυπληθείς πελάται του ζαχαροπλαστείου». Η νέα απόλαυση, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, «συνίσταται εις μικρά εξ αχύρου σωληνάρια, διά των οποίων ροφάτε το σιρόπι σας ή το παγωτόν σας, ήσυχα-ήσυχα, διά τρόπου, όστις, ενώ προξενεί ευχαρίστησιν, συντελεί τα μέγιστα και εις την υγείαν»! Τα πρώτα καλαμάκια ήταν αχυρένια εξωτερικά και είχαν εσωτερικά πεπιεσμένο χαρτί.
Αλλο πάλι δημοσίευμα ήθελε τα καλαμάκια να είναι «ένας διασκεδαστικότατος, καινοτρόπος και τερψιλαρύγγιος ναργιλές»! Οι σχετικές διαφημίσεις πλημμύρισαν με κόσμο τα καθίσματα του «Γιαννάκη», οπότε σημειώθηκαν και οι απαραίτητες σε τέτοιες περιπτώσεις αντιδράσεις. Ξεφύτρωσαν εχθροί του νεωτερισμού φωνάζοντας και διαμαρτυρόμενοι ότι «τα καλαμάκια διαφθείρουσι το φρόνημα και δεν αρμόζουν εις τους απογόνους του Μιλτιάδου και του Κανάρη»!
Οι συζητήσεις διαδέχθηκαν η μία την άλλη, η Αστυνομία κλήθηκε να απαγορεύσει τον νεωτερισμό, ενώ δεν έλειψαν και οι αναφορές στις συνήθειες του Παρισιού και του Λονδίνου. Μέχρι επερώτηση στη Βουλή ετοιμάστηκε. Σιγά σιγά τα καλαμάκια απέβαλαν το εξωτερικό αχυρένιο περίβλημά τους και κατέβηκαν από τον αριστοκρατικό θώκο τους, για να φτάσουν στις ημέρες μας πλαστικά και πάμφθηνα.
Οσο για το αγαπημένο σε παιδιά και μεγάλους ξυλάκι των παγωτών προκάλεσε αντιδράσεις όταν πρωτοεμφανίστηκε. Μέχρι και αντικείμενο δίκης έγινε το 1933, διότι μία από τις πιο γνωστές ελληνικές εταιρίες παγωτών, η οποία είχε φροντίσει να πάρει και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, μήνυσε τους άλλους παγωτοποιούς, επειδή χρησιμοποιούσαν και εκείνοι το ξυλάκι. Η εταιρία ζητούσε να απαγορευτεί η χρήση του από κάθε άλλον.
Οι αντίδικοι υποστήριζαν ότι το δικαίωμα της εταιρίας ήταν αστήρικτο, αφού για πολλά χρόνια το ξυλάκι χρησιμοποιούσαν οι στραγαλατζήδες στα γνωστά ζαχαρωτά κοκοράκια. Στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών όπου εκδικαζόταν η υπόθεση παρευρέθηκαν και οι παγωτοποιοί, δηλαδή οι εκπρόσωποι των εταιρειών που έφτιαχναν παγωτά, όπως ο «Χελμός», τα «Βαλκάνια» κ.ά. Είχαν προσέλθει «οπλισμένοι» με ιστορικά στοιχεία. Οπως ήταν ευνόητο, η δίκη προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον του κοινού, ενώ τα καλαμπούρια έρρευσαν άφθονα κατά τη διάρκεια της δίκης, δροσίζοντας το πολυπληθές ακροατήριο.
Τα ζαχαρένια κοκοράκια του μπαρμπα-Θανάση
«Ανθρωποι απελέκητοι έδωκαν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε πελεκημένο ξύλο» είπε ένας από τους συνηγόρους, καταπολεμώντας την ευρεσιτεχνία, ενώ το ενδιαφέρον τράβηξε ένα ξυλάκι με κοκοράκι που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, όμοιο και απαράλλαχτο με εκείνο της εταιρείας παγωτών. Αποκαλύφθηκε δε πως εφευρέτης ήταν κάποιος μπαρμπα-Θανάσης από το Καρπενήσι, ο οποίος πρώτος είχε χρησιμοποιήσει ξυλάκι για να προσφέρει τα ζαχαρένια κοκοράκια του. Μάλιστα και οι δικαστές παραδέχθηκαν πως τα θυμούνταν. Αλλος δε υποστήριξε πως στην Αμερική ήταν από πολλών ετών γνωστά τα «άις κριμ» με ξυλάκι.
Παράλληλα, προέκυπτε κοινωνικό ζήτημα αφού εάν δικαιωνόταν η εταιρία θα έμεναν άνεργοι περισσότεροι από 2.000 επαγγελματίες που πωλούσαν παγωτά. Η κατηγορία ανατράπηκε, οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, τα κοκοράκια καταναλώθηκαν και το ξυλάκι συνεχίζει ελεύθερα τη διαδρομή του στον κόσμο του παγωτού. Λίγα χρόνια αργότερα νέες συζητήσεις ξέσπασαν όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι οι εταιρείες μάζευαν και ξαναχρησιμοποιούσαν τα ξυλάκια των παγωτών.