Βαρύνουσα στην περίπτωση της Μεσσήνης είναι η κοινωνική διάσταση του μνημειακού συνόλου της, η παιδευτική αξία, η συμβολική και η αναπτυξιακή, με δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας- Το 155 μ.Χ., που ο Παυσανίας επισκέπτεται τη Μεσσήνη, η πόλη εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Θετικό στην περίπτωση της Αρχαίας Μεσσήνης είναι οπωσδήποτε το γεγονός ότι υλικά κατάλοιπα διαφόρων περιόδων συνυπάρχουν αρμονικά το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς να δημιουργούν σύγχυση στον θεατή. Η εικόνα που παρουσίαζε ο ευρύτερος χώρος της τειχισμένης πόλης στην αρχαιότητα και στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας δεν διέφερε ουσιαστικά από τη σημερινή όψη του αρχαιολογικού πάρκου, με τα οικοδομήματα πολιτικού και λατρευτικού χαρακτήρα να δεσπόζουν ανάμεσα σε σύγχρονους ελαιώνες, αμπελώνες και αγρούς.
Aπό τις αρχές του 4ου αιώνα μ.X. και εξής η Μεσσήνη αδυνατεί να συγκρατήσει την προϊούσα φθορά των κολοσσιαίων δημόσιων οικοδομημάτων και των ιερών της, που εγκαταλείπονται σταδιακά στην τύχη τους. Σύμφωνα, πάντως, με τον Λιβάνιο (314-393 μ.X.), σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Mεσσήνη, έβρισκε ακόμη κανείς άνδρες ευγενικής καταγωγής και εραστές των Mουσών.
Χάρη στις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρίας από το 1986 έως σήμερα, και κυρίως τις αναστηλώσεις, η αρχαία Μεσσήνη, τραυματισμένη από τα στοιχεία της φύσης και τα χέρια ανθρώπων μεταλλοκυνηγών και σκεπασμένη κάτω από επιχώσεις πολλών μέτρων, ξαναβλέπει το φως, ζει μια δεύτερη ζωή στον σύγχρονο κόσμο. Δέχεται χιλιάδες επισκεπτών που, μεταξύ άλλων, απολαμβάνουν επιλεγμένα θεάματα και ακούσματα μέσα στα αρχαία οικοδομήματα θέασης και ακρόασης. Το στοιχείο της εξέλιξης, του γίγνεσθαι και όχι του παγιωμένου αρχαιολογικού χώρου που χαρακτηρίζει την αρχαία Μεσσήνη, αναδεικνύεται εναργέστερα μέσω των εικόνων και όχι του λόγου. Πίσω από τις εικόνες βρίσκονται οι σταθεροί και άξιοι συνεργάτες μου, οι αρχαιολόγοι, οι έμπειροι συντηρητές και το ολιγάριθμο αλλά ικανότατο και αφοσιωμένο εργατοτεχνικό προσωπικό, που απαρτίζεται αποκλειστικά από Μεσσήνιους.
Βαρύνουσα στην περίπτωση της Μεσσήνης είναι ακόμη η κοινωνική διάσταση του μνημειακού συνόλου της, η παιδευτική αξία, η συμβολική και η αναπτυξιακή με δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας. Στο κέντρο των στόχων μας σε σχέση με την έννοια της ορθής λειτουργίας του αρχαιολογικού χώρου περιλαμβάνεται η κοινωνική διαδραστικότητα, η αμφίρροπη σχέση κοινού και μνημείων.
Ενδοξες ημέρες όπως αυτές που βιώνει ο αρχαιολογικός χώρος σήμερα δεν είχε αντικρίσει ούτε την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, όταν τελούνταν εκεί οι γυμνικοί αγώνες κατά τη διάρκεια της μεγάλης γιορτής των Ιθωμαίων και η μεσσηνιακή κοινωνία συνέρρεε από όλα τα σημεία της επικράτειας να καμαρώσει τη νεολαία της χώρας να αγωνίζεται στον δρόμο, το άλμα, τον δίσκο, το ακόντιο, την πάλη, την πυγμή, το παγκράτιο και το πένταθλο.
Η Pax Romana είχε αναδείξει τη Μεσσήνη σε πόλη υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου. Διατήρησε το μέγεθος και την πολεοδομική μορφή της έως τα τέλη περίπου του 4ου αιώνα μ.Χ. Η παραλία της Kυπαρισσίας αντίκριζε τις γνώριμες ανέκαθεν δυτικές θάλασσες και τις πόλεις της Ιταλίας, με τις οποίες διατηρούσαν οι Μεσσήνιοι ισχυρούς φιλικούς, πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς.
Στα χρόνια του Αντωνίνου Ευσεβούς (το 155 μ.Χ.), που ο Παυσανίας επισκέπτεται τη Μεσσήνη, η πόλη εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής, σημείο αναφοράς για ολόκληρη τη μεσσηνιακή επικράτεια. O περιηγητής μας, απόλυτα αφοσιωμένος στην παλαιά θρησκεία, χωρίς «ενοχλήσεις από δογματικές αμφιβολίες και παγερά αδιάφορος για την πίστη των Xριστιανών», μπορούσε ακόμη να θαυμάσει τα λατρευτικά ή ιστορικού χαρακτήρα αγάλματα του μεγάλου Mεσσήνιου γλύπτη του 2ου αι. π.X. Δαμοφώντα, που κοσμούσαν όχι μόνο το Aσκληπιείο, αλλά και τους ναούς του Διός Σωτήρος, της Mητέρας των Θεών και της Aρτέμιδας Λαφρίας στην αγορά και σε άλλες θέσεις της πόλης.
Στη διάρκεια του 4ου αιώνα μ.Χ., η Μεσσήνη δεν είχε πλέον τη δύναμη να σταματήσει τη σταδιακή κατάρρευση των δημόσιων οικοδομημάτων και των ιερών που εγκαταλείφθηκαν αναγκαστικά στην τύχη τους. Στις πρώτες απώλειες συγκαταλέγεται το Θέατρο, που άρχισε να χρησιμοποιείται ως λατομείο ήδη από τα χρόνια του Διοκλητιανού.
Η τελική πάντως κατάρρευση της πόλης και η φυγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού συντελέστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., σύμφωνα με τη μαρτυρία της κεραμικής και των νομισμάτων που βρέθηκαν στα στρώματα της καταστροφής. Ωστόσο, από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ. ένας νέος οικισμός κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή του Ασκληπιείου και απλώνεται σταδιακά έως την περιοχή του Θεάτρου, όπου τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν συνέχεια ζωής έως τον 14ο και τις αρχές του 15ου αιώνα. Τα σκολιά δρομάκια και τα ταπεινά σπίτια αυτού του οικισμού αγνοούν παντελώς τον αρχικό ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό της πόλης. Κέντρο της δημόσιας ζωής και της νέας πίστης αποτελούν τώρα οι πρωτοβυζαντινές Βασιλικές, η σημαντικότερη από τις οποίες έχει έλθει στο φως νοτιοανατολικά του Θεάτρου.
Το Θέατρο συνέχισε να χρησιμοποιείται ως λατομείο από τον 4ο έως τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ενα ασβεστοκάμινο κατασκευάστηκε σε επαφή με τον ανατολικό αναλημματικό τοίχο του κοίλου. Κατά μήκος του ίδιου αναλήμματος του κοίλου αποκαλύφθηκαν επτά ταπεινά δωμάτια που είχαν χρησιμοποιηθεί ως κατοικίες και εργαστήρια σε σχέση με το ασβεστοκάμινο.
Δυτικά του Θεάτρου, κατά μήκος ενός στενού δρόμου, ήλθε στο φως μια σειρά δωματίων ενός σημαντικού οικοδομικού συγκροτήματος της ύστερης ρωμαιοκρατίας (3ου – 4ου αιώνα μ.Χ.). Εχουν κατασκευασθεί πάνω στα κατάλοιπα προγενέστερων φάσεων της ύστερης Ελληνιστικής και της πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου. Το ψηφιδωτό δάπεδο μιας μεγάλης αίθουσας φέρει στο κέντρο μετάλλιο με την επιγραφή Παράμονος Αναγνώστης εποίησε. Το ψηφιδωτό δάπεδο της αίθουσας, που βρίσκεται βόρεια της προηγούμενης, φέρει μεταξύ άλλων την επιγραφή: Θεόδουλος επίσκοπος ποιεί. Η σαφής σχετικά δήλωση των εκκλησιαστικών ιδιοτήτων των δύο κτητόρων (του αναγνώστη Παράμονου και του επισκόπου Θεόδουλου), η πολυτέλεια και το μέγεθος του κτίσματος παραπέμπουν σε δημόσια χρήση. Η αρχιτεκτονική μορφή δεν δηλώνει ευθέως την ταυτότητα του κτιρίου ως χώρου εκκλησιασμού ή κατοικίας επισκόπου. Στην πρώιμη πάντως περίοδο οι δύο αυτές χρήσεις μπορεί να ταυτίζονται. Ενδέχεται τελικά να έχουμε έναν παλαιοχριστιανικό ευκτήριο οίκο, μια κατ’ οίκον εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, πριν από την καθιέρωση των γνωστών εκκλησιαστικών αρχιτεκτονικών τύπων που εμφανίζονται από το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και εξής.
Σε μικρή απόσταση νότια του Θεάτρου βρίσκεται το ιερό της Ισιδας και του Σέραπη, που αναφέρει ο Παυσανίας. Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα που ήλθε στο φως στο βόρειο τμήμα του Ισείου είναι αυτοτελές, καταλαμβάνει μικρό σχετικά τμήμα του συνολικού χώρου του ιερού της Αιγύπτιας θεάς και χρονολογείται στην τελευταία φάση λειτουργίας του, αυτή του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα μ.Χ.
Η ανίδρυση της μεγάλης πρωτοχριστιανικής Βασιλικής που βρίσκεται νοτιοδυτικά του Θεάτρου χρονολογείται στον πρώιμο έκτο αιώνα, σύμφωνα με τη μαρτυρία θησαυρού χάλκινων νομισμάτων του πρώιμου έκτου αιώνα που αποκαλύφθηκαν σε πλευρικό δωμάτιο, το οποίο λειτουργούσε ως χώρος κατήχησης. Τα πλευρικά κλίτη χρησιμοποιήθηκαν για ενταφιασμούς κατά τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής και της Βυζαντινής περιόδου. Η λατρεία κατά τον 13ο αιώνα περιορίστηκε σε παρεκκλήσι που κτίστηκε πρόχειρα στο ανατολικό πέρας του νότιου κλίτους. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός ύστερου ελληνιστικού κυκλικού κτίσματος, ενός μονόπτερου με δωρική κιονοστοιχία, ήλθε στο φως κάτω από τα θεμέλια της Βασιλικής. Γύρω από τον μονόπτερο, σε ελαφρώς υπερυψωμένο επίπεδο, δημιουργήθηκε στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια πλατεία στρωμένη με ψηφιδωτά, όπου εντάσσεται και ζώνη με μορφές από τη χαμένη κωμωδία του Μενάνδρου που έφερε τον τίτλο Μεσσηνία, σύμφωνα με τα ψηφοθετημένα ονόματα των μορφών (η Μεσσήνια γυναίκα, ο αγωγιάτης Αττικός, ο όνος, ο δούλος Ζώσιμος). Μια αστική έπαυλη των ρωμαϊκών χρόνων βρίσκεται στα ανατολικά του Ασκληπιείου. Δύο μεγάλες αίθουσές της ξεχωρίζουν όχι μόνο με το μέγεθός τους αλλά και με την πολυτέλεια της κατασκευής. Τάσεις επίδειξης για λόγους κοινωνικής προβολής είναι εμφανείς στις ποικίλες αρχιτεκτονικές μορφές που επιλέγουν για τα ταφικά τους μνημεία οι οικογένειες της μεσσηνιακής ελίτ. Μια ολόκληρη σειρά από αυτά είχαν κατασκευαστεί στα ελληνιστικά χρόνια πίσω από τη δυτική στοά του Γυμνασίου, κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην Παλαίστρα.
Η αρχαία πόλη αποκαλύπτεται συνεχώς και εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, καθώς εμφανίζεται κάθε μέρα με μια νέα, όλο και πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Τα περισσότερα μνημεία δημιουργήθηκαν από το μηδέν, η μορφή τους ανασυγκροτήθηκε μέσα από λιθοσωρούς και προσφέρουν μοναδική εμπειρία γνωριμίας με τον ιστορικό της πλούτο, σε μια εκπληκτική ατμόσφαιρα φυσικού κάλλους, στις νότιες πλαγιές του όρους της Ιθώμης.
ΠΕΤΡΟΣ Θέμελης
Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, πρόεδρος Εταιρίας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών
«κυριακάτικη δημοκρατία»