Το Βασίλειο της Ιταλίας (ιταλικά: Regno d’Italia; γαλλικά: Royaume d’Italie) ήταν κράτος-δορυφόρος της Γαλλίας που ιδρύθηκε στη Βόρεια Ιταλία από τον Ναπολέοντα, πλήρως υπό την επιρροή των Γαλλικών Ναπολεόντειων εκστρατειών στην Ιταλία, που κατέληξαν με την ήττα και πτώση του Ναπολέοντα. Σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του κυβερνιόταν από τον θετό γιο του Ναπολέοντα Εζέν ντε Μποαρνέ, που εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα.
Το Βασίλειο της Ιταλίας ιδρύθηκε στις 17 Μαρτίου 1805, όταν η Ιταλική Δημοκρατία της οποίας πρόεδρος ήταν ο Ναπολέοντας, έγινε Βασίλειο της Ιταλίας, με τον Ναπολέοντα να στέφεται ως Ναπολέων Α΄ Βασιλιάς της Ιταλίας, και ο 24χρονος θετός του γιος Εζέν ντε Μποαρνέ αντιβασιλέας του. Ο Ναπολέων στέφθηκε με το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας στον Καθεδρικό του Μιλάνου στις 26 Μαΐου. Ο τίτλος του ήταν «Αυτοκράτορας των Γάλλων και Βασιλιάς της Ιταλίας» (γαλλικά: Empereur des Français et Roi d’Italie), δείχνοντας την σπουδαιότητα που είχε για αυτόν αυτό το Ιταλικό Βασίλειο.
Παρόλο που το Σύνταγμα της προηγηθείσας Δημοκρατίας δεν καταργήθηκε ποτέ επίσημα, μια σειρά από Συνταγματικές Νομοθεσίες το άλλαξαν πλήρως. Η πρώτη διατυπώθηκε δύο μέρες μετά τη γέννηση του Βασιλείου, στις 19 Μαρτίου, όταν η Γερουσία ανακήρυξε τον Ναπολέοντα βασιλιά, και ότι οι γιοι του θα τον διαδεχόταν, ακόμα κι αν το Γαλλικό και Ιταλικό στέμμα έπρεπε να διαχωριστούν μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα. Η δεύτερη Συνταγματική Νομοθεσία ρύθμιζε την αντιβασιλεία, τους Μεγάλους Αξιωματούχους του Βασιλείου, και τους όρκους.
Η πιο σημαντική ήταν η τρίτη, στις 5 Ιουνίου, όντας το πραγματικό Σύνταγμα του Βασιλείου: ο Ναπολέοντας ήταν ο αρχηγός του Κράτους, είχε τις πλήρεις εξουσίες της κυβέρνησης, και όταν απουσίαζε τον αντιπροσώπευε ο αντιβασιλέας, Εζέν ντε Μποαρνέ. Η Σύγκλητος (Κονσούλτα), Νομοθετικό Συμβούλιο και Αντιπρόσωποι ενσωματώθηκαν όλα στο Συμβούλιο του Κράτους, οι γνωμοδοτήσεις του οποίου έγιναν προαιρετικές και όχι δεσμευτικές για το βασιλιά.
Το Νομοθετικό Σώμα, το παλιό κοινοβούλιο, παρέμεινε στη θεωρία, αλλά δεν συνεδρίασε ποτέ μετά το 1805, ενώ εισήχθη ο Ναπολεόντειος Κώδικας.
Η τέταρτη Συνταγματική Νομοθεσία, που αποφασίστηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1806, όρισε τον Μποαρνέ διάδοχο του θρόνου. Οι πέμπτη και έκτη στις 21 Μαρτίου 1806, διαχώρισε τη Σύγκλητο από το Συμβούλιο του Κράτους, και την ονόμασε Γερουσία, με το καθήκον να ενημερώνει το βασιλιά για τα αιτήματα τον πιο σημαντικών υπηκόων.
Η έβδομη Νομοθεσία στις 21 Σεπτεμβρίου δημιούργησε μια νέα αριστοκρατία δουκών, κόμηδων και βαρόνων. Η όγδοη και ένατη στις 15 Μαρτίου 1810 καθιέρωσε ετήσιες απολαβές για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το 1812 προστέθηκε Ανεξάρητη Αρχή Ελέγχου (Court of Audit).
Η κυβέρνηση είχε επτά υπουργούς: Υπουργός πολέμου στην αρχή ο Στρατηγός Αουγκούστο Καφαρέλλι και αργότερα ο Στρατηγός Τζιουζέπε Ντάννα για έναν χρόνο, και κατόπιν από το 1811 ο Στρατηγός Ατσίλε Φοντανέλλι. Υπουργός Εσωτερικών πρώτα ο Λουντόβικο Αρμπόριο ντι Μπρέμε και μετά από 1809 ο Λουίτζι Βακκάρι. Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων ο Φερντινάντο Μαρεσκάλτσι. Υπουργός Δικαιοσύνης και Μέγας Δικαστής ο Τζιουζέπε Λουόσι. Υπουργός του Θησαυροφυλακίου ο Αντόνιο Βενέρι και από το 1811 ο Αμπρότζιο Μπιράγκο. Υπουργός Οικονομίας ο Τζιουζέπε Πρίνα και Υπουργός Θρησκείας ο Τζιοβάννι Μποβάρα.
Επικράτεια
Αρχικά το Βασίλειο αποτελούσαν οι περιοχές της Ιταλικής Δημοκρατίας: το πρώην Δουκάτο του Μιλάνο, το Δουκάτο της Μάντοβας, το Δουκάτο της Μόντενα, το δυτικό μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας, μέρος των Παπικών Κρατών στην Ρομάνια, και την επαρχία της Νοβάρα.
Μετά την ήττα του Τρίτου Συνασπισμού και την επακόλουθη Συνθήκη του Πρέσμπουργκ την 1η Μαΐου 1806, στο βασίλειο δόθηκε από την Αυστρία το ανατολικό υπόλοιπο κομμάτι των Βενετικών περιοχών, περιλαμβανομένων της Ίστριας και της Δαλματίας μέχρι το Κότορ (τότε Κάτταρο, Cattaro), αν και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την Μάσσα-Καρράρα στο Πριγκιπάτο της Λούκκα και Πιομπίνο της Ελίζα Βοναπάρτη. Το Δουκάτο της Γκουαστάλλα προσαρτήθηκε στις 24 Μαΐου.
Με τη Συνθήκη του Φοντενεμπλό με την Αυστρία στις 10 Οκτωβρίου 1807, η Ιταλία παραχώρησε στην Αυστρία το Μονφαλκόνε και κέρδισε την Γκραντίσκα, θέτοντας τα νέα σύνορα στον ποταμό Σότσα.
Η κατεκτημένη Δημοκρατία της Ραγκούσα προσαρτήθηκε την άνοιξη του 1808 από το στρατηγό Marmont. Αυτή ήταν η μοναδική φορά κατά τη σύγχρονη ιστορία που η Ραγκούσα ενώθηκε με την Ιταλία. Στις 2 Αριλίου 1808 μετά τη διάλυση των Παπικών Κρατών, το Βασίλειο προσάρτησε την περιοχή της σημερινής Μάρκε. Στο μεγαλύτερη σημείο επέκτασής του, το Βασίλειο είχε 6.700.000 κατοίκους, και αποτελούνταν από 2.155 δήμους.
Η τελική διευθέτηση ήρθε μετά την ήττα της Αυστρίας: ο Αυτοκράτορας Ναπολέων και ο Μαξιμιλιανός Α΄ της Βαυαρίας υπόγραψαν τη Συνθήκη του Παρισιού στις 28 Φεβρουαρίου 18010, αποφασίζοντας την ανταλλαγή περιοχών που αφορούσαν και την Ιταλία.
Σε αντάλλαγμα στην Γερμανία, η Βαυαρία παραχώρησε το νότιο Τιρόλο στο Βασίλειο της Ιταλίας, το οποίο με τη σειρά του παραχώρησε την Ίστρια και τη Δαλματία (με τη Ραγκούσα) στη Γαλλία, ενσωματώνοντας τις Αδριατικές περιοχές στις νεοσυσταθείσες Γαλλικές Επαρχίες της Ιλλυρίας. Στις 5 Αυγούστου 1811 ίσχυσαν κάποιες μικρές αλλαγές μεταξύ της Ιταλίας και Γαλλίας στην Γκαρφανιάνα και το Φρίουλι.
Στην ουσία το Βασίλειο ήταν εξάρτηση της Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Το Βασίλειο υπήρξε θέατρο των επιχειρήσεων του Ναπολέοντα εναντίον της Αυστρίας στους πολέμους των διάφορων Συνασπισμών. Το εμπόριο με το Ηνωμένο Βασίλειο απαγορευόταν.
Νόμισμα
Το Βασίλειο πήρε νέο εθνικό νόμισμα, που αντικατέστησε τα τοπικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην χώρα, την Ιταλική Λίρα, με ίδιο μέγεθος, βάρος και μέταλλο με το Γαλλικό Φράγκο. Η κοπή των νομισμάτων έχοντας αποφασιστεί από το Ναπολέοντα με αυτοκρατορικό διάταγμα στις 21 Μαρτίου 1806, άρχισε το 1807. Η νομισματική μονάδα ήταν η ασημένια λίρα, η οποία ζύγιζε 5 γραμμάρια. Υπήρχαν πολλαπλάσια των 2 λιρών (10 γραμμάρια ασημιού) και 5 λιρών (25 γραμμάρια ασημιού), και πολύτιμα νομίσματα των 20 λιρών (6,45 γραμμάρια χρυσού) και 40 λιρών (12,9 γραμμάρια χρυσού). Η λίρα υποδιαιρείτο τυπικά σε 100 σεντ, με νομίσματα των 1 σεντ (2,1 γραμμάρια χαλκού), 3 σεντ (6.3 γραμμάρια χαλκού), και 10 σεντ (2 γραμμάρια χαμηλής περιεκτικότητας ασημιού), αλλά ακολουθώντας την παράδοση, υπήρχε και η υποδιαίρεση σε σόλντι, με νομίσματα του 1 σόλντο (10,5 γραμμάρια χαλκού, στην ουσία 5 σεντ), 5 σόλντι (1,25 γραμμάρια ασημιού), 10 σόλντι (2,5 γραμμάρια ασημιού), και 10 σόλντι (3,75 γραμμάρια ασημιού).
Στρατός
Ο στρατός του βασιλείου, μέρος της Μεγάλης Στρατιάς (Grande Armée) του Ναπολέοντα, πήρε μέρος σε όλους τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Στη διάρκεια της ύπαρξής του από 1805 έως το 1814 το Βασίλειο της Ιταλίας προμήθευσε στο Ναπολέοντα περίπου 200.000 στρατιώτες.
Το 1805 ιταλικά στρατεύματα υπηρέτησαν σε υπηρεσία φρουράς στη Μάγχη, κατά το 1806-1807 πήραν μέρος στις Πολιορκίες του Κόλπεργκ και του Ντάνζιγκ (Γκντανσκ) το 1807, και πολέμησαν επίσης στην Δαλματία. Από το 1808 ως το 1813 ολόκληρες Ιταλικές μεραρχίες υπηρέτησαν στην Ισπανία, διακρινόμενες υπό τον Λουί Γκαμπριέλ Σουκέτ στην Πολιορκία της Ταρραγόνα (1811) και τη Μάχη του Σαγούντο (1811).
Το 1809 ο Στρατός της Ιταλίας του Εζέν αποτέλεσε τη δεξιά πτέρυγα της εισβολής του Ναπολέοντα στην Αυστριακή Αυτοκρατορία, κερδίζοντας μια σημαντική νίκη στη Μάχη του Ράαμπ και έχοντας μεγάλο μερίδιο στη νίκη στη Μάχη του Βαγκράμ.
Το 1812, ο Εζέν ντε Μποαρνέ οδήγησε 27.000 στρατεύματα του Στρατού της Ιταλίας στη Ρωσία. Το Ιταλικό στράτευμα διακρίθηκε στη Μάχη του Μποροντίνο και του Μαλογιαροσλάβετς,[12][13] λαμβάνοντας έπαινο:
«Ο Ιταλικός στρατός επέδειξε χαρακτηριστικά που δικαιώνουν ακόμα περισσότερο τη θέση του μεταξύ των γενναιότερων στρατευμάτων της Ευρώπης.»
Μόνο 1.000-2.000 Ιταλοί επιβίωσαν από τη Γαλλική εισβολή στη Ρωσία, αλλά επέστρεψαν με τα περισσότερα λάβαρά τους ασφαλή. Το 1813 ο Εζέν ντε Μποαρνέ κράτησε όσο το δυνατόν πιο πολύ στην επίθεση κατά των Αυστριακών (Μάχη του ποταμού Μίντσιο, 1814) και αργότερα αναγκάστηκε να υπογράψει εκεχειρία το Φεβρουάριο του 1814.
Η σύσταση του στρατού ήταν:
Πεζικό:
Πεζικό: πέντε συντάγματα από την Ιταλική Δημοκρατία, με τη δημιουργία δύο ακόμα το 1805 και το 1808.
Ελαφρύ πεζικό: τρία συντάγματα από την Ιταλική Δημοκρατία, με τη δημιουργία ενός ακόμα το 1811.
Βασιλική Φρουρά: δύο τάγματα από την Ιταλική Δημοκρατία (Granatieri και Cacciatori), συν ακόμα δύο (Velites) που δημιουργήθηκαν το 1806, και ακόμα δύο τάγματα νέας φρουράς το 1810 και άλλα δύο το 1811.
Ιππικό:
Δραγόνοι: δύο συντάγματα από την Ιταλική Δημοκρατία
Cacciatori a Cavallo (ελαφρύ ιππικό): ένα σύνταγμα από την Ιταλική Δημοκρατία, συν τρία άλλα που δημιουργήθηκαν το 1808, 1810, και 1811.
Βασιλική Φρουρά: δύο ίλες δραγόνων και πέντε λόχοι Τιμητικής Φρουράς.
Τοπική διοίκηση
Το διοικητικό σύστημα του Βασιλείου οργανώθηκε αρχικά με νόμο στις 8 Ιουνίου 1805. Το κράτος χωριζόταν κατά το γαλλικό πρότυπο σε διαμερίσματα (départements), 14 τον αριθμό, εκ των οποίων τα 12 ήταν από την περίοδο της Ιταλικής Δημοκρατίας συν αυτό του Άδα (Adda, Σόντριο) και του Άντιτζε (Βερόνα. Ο διοικητής κάθε διαμερίσματος, ο έπαρχος, ήταν ο αντιπρόσωπος του Κράτους σε κάθε επαρχία, και βελτίωνε τις διοικητικές αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης, έλεγχε τις τοπικές αρχές, ήταν αρχηγός της αστυνομίας, και σε αντίθεση με την περίοδο της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατείχε όλες τις εκτελεστικές εξουσίες στην επικράτειά του. Το τοπικό νομοθετικό σώμα ήταν το Γενικό Συμβούλιο, που απαρτιζόταν από αντιπροσώπους των δήμων.
Τα διαμερίσματα χωρίζονταν σε περιφέρειες, ισοδύναμες με τις γαλλικές (arrondissements). Ο διοικητής της περιφέρειας ήταν ο αντί-έπαρχος, ο οποίος είχε παρόμοιες εξουσίες με τον έπαρχο, αλλά σε μικρότερη περιοχή. Το τοπικό νομοθετικό σώμα ήταν το Περιφερειακό Συμβούλιο, που απάρτιζαν έντεκα μέλη. Όπως στη Γαλλία, οι περιφέρεις χωρίζονταν σε καντόνια, έδρες των φοροεισπρακτόρων και τον Ειρηνοδικείων.
Τα καντόνια χωρίζονταν σε δήμους. Οι δήμοι είχαν Δημοτικό Συμβούλιο (Consiglio Comunale) 15, 30 ή 40 μελών, που επιλέγονταν από το βασιλιά ή τον έπαρχο, ανάλογα με το μέγεθος του δήμου. Το Συμβούλιο εξέλεγε δύο, τέσσερεις, ή έξι Γερουσιαστές για την τακτική διοίκηση, τους οποίους βοηθούσε ο Δημοτικός Γραμματέας. Ο διοικητής των μεγαλύτερων δήμων ήταν ο βασιλικός Κυβερνήτης (ιταλικά: Podestà), ενώ των μικρότερων ο επαρχιακός Δήμαρχος. Όλα τα δημοτικά γραφεία τα κατείχαν ιδιοκτήτες και έμποροι, και η ηγεσία των ιδιοκτητών ήταν διασφαλισμένη.
Κατά τη διάρκεια ζωής του βασιλείου το διοικητικό σύστημα άλλαξε για εσωτερικούς και λόγους εξωτερικών σχέσεων. Μετά την ήττα της Αυστρίας και τη Συνθήκη του Πρέσμπουργκ το 1805, ο Ναπολέων προσάρτησε στην Ιταλία τις περιοχές της πρώην Δημοκρατίας της Βενετίας, όπως ανακοινώθηκε στις 30 Μαρτίου 1806 και επικυρώθηκε την 1η Μαΐου. Δημιουργήθηκαν επτά καινούρια διαμερίσματα, έξι στην Βενετική επικράτεια και ένα στην Ίστρια, ενώ η Δαλματία διατήρησε ξεχωριστούς θεσμούς και τους νόμους της. Στις 14 Ιουλίου 1807 η κυβέρνηση πέρασε νομοθεσία με την οποία μείωσε τον αριθμό των δήμων. Μετά τη διάλυση των Παπικών Κρατών, το βασίλειο επεκτάθηκε κατά μήκος της Αδριατικής ακτής, και στις 20 Απριλίου 1808 δημιουργήθηκαν τρία νέα διαμερίσματα.
Η τελευταία εδαφική αλλαγή έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου 1810, όπως είχε ανακοινωθεί από το Ναπολέοντα στις 28 Μαΐου του προηγούμενου χρόνου, κατά την οποία αλλαγή η Ιταλία έχασε την Ίστρια και δεν ενσωμάτωσε τη Δαλματία, κερδίζοντας σε αντάλλαγμα όλο το νότιο Τιρόλο μέχρι την πόλη του Μπολτζάνο, δημιουργώντας το 24ο και τελευταίο διαμέρισμα, αυτό του Άνω Άντιτζε (ιταλικά Alto Adige, γαλλικά Haut Adige).
Γλώσσα και εκπαίδευση
Η γλώσσα που χρησιμοποιούταν επίσημα στο Βασίλειο της Ιταλίας ήταν η Ιταλική. Η Γαλλική γλώσσα χρησιμοποιούταν σε τελετές και για τις σχέσεις με τη Γαλλία. Το εκπαιδευτικό σύστημα εφαρμοζόταν ως καθολικό για όλα τα παιδιά.
Κατά τη Γαλλική διακυβέρνηση της Ίστριας και της Δαλματίας η διδασκαλία ήταν στα Ιταλικά μέχρι την ενσωμάτωση στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας.
Ο Σλοβένος Τρογκρλί στην πραγματεία του «Το Γαλλικό σχολικό σύστημα στην Γαλλική Δαλματία» έγραψε ότι «Ο Βιντσένζο Νταντόλο, ο Γάλλος κυβερνήτης της Δαλματίας, όπως και ο Μπενιντσάζα, ένας υπάλληλος του τοπικού (Δαλματικού) Τμήματος Εκπαίδευσης, δημοσιοποίησαν το Μάιο του 1807 ένα πλάνο για την δημόσια εκπαίδευση της Επαρχίας (ιταλικά: Il piano generale della pubblica istruzione in Dalmazia), το οποίο έπρεπε να εναρμονιστεί με το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλο το Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας. Οι οδηγίες ήταν ότι έπρεπε να είναι στα Ιταλικά».
Παρακμή και πτώση
Όταν ο Ναπολέων παραιτήθηκε από τους θρόνους της Γαλλίας και της Ιταλίας στις 11 Απριλίου 1814, ο Εζέν ντε Μποαρνέ παρατάχτηκε στον ποταμό Μίντσιο εναντίον της Γερμανικής εισβολής, και επιχείρησε να στεφτεί βασιλιάς. Στις 17 Απριλίου συγκλήθηκε η Γερουσία του Βασιλείου, αλλά τα μέλη φάνηκαν αναποφάσιστα μπροστά στη χαοτική κατάσταση. Όταν έλαβε χώρα και δεύτερη συνεδρίαση στις 20 Απριλίου η εξέγερση του Μιλάνου ματαίωσε τα σχέδιά του Αντιβασιλέα. Στις ταραχές ο Κόμης Τζιουζέπε Πρίνα, ο υπουργός οικονομίας, λιντσαρίστηκε από τον όχλο, και οι Μεγάλοι Εκλέκτορες διέλυσαν την Γερουσία και κάλεσαν τις Αυστριακές δυνάμεις για να προστατέψουν την πόλη, ενώ διορίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση Αντιβασιλείας υπό την προεδρία του Κάρλο Βέρρι.
Ο Εζέν παραδόθηκε στις 23 Απριλίου, και εξορίστηκε από τους Αυστριακούς στη Βαυαρία, οι οποίοι κατέλαβαν το Μιλάνο στις 28 Απριλίου. Στις 26 Απριλίου ο Αυτοκράτορας διόρισε τον Ανιμπάλε Σομμαρίβα ως Αυτοκρατορικό Κομισάριο της Λομβαρδίας, ενώ πολλοί φόροι καταργήθηκαν ή μειώθηκαν από την Προσωρινή Κυβέρνηση. Τέλος, στις 25 Μαΐου ο Ανώτατος Αυτοκρατορικός Κομισάριος Κόμης Χάινριχ φον Μπελλεγκάρντε ανέλαβε όλες τις εξουσίες στη Λομβαρδία, και επανιδρύθηκαν σταδιακά οι πρώην μοναρχίες στη Μόντενα, Ρομάνια και Πεδεμόντιο. Στις 30 Μαΐου υπογράφηκε η Συνθήκη του Παρισιού, και το υπόλοιπο βασίλειο προσαρτήθηκε από την Αυστριακή Αυτοκρατορία, όπως ανακοίνωσε ο Κόμης στις 12 Ιουνίου.