«Για τη Δαλιδά, δεν υπήρχαν αποχρώσεις», έλεγε για κείνη η Μπριζίτ Μπαρντό. «Mόνο κόκκινο ή μαύρο». Κι όταν ερωτευόταν, ήταν πάντα «κόκκινη». Καιγόταν ολόκληρη.
To 1979, η Δαλιδά διανύει την περίοδο όπου μεταμορφώνεται από τη «φωνή του Olympia» σε show woman και στρας ιέρεια της ντίσκο -όλη η Ευρώπη τραγουδάει «Salma ya salama», έχει μόλις κατακτήσει την Αμερική, έχει τραγουδήσει στο Carnegie Hall, ο Τύπος σέρνεται πίσω από τα τακούνια της, την αποκαλούν «η Γαλλίδα ντίβα», «η υπέρτατη ντίβα». Η σκηνή την τρέφει, αλλά κάτω απ’αυτή ζει μια ζωή μισερή.
Έχει ήδη στο «ενεργητικό» της ένα γάμο–ναυάγιο, κάμποσα ξεθυμασμένα πάθη, έναν εραστή αυτόχειρα, μια δική της απόπειρα αυτοκτονίας. Eίναι 46 χρονών και μόνη της -η θλίψη την σκεπάζει σαν ψιλή ομίχλη. Κάνει ψυχανάλυση και εξακολουθεί να εκπλήσσεται από την προδοσία. O Φρανσουά Μιτεράν στα 63 του, ηγέτης των Σοσιαλιστών και στο κατώφλι της πρώτης θητείας του στην προεδρία της Δημοκρατίας, είναι το είδος του άντρα που ψάχνει σε όλη της τη ζωή: έξυπνος, σκληρός, δυνατός, παθιασμένος, η τυπική γαλλική «αλεπού». Ένας «πατερούλης», στη θέση του πατέρα που έχει χάσει στα 12 της χρόνια.
https://youtu.be/Vq7mmoSC7To
Ξαφνικά, στις 10 Μαϊου 1981, στις οκτώ παρά τέταρτο το βράδυ η Δαλιδά τηλεφωνεί ενθουσιασμένη στους φίλους της «O Μιτεράν είναι πρόεδρος της Δημοκρατίας!». Το ξέρει, φυσικά, ένα τέταρτο πριν την επίσημη ανακοίνωση. Και όταν, έντεκα μέρες αργότερα, ο Μιτεράν θα πάρει το δρόμο για το Πάνθεον, για να ορκιστεί και να αναλάβει τα καθήκοντά του, η Δαλιδά θα είναι εκεί, πίσω του, στην πρώτη σειρά των «επισήμων», κρατώντας ένα κόκκινο λουλούδι.
Μετά από κείνη τη μέρα, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Ο Μιτεράν δεν είναι ο ίδιος. Εξωτερικά, βέβαια, είναι πάντα ο Φρανσουά, χαμογελαστός, αστείος καλοδιάθετος. Μόνο που την κοιτάζει αλλιώτικα, αινιγματικά, σαν να βλέπει κάτι άλλο, πίσω από κείνη. Η Δαλιδά δεν το ξέρει -oύτε η Πιτσάλ το αναφέρει εξάλλου- αλλά είναι η εποχή που ο Μιτεραν «συνομιλεί» για πρώτη φορά με το τέλος. Έχει καρκίνο του προστάτη, κι έχει ξορκίσει το γιατρό του να το κρατήσει μυστικό. Κι έπειτα, υπάρχει και κάτι άλλο, ή μάλλον μια άλλη: η Αν Πενζό, η επίσημη «μετρέσα» του. Και η Μαζαρίν η νόθα κόρη του. Ευτυχώς, ο γαλλικός Τύπος, προς το παρόν, κλείνει πολύ βολικά τα μάτια και παραλείπει τις αναφορές στην ιδιωτική ζωή του προέδρου -άλλωστε από την εποχή της madame Pompadour κι ύστερα, οι μετρέσες υπήρξαν το πιο σύνηθες αξεσουάρ της γαλλικής «βασιλείας».
Είναι αστείο, τραγικό, γοητευτικό. Ακόμα και αν δεν το ομολογεί η Δαλιδά γοητεύεται απ’ αυτό που βλέπει στον καθρέφτη της: όχι πια μια τραγουδίστρια, αλλά την ηγερία ενός σημαντικού άντρα. Ανοίγει το σπίτι της, καλεί ανθρώπους της εξουσίας, στήνει μεγαλειώδη τραπέζια, δεξιώνεται κόσμο σαν άλλη «Πρώτη Κυρία». Γι’ αυτά της τα γλέντια, ξοδεύει τεράστια ποσά. Οι φίλοι της την προειδοποιούν: «Πρόσεχε, άντρες σαν τον Φρανσουά είναι αμφίθυμοι». Οργίζεται: «Μα όχι, όχι, κάνετε λάθος. Αυτό που μου συμβαίνει είναι θαυμάσιο».
Η χαριστική βολή, έρχεται λίγο πριν από μια εμφάνισή της στην τηλεόραση, στην εκπομπή «Η ώρα της αλήθειας». «Ζακότ» -τηλεφωνεί στη φίλη της- «δεν θα πιστέψεις τι συνέβη. Ο Φρανσουά μου ‘στειλε με κάποιον έμπιστό του ένα γράμμα. Φοβάται, καταλαβαίνεις; Φοβάται τόσο πολύ που μου έγραψε για να μου ζητήσει να μη μιλήσω για τις σχέσεις μας!». Γελάει, ξεκαρδίζεται, την πιάνει βήχας, πονάει, διπλώνεται. Ο άνθρωπος που λατρεύει δεν της έχει εμπιστοσύνη, ο άντρας με το αστείο κασκέτο έχει δώσει τη θέση του σε έναν σοβαρό, σκοτεινό ξένο που δεν αναγνωρίζει πια. Φεύγει για περιοδεία στην επαρχία. Θέλει να ξεχάσει.
«Et le soir ou je m’ en irai, finalement, je le ferai a ma manière», τραγουδούσε κάποτε στο Olympia. «Και το βράδυ που θα φύγω, επιτέλους, θα το κάνω με τον δικό μου τρόπο». Το Σαββατοκύριακο της Πρωτομαγιάς η Δαλιδά κλείνεται στο σπίτι της, ξαπλώνει ήσυχα στο κρεβάτι της και καταπίνει 120 χάπια βαρβιτουρικά. Θα τη βρουν την επομένη. Μόνο ένα σημείωμα δίπλα της, στο κομοδίνο «Η ζωή μου ήταν αβάσταχτη, συγχωρέστε με». Ήταν μόλις 54 χρονών.