Ο Ευάγγελος Παντόπουλος (1860 – 14 Οκτωβρίου 1913) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός, από τους καλύτερους του 19ου αιώνα. Από μικρός ασχολήθηκε με το θέατρο και με το έμφυτο ταλέντο του ξεχώρισε αμέσως. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους και ηθοποιούς του καιρού του, όπως τον Διονύσιο Ταβουλάρη, και τον Δημοσθένη Αλεξιάδη και δεν άργησε να δημιουργήσει και τον δικό του θίασο.
Άφησε εποχή σε όλα τα κωμικά έργα της εποχής του, και πρωτόπαιξε τους πιο διάσημους Έλληνες συγγραφείς του καιρού του. Υπηρέτησε το κωμειδύλλιο από την πρώτη εμφάνισή του και συνέβαλε όσο κανείς στην απήχηση αυτού του είδους στο μεγάλο κοινό.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν στο έργο «Οι Μυλωνάδες» που του έφερε και την αναγνώριση. Μεγάλες επιτυχίες έκανε και στα κωμειδύλλια «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημήτριου Κορομηλά, στον «Μπάρμπα-Λινάρδο» και στη «Λύρα του γερο-Νικόλα» του Δημητρίου Κόκκου.
Ξεχωριστή ήταν και η εμφάνισή του στο πρώτο ανέβασμα του Ίψεν στην Ελλάδα το 1894, στους «Βρυκόλακες» όπου έπαιξε με άρτια τεχνική, τον δραματικό ρόλο του Πάστορα Μάντερς.
Έγραψε και ο ίδιος το πολύ καλό κωμειδύλλιο «Η νύφη της Κούλουρης» αλλά και τον πρώτο κωμικό μονόλογο του θεάτρου μας, τον «Ηθοποιό»
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν τα θεατρικά πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, ο Παντόπουλος δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις αλλαγές, και σιγά-σιγά περιθωριοπείται. Συνεχίζει να παίζει, σχεδόν ως το τέλος της ζωής του σε δευτερεύοντα θέατρα επαρχιακών πόλεων και στους Έλληνες ομογενείς.
Η αρχή
Ο πατέρας του, Πάνος Παντόπουλος καταγόταν από τη Σπάρτη και ήταν αξιωματικός του πεζικού. Η μητέρα του, η διάσημη για την ομορφιά της Κωνσταντίνα Μπέη, καταγόταν από το Άργος. Ο Παντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 25 Μαρτίου του 1860.
Παρακολούθησε στο Πολυτεχνείο μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής, και παράλληλα στο Ωδείο έμαθε μουσική.
Σε ηλικία 17 χρονών, το 1877, αποφασίζει να ακολουθήσει το πάθος του (παρά την διαφωνία των γονιών του)– το θέατρο – και παρατώντας όλες τις παραπάνω ενασχολήσεις εντάσσεται στο θίασο Δ.Κοτοπούλη- Βασιλειάδη-Χαλικιοπούλου και ξεκινάει μαζί τους περιοδεία, σαν ηθοποιός δευτερευόντων ρόλων αλλά και σαν σκηνογράφος. Στο Αίγιο πρωτο-εμφανίστηκε στο θέατρο, στο δραματικό έργο «Σάρα και Κάρολος» του Πάολο Τζιακομέττι.
Όταν οι θιασάρχες του δίνουν ρόλο και σε μια μονόπρακτη κωμωδία, ο κόσμος μένει έκθαμβος. Φανερώνεται τότε το πηγαίο κωμικό ταλέντο του. Οι θεατές της παράστασης τον επευφημούν και οι συνάδελφοι ηθοποιοί, απορούν με αυτήν την επιτυχία του. Ωστόσο, ο θίασος εγκαταλείπει το Αίγιο, αφήνοντας εκεί τον Παντόπουλο μόνο του και χωρίς χρήματα. Ο νεαρός Παντόπουλος δεν το βάζει κάτω. Πηγαίνει με τα πόδια στη Πάτρα, και απο κει σαλπάρει για τη Ζάκυνθο, όπου βρίσκει ένα θίασο που έπαιζε εκεί και γίνεται μέλος του. Με αυτόν το θίασο θα παίξει Μολιέρο καθώς και τη μεγάλη προσωπική του επιτυχία, το κωμειδύλλιο «Μυλωνάδες». Η επιτυχία του είναι και αυτή τη φορά, μεγάλη, και με αυτόν τον θίασο θα περιοδεύσει και στον Πύργο της Ηλείας και τέλος στην Πάτρα. Εκεί ο θίασος διαλύεται. Ο Παντόπουλος θα παραμείνει στη Πάτρα, βγάζοντας τα προς το ζην, αγιογραφώντας εκκλησίες μέχρι που φτάνει στη πόλη ο φημισμένος θίασος των αδερφών Ταβουλάρηδων.
Ο Παντόπουλος προσλαμβάνεται για τους δεύτερους κωμικούς ρόλους. Επί τρία χρόνια θα εμφανίζεται με αυτό το θίασο σε πολλές επαρχιακές πόλεις και θα αρχίσει να γίνεται σιγά-σιγά γνωστός. Στην Πάτρα τον παρακολουθεί και ο Δημήτριος Κορομηλάς να παίζει κωμωδίες και τον παροτρύνει να φύγει για την Αθήνα και τον βεβαιώνει για την επιτυχία που θα έχει.
Το 1880 ο άλλος ισχυρός θιασάρχης της εποχής, Δημοσθένης Αλεξιάδης, τον προσλαμβάνει για εμφανίσεις στο θερινό θέατρο Απόλλων της Αθήνας. Πρωτοπαίζει το ρόλο του χαζού νέου, του βέβαια-βέβαια, στο έργο «Μηδενιστές» και γνωρίζει τον θρίαμβο.
Το μεσουράνημα
Όταν έγινε η επιστράτευση για τα σύνορα, για τη Θεσσαλία που την διεκδικούσε η Ελλάδα από την Οθωμανική αυτοκρατορία, ο Παντόπουλος παράτησε και το θέατρο αλλά και την οικογένεια που εν τω μεταξύ είχε κάνει και πήγε εθελοντής στρατιώτης. 19 μήνες ταλαιπωρήθηκε στα σύνορα, αλλά γύρισε ευχαριστημένος έχοντας κάνει, όπως έλεγε, το πατριωτικό του καθήκον.
Το 1881 πρωταγωνιστεί στο έργο του Κορομηλά «Η Τύχη της Μαρούλας», στο ρόλο του Μπάρμπα – Λινάρδου. Αυτός ο ρόλος είναι ο πρώτος που διέπλασε μόνος του, και γνώρισε την αποθέωση. Για σαράντα συνεχόμενες παραστάσεις, το έργο παιζόταν στο θέατρο της Ομόνοιας, ασφυκτικά γεμάτο κόσμο.
Τα έργα που έπαιξε ο Παντόπουλος αυτά τα χρόνια ήταν εκατοντάδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις μεγαλύτερές του επιτυχίες:
– «Οι μυλωνάδες« (1880) διασκευή από ιταλική κωμωδία
– «Η τύχη της μαρούλας» (1889) Δημήτριος Κορομηλάς
– «Ο μπαρμπα-Λινάρδος» (1890) Δημήτριος Κόκκος
– «Ζητείται υπηρέτης» (1891) Μπάμπης Άννινος
– «Η λύρα του γερο-Νικόλα» (1891) Δημήτριος Κόκκος
– «Οικογένεια Παραδαρμένου» (1892) Μπάμπης Άννινος
– «Ο καπετάν Γιακουμής» (1892) Δημήτριος Κόκκος
– «Η νύφη του χωριού» (1892) Δημήτριος Κόκκος
– «Ο γενικός γραμματέας» (1893) Ηλίας Καπετανάκης
– «Ο γέρο-ξούρης» (1893) Νίκος Κοτσελόπουλος
– «Η νύφη της κούλουρης» (1895) Ευάγγελος Παντόπουλος
– «Λίγο απ’ όλα» (η πρώτη επιθεώρηση)(1895) Λάμπρος Μίκιος
– «Σιδηροδρομικός επιθεωρητής» (1900) του Γάλλου Μπισσόν
Ακολουθώντας τη συνηθισμένη πρακτική των ελληνικών θιάσων τότε, το χειμώνα έφευγε πάντα για περιοδεία σε πόλεις και χωριά του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού. Εκεί, πάντα, όντας διάσημος και αγαπητός τον περίμενε πλήθος κόσμου για να τον απολαύσει. Μέχρι και μπροστά στον σουλτάνο, τον Αμπντούλ-Xαμίτ, έπαιξε- τιμή που ελάχιστοι άλλοι ελληνικοί θίασοι είχαν.
Μάλιστα, έχει καταγραφεί οτι «Η τύχη της Μαρούλας», με πρωταγωνιστή τον Παντόπουλο ήταν το μόνο έργο που ο Σουλτάνος απολάμβανε να βλέπει και γελούσε, παρόλο που δεν ήξερε τη γλώσσα.
Ο Ξενόπουλος για τον Παντόπουλο
Ο Ξενόπουλος στο άρθρο του για τον καλλιτέχνη στο περιοδικό Εστία, το 1893 γράφει:
….ευθύς εξαρχής κατενόησα ότι είχα να κάμω με ηθοποιόν αληθή. Είδα πως ήτο κύριος της σκηνής – και τότε ακόμη, σημειώσατε, δεν ήτο ούτε θιασάρχης ούτε εκ των κυριωτέρων μελών του θιάσου – πως ήξευρε να σταθή, να ομιλήση, να χειρονομήση, ζωηροτάτην αποτελών αντίθεση, προς τα ξόανα, τα παλαιά ή τα νέα, τα ένδοξα ή άδοξα, τα οποία τον περιστοίχιζον. Διάπλασις χαρακτήρος αμίμητος, κωμικός χρωματισμός ανυπέρβλητος, ενότης υποκρίσεως, στιγμαί δράσεως ωραίαι, αναπαράστασις του φυσικού εντελής……αλλάζει το πρόσωπον, αλλάζει το σώμα, αλλάζει τας κινήσεις και το ήθος μεθ’ εκάστης περιβολής. Μόνον την φωνήν του δεν ειμπορεί πάντοτε ν’ αλλάζει, την ελαφρώς υπέρρινον και στερεοτύπως συρμένην. Αλλά πόσας κυμάνσεις, πόσους χρωματισμούς δεν κατώρθωσε να δώση δια της επιμονής και εις την δύσχρηστον αυτήν φωνήν, όπως και κάμψεις και στροφάς εις το σώμα του, επίσης βαρύ και δυσκίνητον….
Το τέλος
Από το 1900 και μετά, τα πράγματα αλλάζουν στην θεατρική Αθήνα. Η εμφάνιση της «Νέας Σκηνής» και του Βασιλικού θεάτρου, εκτός του ότι συγκέντρωσε όλους τους άξιους ηθοποιούς της εποχής, συγκέντρωσε και το ενδιαφέρον του κοινού. Ο Παντόπουλος με έναν μέτριο θίασο- εξαιρουμένου του Αιμίλιου Βεάκη, που συνεργάστηκε μαζί του στα πρώτα του βήματα- δεν κατάφερε να προσελκύσει τους Αθηναίους. Αρχίζει να γίνεται πικρόχολος, τσακώνεται με τους θεατρικούς συγγραφείς, αφού αρνείται την αξία τους-, τον επιτιμούν και οι δημοσιογράφοι.
Το 1904 θα συμμετάσχει στην ίδρυση του πρώτου σωματείου των Ελλήνων ηθοποιών, που τότε είχε τον τίτλο «Σύλλογος αλληλοβοηθείας Ελλήνων ηθοποιών». Πρόεδρος του συλλόγου εκλέγεται ο Νικόλαος Λάσκαρης ενώ ο Παντόπουλος εκλέγεται μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
Απογοητευμένος από την αδιαφορία του κοινού, το 1905 εγκαταλείπει την Αθήνα. Τον βρίσκουμε το 1908 στη Θεσσαλονίκη με το θίασο του Διονύση Ταβουλάρη. Απο εκεί θα συνεχίσει τις εμφανίσεις του σε Καβάλα, Μυτιλήνη και Σμύρνη, όπου θα γνωρίσει και πάλι τον θρίαμβο. Από τη Σμύρνη, πήγε στη Κρήτη, στο Ηράκλειο, πέρασε εκεί τον χειμώνα, και την άνοιξη του 1909 γυρίζει στην Αθήνα.
Για μερικά χρόνια και μέχρι το θάνατό του, το 1913, θα παίζει αποτραβηγμένος σε συνοικιακά θέατρα, κυρίως στον Πειραιά, αφού το μεσουράνημα της Κυβέλης και της Κοτοπούλη στην Αθήνα, δεν άφηνε χώρο για κανέναν άλλον.
Τον Απρίλη του 1913, άρρωστος, μεταφέρθηκε στο Δημοτικό νοσοκομείο των Αθηνών όπου και μετά από λίγους μήνες, στις 14 Οκτωβρίου 1913, και σε ηλικία 53 ετών, πέθανε.
Έργα του
– «Η νύφη της Κούλουρης», τρίπρακτη ηθογραφική κωμωδία
– «Έσκισες τη γάτα», μονόπρακτη κωμωδία
– «Το τσοπανόπουλο», δημοτικοφανές τραγούδι σε μουσική του Νίκου Κόκκινου
– «Ο ηθοποιός»
Ο μονόλογος παρουσιάστηκε κατά την διάρκεια περιοδείας στη Ρουμανία και συγκεκριμένα σε θέατρο της Βράιλας, στις 24 Ιούλη 1896 και κατόπιν στη Σμύρνη στις 21 Σεπτέμβρη του 1896. Αργότερα -το 1899 – το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ίρις» της Αθήνας.