Ο καλός και ο κακός μπάτσος: Η εμπλοκή του “πατριώτη” πρώην διευθυντή του FBI Robert Mueller στη συγκάλυψη των τραγικών γεγονότων της 9/11

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για Robert Mueller

Ο Robert Mueller, ο πρώην διευθυντής του FBI και επικεφαλής της έρευνας για τη ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές, παρουσιάζεται συχνά από τα ΜΜΕ ως σοβαρός, πατριώτης και άφθαρτος. Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Θυμίζει λίγο πολύ τον πράκτορα του FBI Dale Cooper της τηλεοπτικής σειράς “Twin Peaks”: Υπάρχει ένας καλός Mueller και ένας κακός Mueller. Έχουμε ακούσει πολλά για τον καλό Mueller, αλλά τίποτα για την κακή του πλευρά. Και αυτή η κακή του πλευρά σχετίζεται με την πιο μαύρη μέρα της αμερικανικής ιστορίας, την 11η Σεπτεμβρίου 2001. 

Οι πιστοί ακόλουθοι του Προέδρου Τραμπ κατηγορούν τον Mueller ως προκατειλημμένο. Η αλήθεια είναι ότι ο Mueller είναι πράγματι προκατειλημμένος, όταν πρόκειται για τη διατήρηση των θεσμών της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του Λευκού Οίκου, καθώς και του αγαπημένου του FBI, ακόμη και εις βάρος της δημοσιοποίησης της πλήρους αλήθειας. Τουλάχιστον, έτσι συμπεριφέρθηκε την τελευταία φορά που συμμετείχε σε μια μεγάλη εθνική κρίση – δηλαδή στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Ο Mueller, Ρεπουμπλικάνος, διορίστηκε από τον George W. Bush για να διευθύνει το FBI και πήρε το τιμόνι στις 4 Σεπτεμβρίου 2001, μια εβδομάδα πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Επομένως, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την αποτυχία του FBI (μαζί με την CIA και άλλες αμερικανικές και συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών) να εντοπίσουν και να απαντήσουν σε πολλά προειδοποιητικά σημάδια ότι οι επιθέσεις ήταν καθ’ οδόν.

Το ίδιο όμως δεν μπορεί να ειπωθεί και για το ρόλο του Mueller στην επακόλουθη συγκάλυψη του FBI και του Λευκού Οίκου που ακολούθησαν τις επιθέσεις της 9/11. Έξι μήνες μετά τις επιθέσεις, το Κογκρέσο όρισε τον Δημοκρατικό γερουσιαστή της Φλόριντα Μπόμπ Γκράχαμ επικεφαλής ειδικής επιτροπής που διερεύνησε τα γεγονότα της 9/11.

Μεταξύ άλλων, η επιτροπή αποκάλυψε τις σχέσεις ενός καταζητούμενου πληροφοριοδότη του FBI με δύο από τους αεροπειρατές: τον Χαλίντ Αλ Μίνταρ, ο οποίος είχε πολεμήσει με την Αλ Κάιντα στη Βοσνία και την Τσετσενία και εκπαιδεύτηκε στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του Αφγανιστάν του Μπιν Λάντεν, και τον Ναουάφ Αλ Χαμζί , επίσης έμπειρο μαχητή της Αλ Κάιντα στη Βοσνία, την Τσετσενία και το Αφγανιστάν. Σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής, η NSA και η CIA εκείνη την εποχή διέθεταν αρκετές πληροφορίες για να συνδέσουν τους δύο άνδρες με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Ωστόσο, η CIA δεν μοιράστηκε τις πληροφορίες της με το FBI και δεν έβαλε τους δύο άνδρες σε λίστες παρακολούθησης. Ο Αλ Μίνταρ και ο Αλ Χαμζί ταξίδεψαν στο Λος Άντζελες στις αρχές του 2000 (λίγο μετά τη διάσκεψη κορυφής της Αλ Κάιντα στη Μαλαισία) και επισκέπτονταν τακτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες με τουριστικές βίζες. Ταξίδεψαν στο Σαν Ντιέγκο, όπου έλαβαν κάρτες κοινωνικής ασφάλισης, πιστωτικές κάρτες και άδειες οδήγησης και αγόρασαν αυτοκίνητο. Σύντομα άρχισαν μαθήματα πτήσης. Είχαν επαφές με έναν ριζοσπάστη ιμάμη και έναν Σαουδάραβα, οι οποίοι παρακολουθούνταν από το FBI. Την ίδια εποχή νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στο σπίτι του Abdusattar Shaikh, συνταξιούχου καθηγητή Αγγλικών, αρχηγού του τοπικού τζαμιού – και πληροφοριοδότη του γραφείου του Σαν Ντιέγκο του FBI, που είχε επιφορτιστεί με την παρακολούθηση της κοινότητας των Σαουδαράβων της πόλης.

Όπως αποκάλυψε αργότερα η έρευνα, μέχρι τα μέσα του 2001 οι υπηρεσίες πληροφοριών των Η.Π.Α. είχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για πιθανά σχέδια τρομοκρατικών επιθέσεων με αεροπλάνα-βόμβες, αλλά δεν έκαναν απολύτως τίποτα απέναντι στην απειλή. Τον Ιούλιο του 2001, η CIA είχε μεταβιβάσει τα ονόματα των Αλ Μίνταρ και Αλ Χαμζί στο γραφείο του FBI στη Νέα Υόρκη. Ο Shaikh προφανώς δεν έπραξε τίποτα για να προειδοποιήσει το FBI για τους ενοικιαστές του. Και κανείς δεν είχε προειδοποιήσει τις αεροπορικές εταιρείες ή την FAA να μην επιτρέψουν την επιβίβαση τους σε αεροπλάνο. Έτσι, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Al Mindhar και Al Hamzi επιβιβάστηκαν στην πτήση 77 της American Airlines στο αεροδρόμιο του Dulles και την έριξαν στο Πεντάγωνο.

Ενώ το σενάριο του Σαν Ντιέγκο ήταν το πιο ακραίο, υπήρχαν και άλλες αποδείξεις ότι το FBI επέτρεπε στους μελλοντικούς δράστες της 11ης Σεπτεμβρίου να ξεγλιστρήσουν μέσα από τα χέρια του. Η έρευνα διαπίστωσε ότι πέντε από τους αεροπειρατές “ενδέχεται να είχαν έρθει σε επαφή με συνολικά 14 άτομα που είχαν περιέλθει στην προσοχή του FBI κατά τη διάρκεια αντιτρομοκρατικών ερευνών πριν από την 11 Σεπτεμβρίου 2001. Τέσσερα αυτά τα 14 άτομα βρίσκονταν στο επίκεντρο των ερευνών του FBI όσο οι αεροπειρατές βρίσκονταν εντός αμερικανικού εδάφους… Παρά την εγγύτητά τους με τους στόχους του FBI και τουλάχιστον με μία πηγή του FBI, οι μελλοντικοί αεροπειρατές διέφυγαν με επιτυχία της προσοχής του FBI”.

Ωστόσο, σε κατάθεση του πριν από την έρευνα στις 18 Ιουνίου 2002, ο διευθυντής του FBI, Mueller, δήλωνε ότι «όσο ήταν εδώ [στην Αμερική] οι αεροπειρατές λειτουργούσαν χωρίς ύποπτες κινήσεις ή ενέργειες που θα ενεργοποιούσαν ενέργειες για την επιβολή του νόμου”. Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε αν ο Mueller είπε ψέματα ή είχε απλά άγνοια.

Στη συνέχεια, ο Γερουσιαστής Γκράχαμ αποφάσισε να προσκαλέσει τον πληροφοριοδότη να καταθέσει ενώπιον της Κοινής Επιτροπής Διερεύνησης. Το FBI αρνήθηκε να συνεργαστεί, μπλόκαρε τις προσπάθειες της Εξεταστικής για να πάρει συνέντευξη από τον πληροφοριοδότη και διόρισε συνήγορο για να τον εκπροσωπήσει. Παρά το ότι ο πληροφοριοδότης επέμεινε ότι δεν είχε κάνει τίποτα κακό, το FBI κάποια στιγμή πρότεινε στην επιτροπή να του δώσει ασυλία, την οποία ο Graham αρνήθηκε.

Όπως επεσήμανε αργότερα ο Graham στο βιβλίο Intelligence Matters, το FBI “επέμεινε ότι δεν θα μπορούσαμε να πούμε στον αμερικανικό λαό ότι ένας πληροφοριοδότης του FBI είχε σχέση με δύο από τους αεροπειρατές”. Το FBI απέτρεψε δημόσιες ακροάσεις σχετικά με την έρευνα και διέγραψε σχετικές με το θέμα αναφορές από την έκθεση της Επιτροπής. Χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο για να επιτρέψει τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, αφού πρώτα είχε προβεί σε εκτεταμένες περικοπές.

Χρόνια αργότερα, όπως γράφει ο Γκράχαμ, οι πληροφορίες που έδωσαν οι υπάλληλοι του FBI επιβεβαιώνουν αυτό που είχε από καιρό υποψιαστεί: Η αντίδραση του FBI έγινε κατόπιν άμεσων οδηγιών του Λευκού Οίκου. Το αν οι Μπους και Σια επεδίωξαν να υποβαθμίσουν τυχόν διασυνδέσεις τους με τους Σαουδάραβες φίλους τους, ή απλά να προστατευθούν από μια τόσο προφανή αποτυχία, πιθανότατα δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Η υποτιθέμενη ανεξαρτησία και έλλειψη διαφθοράς του FBI ήταν σαφώς ένας μύθος. Από τις πρώτες της μέρες ήταν μια βαθιά πολιτικοποιημένη και αμείλικτα αντιδραστική υπηρεσία, η οποία έγινε ακόμη πιο έντονη από την κολοσσιαία δύναμη του J. Edgar Hoover. Η αποστολή της ήταν στην καρδιά της πάντα βαθιά αντιδραστική, αφιερωμένη στην προστασία της από ότι αυτή αντιλαμβανόταν ως απειλή, συμπεριλαμβανομένων όλων των μορφών διαφωνίας και αναταραχής – από τους κομμουνιστές μέχρι στους ηγέτες πολιτικών δικαιωμάτων.

Τι σημαίνουν όλα αυτά στην παρούσα χρονική στιγμή; Κανονικά, φαίνεται ότι το ένστικτο του Mueller θα ήταν να προσπαθήσει να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη στην ηγεσία της υπηρεσίας. Αλλά με τον Τράμπ να βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τις υπηρεσίες πληροφοριών – και αυτό που μερικοί προτιμούν να αποκαλούν «βαθύ κράτος» – είναι προς το συμφέρον του Mueller και των συνεργατών του, προκειμένου να διατηρήσουν το status quo τους να έρθουν σε κάποιου είδους συμφωνία με το Κογκρέσο, και συγκεκριμένα με τον ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας Mitch McConnell, να εξοντώσουν τον Τραμπ ρίχνοντας τον από την Προεδρία.

Όπως είπε ο καλός-κακός πράκτορας Cooper για τη δική του διάσημη έρευνα για το θάνατο της Laura Palmer, «δεν έχω ιδέα πού θα μας οδηγήσει αυτό, αλλά έχω ένα σαφές προαίσθημα ότι θα είναι τόσο υπέροχο και παράξενο».

Πηγή: counterpunch.org

infiltr8or

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ