Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, λίγες ημέρες μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, η εφημερίδα «Βραδυνή» έκανε αφιέρωμα στη φυλή των Καλάς, έναν απομονωμένο λαό περίπου 4.000 ανθρώπων που ζούσε στην ορεινή περιοχή του Νουριστάν, κοντά στα σύνορα του Αφγανιστάν.
«Εδώ όλοι είμαστε Μακεδόνες. Οι πρόγονοί μας ήταν… αξιωματικοί και στρατιώτες του Μέγα – Αλέξανδρου», δήλωνε στον απεσταλμένο της «Βραδυνής», Νέστορα Μάτσα, ο φύλακας της αρχαίας νεκρόπολης της Χάντα, κοντά στην πόλη Τζαλάλαμπαντ.
Του αφηγήθηκαν ιστορίες από το Νουριστάν, του υπέδειξαν πολλές ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινότητά τους, επεσήμαναν ότι αρκετοί είχαν ελληνικά ονόματα και πως πριν λίγα χρόνια λάτρευαν τους αρχαίους έλληνες θεούς.
Στον κεντρικό δρόμο της Καμπούλ υπήρχε μια σειρά από μαγαζιά που πουλούσαν έργα λαϊκής τέχνης, αντίκες και όπλα, διακοσμημένα με μικρά κομμάτια από φίλντισι. Εκεί, όλοι οι νουριστανοί καταστηματάρχες των μικρομάγαζων ισχυρίζονταν με απόλυτη βεβαιότητα ότι ήταν «καθαρόαιμοι Έλληνες, απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Ζούσαν στο δικό τους κόσμο, ανάμεσα σε αυτόν της ιστορίας και του μύθου.
Ένας από τους παλαιότερους καταστηματάρχες, ο Γιάννης Χαλίλουλα, υποστήριζε ότι όχι μόνο η τέχνη που αναπτύχθηκε στον τόπο τους κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους ήταν σαν την αρχαία ελληνική, αλλά και η νεότερη λαϊκή τέχνη του Αφγανιστάν είχε διατηρήσει έντονες τις επιδράσεις της. Ο «Γιάννης ο Μακεδόνας», όπως του άρεσε να αυτοαποκαλείται, για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του, έδειχνε μια σειρά από αντικείμενα που είχε στο μαγαζί του από διάφορες περιοχές του Αφγανιστάν, τα οποία ήταν παρόμοια με τα ελληνικά….
Ένας άλλος ιθαγενής της περιοχής, ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, Ομάρ Σουλτάν, είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Ήταν μαθητής του σπουδαίου αρχαιολόγου, Μανόλη Ανδρόνικου και ισχυριζόταν «με συγκινητική περηφάνεια» ότι η μακρινή του καταγωγή ήταν ελληνική.
Ο απεσταλμένος της «Βραδυνής», ξεναγήθηκε σε αρχαίες νεκροπόλεις που υπήρχαν αγάλματα του Μ. Αλεξάνδρου και στο Μουσείο της Καμπούλ, το οποίο ήταν γεμάτο από ελληνιστικά ειδώλια ανάγλυφα, Αλεξανδρινά νομίσματα και αμέτρητες ελληνικές επιγραφές.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της γνησιότητας της ελληνικότητάς τους, η εφημερίδα έγραψε ότι «αφήνει περιθώρια για επιστημονική συζήτηση» τονίζοντας παράλληλα ότι οι κάτοικοι της περιοχής του Νουριστάν «διατηρούσαν ευλαβικά τις ελληνιστικές μνήμες σαν ιερή παρακαταθήκη».
Παρόλ’ αυτά, όπως απέδειξαν μεταγενέστερες γενετικές έρευνες, η ινδο-άρια φυλή της Νότιας Ασίας ουδεμία «φυλετική» σχέση δεν είχε με τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου αφού η σχετικά τυπική για τους Έλληνες απλοομάδα, E3b, απουσίαζε από τους Κάλας. Όσο δε για τη γλώσσα τους, ανήκει στον ινδο-άριο κλάδο, ο οποίος συγγενεύει με τις γλώσσες της Ινδίας και του Πακιστάν και όχι της ελληνικής, ενώ και η θρησκεία τους, μολονότι πολυθεϊστική, σχετίζεται με τον Βεδικό Ινδουισμό, πρόγονο του σύγχρονου Ινδουισμού.
Ωστόσο, τα σημάδια της πολιτιστικής κληρονομιάς των αρχαίων Μακεδόνων ήταν ανεξίτηλα και η αγάπη τους για τον ελληνικό πολιτισμό παραμένει ως ένα κομμάτι της καθημερινότητάς τους και όχι απλά ένα εύρημα για τουριστικούς λόγους….
Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr
infiltr8or