Τα δουλικά των εγκληματικών οργανώσεων αποκαλούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «δραχμιστή» όταν πρότεινε την ρήτρα ανάπτυξης για την αποπληρωμή του χρέους.
Για ακόμα μια φορά οι θέσεις του προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, γίνονται κεντρική ευρωπαΐκή πολιτική. Είδαμε νωρίτερα την αποκάλυψη της Handelsblatt: Σχέδια για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους με ρήτρα ανάπτυξης, υπέβαλαν ESΜ και Γαλλία
Διαβάστε λοιπόν τι ακριβώς πρότεινε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και συγκρίνετε:
ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ «NOUVEL OBSERVATEUR»,
Αθήνα, 9.2.2018
Κυρίες και Κύριοι,
Σας ευχαριστώ θερμώς για την ευκαιρία που μου παρέχετε να «κλείσω» το εμβληματικό αυτό Συνέδριο, το οποίο οργάνωσαν στην Αθήνα, από κοινού, το διεθνούς και αναγνωρισμένου κύρους περιοδικό «Nouvel Observateur», η δική μας «Καθημερινή» και η Εθνική Ελληνική Επιτροπή του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Πολλώ μάλλον όταν το θέμα του Συνεδρίου σας αφορά την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο μιας προοπτικής ελπίδων. Υπό τα δεδομένα αυτά το Συνέδριό σας αποτυπώνει την πραγματικότητα, δοθέντος ότι μετά από μια περίοδο βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης -της οποίας πολλές, δυστυχώς, «πληγές» είναι ακόμη ανοιχτές και επώδυνες -η Ελλάδα, με την συμβολή όλων των Δημοκρατικών Πολιτικών Δυνάμεων, που στα μεγάλα και τα σημαντικά απέδειξαν ότι ξέρουν τα παραμένουν ενωμένες, μπορεί πια ν’ ατενίζει το μέλλον της με αισιοδοξία. Για ν’ αναφερθώ στον τόσο εύστοχο τίτλο του Συνεδρίου σας, μπορεί να βαδίζει πια «στα μονοπάτια της ελπίδας». Κι εδώ σπεύδω να κάνω την ακόλουθη διευκρίνιση: Δεν μιλώ για βεβαιότητα, μιλώ για την αισιοδοξία και την ελπίδα. Διότι εμείς, οι Έλληνες, έχουμε πλήρη επίγνωση, μεσ’ από τα διδάγματα της Ιστορίας μας, ότι ο Λαός που σέβεται την αποστολή του οφείλει, ιδίως σε κρίσιμες στιγμές όπως οι τρέχουσες, να καθορίζει τις συντεταγμένες του μέλλοντός του «σπέρνοντας» εύλογες επιφυλάξεις, όχι όμως «θερίζοντας» χιμαιρικές βεβαιότητες. Μέσα σ’ αυτό το πεδίο, επιτρέψατέ μου να σας εκθέσω -φυσικά συνοπτικώς- πώς η Ελλάδα αντιλαμβάνεται σήμερα τον ρόλο της και την αποστολή της, τόσο «intra muros» όσο και έναντι της Μεγάλης Ευρωπαϊκής μας Οικογένειας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
I. Πριν απ’ όλα οφείλω να διευκρινίσω ότι όταν αναφέρομαι στον ρόλο και την αποστολή της Ελλάδας ως προς την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της , της Ευρωζώνης, δεν υπερβάλλω. Κυριολεκτώ, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση των εξής δύο θεμελιωδών δεδομένων:
Α. Πρώτον, ότι η βαθιά και παρατεταμένη παγκόσμια οικονομική κρίση αποτελεί, ταυτοχρόνως, κίνδυνο αλλά και πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1. Κίνδυνο, διότι η κρίση αυτή μπορεί ν’ ανακόψει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ολοκλήρωσή της, όπως είναι η αποστολή της σύμφωνα με τις συνθήκες που την δημιούργησαν, μετά τους εφιάλτες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
2. Και πρόκληση, διότι η κρίση αυτή επιβάλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να φθάσει στην τελική της ενοποίηση, ήτοι στην Ομοσπονδιακή δομή της υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, προκειμένου να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο, ο οποίος υπερβαίνει τους Λαούς της και αφορά την Ανθρωπότητα. Τον ρόλο που συνίσταται στην εμπέδωση, σε παγκόσμιο επίπεδο, βασικών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε των αξιών της Αλληλεγγύης, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στον άξονα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου.
Β. Και, δεύτερον, ότι η Ελλάδα, αναπόσπαστο πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης -κάτι που έχει επιτευχθεί με τεράστιες θυσίες του Ελληνικού Λαού, για πολλές από τις οποίες δεν ήταν μάλιστα αποκλειστικώς υπεύθυνος- έχει ευρωπαϊκό, κυριολεκτικώς, χρέος να διαδραματίσει τον δικό της ρόλο, δίχως αλαζονεία, αλλά και δίχως να υποτιμά τις δυνάμεις της. Δυνάμεις τις οποίες αντλεί από δύο, κατά βάση, πηγές:
1. Κατά πρώτο λόγο από την πηγή της Ιστορίας της και του Πολιτισμού της, ο οποίος είναι κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, συνακόλουθα δε των αιτίων και των αιτιών που προκάλεσαν τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που επιβάλλουν την τελική της ολοκλήρωση.
2. Και, κατά δεύτερο πλην όμως όχι αμελητέο λόγο, από τις θυσίες που κατέβαλε ο Ελληνικός Λαός για να μείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, την ώρα που άλλοι Λαοί, δίχως ιδιαίτερο κόστος, είτε προτίμησαν την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Οικογένεια με αμιγώς οικονομικούς -και κατά την εκτίμησή μου εσφαλμένους- υπολογισμούς είτε διεκδίκησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο δικαιώματα, χωρίς να έχουν επαρκή συνείδηση ότι ο τίτλος του Ευρωπαίου Εταίρου και Πολίτη είναι άκρως τιμητικός, πλην όμως συνεπάγεται, εκτός από δικαιώματα, και συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Και τούτο διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι καταφύγιο κατά φαντασία «θηραμάτων», αλλά ιστορικός Θεσμός με πλανητική, όπως ήδη τόνισα, αποστολή.
II. Στην συνέχεια, επιτρέψατέ μου να σας εκθέσω με ποιον τρόπο η Ελλάδα αντιλαμβάνεται -και έχει δικαίωμα ν’ αντιλαμβάνεται- ένα μέλλον ελπίδας που της αναλογεί, σύμφωνα και με την θεματική του Συνεδρίου σας.
Α. Είναι κάτι περισσότερο από ευκρινές ότι η ευοίωνη προοπτική της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνον από τις δικές της προσπάθειες, αλλά και από την στάση των Εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση -επέκεινα δε των Ευρωπαϊκών Θεσμών εν γένει- πολλώ μάλλον όταν, από την μια πλευρά, η Ελλάδα εκπληρώνει στο ακέραιο τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις. Και, από την άλλη πλευρά, τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας είναι, εν πολλοίς, και προβλήματα πολλών άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα προβλήματα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει της νομοτελειακής ανάγκης ενοποίησής της. Διότι θα ήταν μια επιζήμια, για το μέλλον και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίληψη να θεωρήσουμε σήμερα πως η περίπτωση της Ελλάδας είναι ένα μεμονωμένο δείγμα κρίσης στο πεδίο του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Β. Αντιθέτως, η περίπτωση της Ελληνικής κρίσης -και αυτό φάνηκε ήδη εξ αρχής, όταν μεταξύ 2009-2010 υποτιμήθηκε η ελληνική κρίση ως μεμονωμένο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο- πρέπει να καταστεί, στην συνείδηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ευρωπαϊκών Θεσμών, ως ένα σήμα κινδύνου που αφορά το ίδιο το ευρωπαϊκό σκάφος, όταν πλέει στα ταραγμένα νερά μιας ανεξέλεγκτης οικονομικής παγκοσμιοποίησης με τα υπό κατάρρευση «παγόβουνα» ορισμένων αδίστακτων αγορών να προσβλέπουν στο ναυάγιο ενός «Ευρωπαϊκού Τιτανικού».
III. Υπό τα ως άνω δεδομένα καθίσταται σαφές, ότι το ευοίωνο μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από συνθήκες και προϋποθέσεις που αφορούν, στο ακέραιο, το ευοίωνο μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της της, της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, και για να επικεντρώσω την συνέχεια και το τέλος της ομιλίας μου σ’ ένα, και μόνο -πλην όμως κορυφαίο, όπως πιστεύω, με βάση τα δεδομένα της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας- στοιχείο:
Α. Ουδείς σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνον, μπορεί ν’ αμφισβητήσει ότι, όπως ήδη τόνισα, η Ελλάδα έχει εκπληρώσει, και μάλιστα στο ακέραιο, τις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο των Μνημονίων που της έχουν επιβληθεί.
1. Μνημονίων, για το όλο περιεχόμενο των οποίων και συγκεκριμένα σφάλματά του η Ελλάδα δεν είναι αποκλειστικώς υπεύθυνη, αφού οφείλονται και στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη εμφανίσθηκαν εντελώς ανέτοιμες όταν προέκυψε, μεταξύ 2009-2010, η ελληνική κρίση, θεωρώντας επιπλέον, όπως προεξέθεσα, ότι η κρίση αυτή ήταν μεμονωμένο φαινόμενο. Ήταν δε τότε που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη:
α) Προσέτρεξαν στις υπηρεσίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), δίχως να υπολογίσουν ότι ο θεσμός αυτός δεν είχε τότε την απαιτούμενη εμπειρία στην αντιμετώπιση κρίσεων εντός χωρών που είναι μέλη μιας νομισματικής ένωσης, οι οποίες λόγω του κοινού νομίσματος μπορεί να μεταδοθούν διαδραστικώς στο τραπεζικό σύστημα και στο κόστος των χρεωγράφων και των λοιπών χωρών της ένωσης. Δοθέντος, επιπροσθέτως, ότι το ΔΝΤ στήριζε πάντα τα, όποια, προγράμματα υιοθέτησε παγκοσμίως στην βάση της υποτίμησης του κατά περίπτωση εθνικού νομίσματος (άμεση αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους), όταν ήταν δεδομένο ότι το Ευρώ, από την φύση του, δεν υπόκειται σε τέτοιας μορφής υποτιμήσεις και μια βιαστική αναδιάρθρωση του χρέους μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στο κόστος δανεισμού και στην βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος άλλων κρατών-μελών. Εξ ού και τα άκρως βλαπτικά για την Ελλάδα σφάλματα του Πρώτου Μνημονίου, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υπερ-αισιόδοξες εκτιμήσεις του πολλαπλασιαστή και τις εντεύθεν βαρύτατες υφεσιακές συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία.
β) Επέκεινα δε, όταν αντιλήφθηκαν στην πορεία τα προβλήματα του ΔΝΤ και δημιούργησαν τον ESM, όχι μόνο δεν τον εξόπλισαν, εγκαίρως, με τ’ αναγκαία μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής του αλλά και δεν προχώρησαν -επίσης εγκαίρως- στην μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, προκειμένου να υποκαταστήσει αμέσως το ΔΝΤ, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
2. Υπό τις ως άνω συνθήκες, και εφόσον η Ελλάδα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, ακόμη και για λάθη που δεν της αναλογούν, καθίσταται κάτι περισσότερο από σαφές ότι οι Εταίροι μας οφείλουν να εκπληρώσουν εφεξής και τις δικές τους δεσμεύσεις. Και εδώ περιορίζομαι ν’ αναφερθώ στην βασική υποχρέωση των Εταίρων μας ως προς την διασφάλιση της διαχειρισιμότητας του Ελληνικού δημόσιου χρέους. Την κρίνω δε ως βασική, διότι το «τέρας» του χρέους -στο σύνολό του και ιδίως ως προς την διάσταση του δημόσιου χρέους- αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε την Ευρωζώνη.
Β. Για να γίνω σαφέστερος και, συνακόλουθα, για να συγκεκριμενοποιήσω τις σκέψεις μου, η ομαλή αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της, ώστε αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο και όχι απλώς «βιώσιμο» με τεχνικούς όρους. Διότι προφανώς -και a contrario- ένα κράτος-μέλος της Ευρωζώνης δεν είναι δυνατό ν’ ακολουθήσει ομαλή αναπτυξιακή πορεία όταν το δημόσιο χρέος του δεν είναι μακροπρόθεσμα διαχειρίσιμο, όσον αφορά το ποσοστό με το οποίο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός από τα τοκοχρεολύσια εις βάρος των αναπτυξιακών δαπανών, που είναι απαραίτητες για να προσελκυσθούν υψηλής ποιότητας ιδιωτικές επενδύσεις. Επενδύσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης και, επομένως, για την ενίσχυση της δυνατότητας μιας χώρας ν’ αποπληρώσει το χρέος της.
1. Ούτως ή άλλως υφίσταται ρητή δέσμευση των Θεσμών έναντι της Ελλάδας για ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της -πάντα κατά τους κανόνες του ESM- όταν και εφόσον η Ελλάδα εκπληρώσει τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, πράγμα που, όπως προεκτέθηκε έχει συντελεσθεί ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πέραν τούτου υφίσταται ένα είδος «αρχής εκπληρώσεως» αυτής της δέσμευσης των Θεσμών έναντι της Ελλάδας, με βάση την συμφωνία που επιτεύχθηκε στην συνεδρίαση του Eurogroup στις 24 Μαΐου 2016. Η συμφωνία αυτή αφορά την εφαρμογή, σε πρώτο στάδιο, των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης που εγκρίθηκαν, στις 23 Ιανουαρίου 2017, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).
α) Τα ως άνω μέτρα συνίστανται, μεταξύ άλλων, στην εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του EFSF, σύμφωνα με την τρέχουσα μεσοσταθμική διάρκεια, έως 3,5 έτη, στην σύναψη πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων από τον ESM και την μετατροπή του κυμαινόμενου σε σταθερό επιτόκιο 1,5% για το 30%, περίπου, των υφιστάμενων δανείων του EFSF και για το 85% των υφιστάμενων και μελλοντικών δανείων του ESM.
β) Η εφαρμογή των κατά τ’ ανωτέρω βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας οδηγεί σε σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ σε 100%, περίπου, από το 2033 και έπειτα. Ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μειώνονται, περίπου, κατά 4% του ΑΕΠ.
2. Σε ό,τι αφορά την λήψη των μακροπρόθεσμων πλέον μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη η πρόταση, την οποία έχει επεξεργασθεί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας κ. Emmanuel Macron, και την οποία υποστήριξε με την ευκαιρία της πρόσφατης επίσημης επίσκεψής του στην Αθήνα. Πρόκειται για πρόταση, η οποία συνδέει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας με μια «ρήτρα ανάπτυξης».
α) Η ρήτρα ανάπτυξης αλλάζει την λογική της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, βάσει της οποίας η αποπληρωμή του γινόταν ανεξαρτήτως του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν η Χώρα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης που υπολείπονται του προβλεπόμενου στόχου. Η λογική Macron εκκινεί από την παραδοχή, ότι ο πιο βιώσιμος τρόπος αντιμετώπισης του χρέους περνά, πρωτίστως, μεσ’ από την τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης. Στόχος είναι να δοθεί επαρκής ευελιξία στην αποπληρωμή του χρέους έτσι ώστε οι ετήσιες επιβαρύνσεις να μην καταθλίβουν την προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας, όπως δυστυχώς συνέβη τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των Μνημονίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συμφωνηθεί π.χ. επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής και μείωση των τοκοχρεολυσίων, με παράλληλη προσφορά επαρκών εγγυήσεων προς τους δανειστές αλλά και εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων και αλλαγών για τόνωση της ανάπτυξης στο εσωτερικό της Χώρας.
β) Η ως άνω πρόταση Macron είναι τόσο περισσότερο σύγχρονη και αποτελεσματική για την εξασφάλιση της διαχειρισιμότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, όσο αποτελεί κοινό τόπο το ότι ο καταλληλότερος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους συνίσταται, όπως προελέχθη, στην τόνωση των ρυθμών ανάπτυξης κάθε χώρας: Όσο μεγαλύτεροι είναι οι ρυθμοί ανάπτυξης, τόσο θωρακίζεται η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους μιας χώρας, δοθέντος ότι το μέγεθος του δημόσιου χρέους εξαρτάται, ευθέως και απολύτως, από το μέγεθος του ΑΕΠ.
IIII. Στο σημείο αυτό θα επαναλάβω, για μιαν ακόμη φορά, ότι η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και η εντεύθεν διασφάλιση της διαχειρισιμότητάς του επιβάλλεται και εκ του ότι το δημόσιο χρέος συνιστά γενικότερο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως της Ευρωζώνης. Και μόνο το γεγονός ότι σοβαρό πρόβλημα δημόσιου χρέους αντιμετωπίζουν και άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, «βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές». Τούτο σημαίνει, επιπλέον, ότι στο πλαίσιο της Ευρωζώνης πρέπει να υπάρξουν ευρύτερες αλλαγές προς την κατεύθυνση της λήψης των κατάλληλων μέσων αντιμετώπισης της ως άνω γενικευμένης πίεσης από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Α. Μεταξύ αυτών απαιτείται ο έγκαιρος εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με όλα εκείνα τα θεσμικά μέσα, με τα οποία μπορεί να φέρει σε πέρας την, κατά τον προορισμό της, αποστολή της. Η ανάγκη εφοδιασμού της ΕΚΤ με τα κατάλληλα μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, λόγω του ότι και η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλων διαστάσεων υπερσυγκέντρωση χρέους -ιδιωτικού και δημόσιου- η οποία μπορεί να δημιουργήσει νέα χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική κρίση, με βάση την θεωρία της «Στιγμής Μίνσκι».
Β. Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο η ΕΚΤ καθώς και οι άλλοι τραπεζικοί θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με την χρηματοδότηση των επενδύσεων και της ανάπτυξης, πρέπει να εφοδιασθούν ιδίως με τα μέσα που τους επιτρέπουν:
1. Ν’ ασκήσει αποτελεσματικά τον εποπτικό της ρόλο στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος που υπάγεται σ’ αυτήν.
2. Ν’ αντιμετωπίσει την κρίση χρέους, που εκδηλώνεται απειλητικά στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι, δίχως την θεσμοθέτηση ενός είδους κατάλληλου «ευρωομόλογου», οι τραπεζικοί θεσμοί της Ευρωζώνης -εποπτικοί και αναπτυξιακοί- δεν θα μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους για την αντιμετώπιση όχι μόνο της τωρινής κρίσης χρέους, αλλά και αναπόφευκτων μελλοντικών κραδασμών και κρίσεων. Επομένως, η δημιουργία ενός δημοσιονομικού εργαλείου (fiscal backstop) είναι απαραίτητη για την δημιουργία προϋποθέσεων πραγματικής και βιώσιμης ανάπτυξης εντός της Ευρωζώνης.
Γ. Τέλος, απαιτείται η πλήρης μετατροπή, το ταχύτερο δυνατόν, του ESM σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Η εξέλιξη αυτή από την μια πλευρά θ’ αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη του φαινομένου της ανάμιξης στα interna corporis της Ευρωζώνης οργανισμών δίχως την ανάλογη εμπειρία. Και, από την άλλη πλευρά, θα βοηθήσει ουσιωδώς την ΕΚΤ στην ευόδωση της, κατά τ’ ανωτέρω, αποστολής της.
Συνοψίζω: Οι σκέψεις που προεξέθεσα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δικαιωματικώς προσδοκά ν’ ακολουθήσει «τα μονοπάτια της ελπίδας» εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης. Και τούτο διότι έχει εκπληρώσει, στο ακέραιο, τις κάθε είδους μνημονιακές της υποχρεώσεις, ακόμη δε και εκείνες που της επιβλήθηκαν καθ’ υπερβολήν και με βάση λανθασμένους υπολογισμούς, άρα δίχως δική της ευθύνη. Επομένως, οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί και, ιδίως, το Eurogroup, η ΕΚΤ και ο ESM έχουν υποχρέωση να διευκολύνουν αυτή την ελπιδοφόρα πορεία της Ελλάδας, εκπληρώνοντας τις δικές τους υποχρεώσεις, ιδίως δε την υποχρέωση ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας υπό το πρίσμα μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής προοπτικής. Περαιτέρω, η περίπτωση της Ελλάδας πρέπει να προβληματίσει ενεργώς τους κατά περίπτωση αρμόδιους Ευρωπαίους Θεσμούς προς δύο, τουλάχιστον, κατευθύνσεις: Πρώτον, προς την κατεύθυνση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων ως προς τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και ως προς την αποστολή του ESM, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικώς την τωρινή κρίση χρέους αλλά και μελλοντικούς κραδασμούς, μιας και η υπερσυγκέντρωση χρέους εξελίσσεται σε τεράστιο παγκόσμιο πρόβλημα και μπορεί να καταστεί ξανά θανάσιμος κίνδυνος για την θεσμική, οικονομική και νομισματική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και, δεύτερον, προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης μιας βιώσιμης και ουσιαστικής αναπτυξιακής προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, πολλώ μάλλον όταν είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο από την μια πλευρά ότι οι σημερινοί ρυθμοί ανάπτυξης, ιδίως της Ευρωζώνης, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικοί μπορούν να κριθούν, αν αναλογισθεί κανείς τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Και, από την άλλη πλευρά, ότι η ανάπτυξη είναι το πιο κατάλληλο όπλο για ν’ αμυνθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη απέναντι στις απειλητικές επιδράσεις του δημόσιου χρέους. Το γεγονός δε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σε ένα πνεύμα συμβατό με τις θέσεις του Emmanuel Macron, αναγνωρίζει πλέον ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί, οριστικά και αμετάκλητα, η αδιέξοδη πολιτική υπερβολικής λιτότητας και να δοθεί έμφαση στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη, με παράλληλη στήριξη του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, χαράσσει, όχι μόνον για την Ελλάδα αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, ένα πολλά υποσχόμενο «μονοπάτι ελπί