Αναδρομή στην ιστορία, την υπόθεση και τις ερμηνείες του ευριπίδειου έργου, με αφορμή το «ροκ» ανέβασμά του στη Στέγη από τον Άρη Μπινιάρη.
Η υπόθεση του δράματος
Παραθέτω αυτούσια και πλήρη τη συγκλονιστική υπόθεση των «Βακχών» από τον συγγραφέα Γιώργο Χειμωνά.
Ο Χειμωνάς συνοψίζει, σχολιάζοντας παράλληλα τη φοβερή τραγωδία του Ευριπίδη:
«Ο θεός Διόνυσος (ή Βάκχος ή Βάκχιος ή Βρόμιος) έρχεται από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης, μακριά από τις πόλεις, επάνω στα βουνά. Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και μιας θνητής – της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλέα των Θηβών. Έγκυος ακόμα, κάηκε ζωντανή από τις φωτιές που τύλιγαν το σώμα του Διός, όταν αυτός ντυνόταν την πύρινη στολή του. Του το είχε ζητήσει σαν χάρη η ίδια η Σεμέλη, ύστερα από κακόβουλη συμβουλή της Ήρας που ήθελε να την εξοντώσει.
Ο Ζευς πρόλαβε κι άρπαξε μέσα από τη φλεγόμενη μήτρα της ζωντανό το έμβρυο, το παιδί του, και το έραψε βαθιά στον μηρό του για να το σώσει από την Ήρα. Από τον μηρό του Δία θα γεννηθεί ο Διόνυσος, αυτό σημαίνει το όνομά του: ο γεννημένος δυο φορές. Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον από μηχανής θεό, φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον αμήχανο θεό. Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: «Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε» ‒ και μάλιστα «από πολύ παλιά».
Το δράμα του Ευριπίδη
“Οι Βάκχες” εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ηγεμόνας τώρα είναι ο εγγονός του Κάδμου, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης. Από τη μανία του Διονύσου έχουν κιόλας καταληφθεί όλες οι γυναίκες της Θήβας. Έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους και παρμένες από την έκσταση του θεού, τη βακχεία, τελούν οργιαστικά μυστήρια στις κορυφές του Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας είναι εξοργισμένος. Κατηγορεί τον Διόνυσο πως είναι ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του.
Είναι η ύβρις που εκτοξεύει ο Πενθέας και εναντίον της Αφροδίτης. Δεν τον συγχωρεί ότι θύμα της σαγήνης του είναι και η μητέρα του, η Αγαύη, αλλά και οι σεβάσμιες θείες του Ινώ και Αυτονόη, όλες αδελφές της πεθαμένης Σεμέλης. Αυτές οι τρεις γυναίκες ηγούνται των βακχικών θιάσων που οργιάζουν στον Κιθαιρώνα. Ο Διόνυσος θα τον εκδικηθεί για την ασέβειά του. Του εμφυσά την τρέλα, τον μεταμφιέζει σε γυναίκα (επειδή οι Μαινάδες δεν ανέχονται την ανδρική παρουσία), τον γελοιοποιεί στους υπηκόους του, καθώς τον περιφέρει μ’ αυτήν την γκροτέσκα θηλυπρέπειά του μέσα στην πόλη, για να τον οδηγήσει στα κρησφύγετα των Βακχών, όπου θα συναντηθεί με τη μητέρα του.
Στον Κιθαιρώνα ο Πενθέας θα βρει φοβερό θάνατο: η μητέρα του (που μέσα στη μανία της τον βλέπει σαν λιοντάρι) τον κατασπαράζει με τα ίδια της τα χέρια, ξερριζώνει το κεφάλι του, το μπήγει στην κορυφή του θυρσού της και κατεβαίνει στη Θήβα, να επιδείξει θριαμβευτικά στους Θηβαίους και στον πατέρα της τον Κάδμο το σπάνιο θήραμά της – ένα άγριο νεαρό λιοντάρι των βουνών που αυτή, μια άοπλη γυναίκα, κατάφερε να σκοτώσει. Ο Κάδμος, συντριμμένος, τη βοηθάει να βγει από τη θόλωσή της και να δει τι πραγματικά είχε καρφώσει στον θυρσό της: το κεφάλι του παιδιού της. (Ένα μικρό νευρολογικό σχόλιο: το ερωτηματολόγιο του Κάδμου είναι ένα υπόδειγμα νευροψυχολογικής διερεύνησης για τους συγκεχυμένους ασθενείς.)
Η Αγαύη συνέρχεται, συνειδητοποιεί την πράξη της και θρηνεί τον θάνατο του γιου της Πενθέα, απαρηγόρητη για το αποτρόπαιο έγκλημά της. (Ένα μικρό φιλολογικό σχόλιο: το κομμάτι του θρήνου της Αγαύης έχει χαθεί από την τραγωδία του Ευριπίδη και έχει αντικατασταθεί με τον θρήνο της Παναγίας προς τον αποκαθηλωμένο Χριστό, απόσπασμα από το βυζαντινό δράμα «Χριστός Πάσχων», αλλά ο θεατής δεν το αντιλαμβάνεται – πρόκειται για έναν εντελώς όμοιο θρηνητικό λόγο, ο οποίος διατηρεί ακέραιη τη δραματική ισχύ του, από τους γόους, τους κομμούς της αρχαίας τραγωδίας έως τους επιτάφιους ύμνους της ελληνικής βυζαντινής ορθοδοξίας και έως τα λαϊκά μοιρολόγια και τα δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας.)
Το δράμα τελειώνει παράξενα. Απέναντι στον θρήνο της Αγαύης και τις κατάρες της, στο παράπονο του Κάδμου και του λαού της Θήβας (γιατί όλη η χώρα τιμωρείται απάνθρωπα από τον θεό), στη διαμαρτυρία τους για την τρομερή εκδίκηση του Διονύσου – απέναντι στη φρίκη αλλά και τον θυμό των ανθρώπων για την υπερβολική, αδικαιολόγητη κακία του Διονύσου, στέκεται σιωπηλός ο θεός.
Ο Ευριπίδης, που επινόησε τον από μηχανής θεό, φθάνει εδώ στο άλλο άκρο: δημιουργεί τον αμήχανο θεό. Ο Διόνυσος, μονάχος στο βάθος της σκηνής, αβέβαιος, σχεδόν τρομαγμένος. Η τελευταία φράση του είναι ένας ψίθυρος, μια άναρθρη απολογία: “Δεν φταίω εγώ για όλα αυτά. Άλλος τα αποφάσισε” ‒ και μάλιστα “από πολύ παλιά”. Υποτίθεται, ο Δίας. Και η οδύνη που δοκιμάζει ο θεατής των “Βακχών” για τα βάσανα των ανθρώπων μεταβάλλεται ξαφνικά σε οίκτο για τον αξιολύπητο, δειλό θεό που τα προκαλεί».
«Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση» σελ. 1-3, (Ευριπίδη «Βάκχες», μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς, Καστανιώτης 1985, 1992)
Διονυσιακή λατρεία & Μαιναδισμός
Ο ιρλανδικής καταγωγής καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών στην Οξφόρδη E.R. Dodds (1893-1979) μετέφρασε και σχολίασε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (Πανεπ. Οξφόρδης, 1944). Στην εκτενή εισαγωγή του παρουσιάζει και διερευνά την αληθινή φύση της διονυσιακής θρησκείας, υπαρκτής την εποχή του Ευριπίδη, όταν εκείνος έγραψε τις «Βάκχες» (407 π.Χ.), λίγο πριν από τον θάνατό του.
Ο Dodds αποφαίνεται ότι στη βάση του δράματος υπάρχει το ψυχολογικό φαινόμενο του μαιναδισμού. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη εμπειρία που, όταν συμβαίνει, η ανθρώπινη προσωπικότητα μπορεί προσωρινά ν’ αντικατασταθεί από μιαν άλλη.
Στο ρηξικέλευθο βιβλίο του «Οι Έλληνες και το παράλογο» («The Greeks and the irrational») που εκδόθηκε το 1951 ο E.R. Dodds μελετά τις λεπτές αποχρώσεις του αρχαίου πνεύματος και τις συμπεριφορές που ξέφευγαν από το ορθολογικό πρότυπο θέασης του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κυρίως τον 19ο αιώνα.
Ένα επίμετρο του βιβλίου αφορά τον μαιναδισμό, όπως απαντά στις «Βάκχες» του Ευριπίδη. Ο Dodds ασχολήθηκε με τον νεοπλατωνισμό, τη θεουργία, τον πνευματισμό και τον μυστικισμό, μη αποδεκτά πεδία μελέτης για τους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς της Οξφόρδης την εποχή του.
Κατά τον Dodds, oι μαινάδες, μέσω του μυϊκού τους συστήματος, αποκτούσαν τη γνώση του θείου. Υπάρχει η αίσθηση ότι κατέχονται από μια ξένη προσωπικότητα. Η θρησκευτική αυτή εμπειρία επιτυγχάνεται μέσω τελετουργικών χορών, όπως συμβαίνει λ.χ. με τους περιστρεφόμενους δερβίσηδες ή τους σαμάνους της Σιβηρίας. Στην Ευρώπη, από τον 14ο ως τον 17ο αιώνα, οι άνθρωποι χόρευαν μέχρι να πέσουν αναίσθητοι την ημέρα του Αϊ-Γιάννη ή του Αγίου Βίτου. Έτσι αναπτύχθηκαν και «θεραπείες» αρρώστων με τη μουσική και τον εκστατικό χορό, που σε ορισμένα μέρη γιορτάζονται ετησίως ως πανηγύρια ή χορευτικές λιτανείες.
Το «βακχεύειν» δεν σημαίνει «γλεντώ», επειδή ο Διόνυσος είναι θεός του κρασιού, μια ερμηνεία που άρεσε στους Ρωμαίους. Τον αποκαλούσαν «εύθυμο Βάκχο» με την ακόλαστη συνοδεία του από νύμφες και σατύρους. Αυτή ήταν κυρίως η εικόνα που ενέπνευσε τους ποιητές και τους ζωγράφους της Αναγέννησης. Ωστόσο, τα όργια αποτελούσαν πράξεις ευλάβειας που μεταμόρφωναν τον άνθρωπο, μέσα από την εμπειρία της κοινωνίας του με τον θεό, σε βάκχο ή βάκχη.
Στο έργο του Ευριπίδη οι Βάκχες πίνουν νερό ή γάλα και δεν είναι μεθυσμένες, όπως νομίζει ο Πενθέας. Η παράδοξη ορειβασία τους τις οδηγούσε μέχρι την κορυφή του Παρνασσού (πάνω από 2.500 μ. ύψος) κατά τον Παυσανία, πράγμα πολύ επικίνδυνο. Ο Πλούταρχος περιγράφει ότι στον καιρό τον δικό του οι μαινάδες βρέθηκαν αποκομμένες από μια χιονοθύελλα και χρειάστηκε ν’ ανέβει ομάδα σωτηρίας για να τις γλιτώσει.
Η πράξη που αποκορύφωνε τον διονυσιακό χορό ήταν ο σπαραγμός ενός ζώου και η ωμοφαγία, πράγμα δύσκολο να κατανοήσει το αθηναϊκό κοινό του Ευριπίδη. Όμως υπήρχε η πίστη ότι το θύμα ενσάρκωνε τις ζωτικές δυνάμεις του ίδιου του θεού Διονύσου, του οποίου γνωστές ενσαρκώσεις σε ζώο είναι ο ταύρος, το λιοντάρι και το φίδι.
Ο Ευριπίδης μοιάζει να υπαινίσσεται επίσης την απορρόφηση της ατομικής συνείδησης μέσα σε μια ομαδική συνείδηση: ο λατρευτής «θιασεύεται ψυχάν» με τον «κύριο της ζωής» Διόνυσο, και με τους συντρόφους του στη λατρεία γίνεται ένα με τη ζωή της γης.
Οι λατρευτικοί τίτλοι του Διονύσου επιβεβαιώνουν, μέσω του Πλούταρχου, ότι είναι Δενδρίτης ή Ένδενδρος, η δύναμη που ενυπάρχει στα δέντρα, Άνθιος, ο φορέας της άνθησης, Κάρπιος, ο φορέας των καρπών, Φλευς ή Φλέως, η πλησμονή της ζωής. Είναι ολόκληρη η υγρή φύση και όχι μόνο η ρευστή φωτιά του σταφυλιού. Συσχετίζεται με το πεύκο και τον κισσό και όχι μόνο με το αμπέλι. Η μαινάδα δεν ήταν ένας μυθολογικός χαρακτήρας αλλά τύπος ανθρώπου.
Ο Διόνυσος, ως ιδρυτής θρησκείας, είχε οπαδούς ή και θύματα. Ο Πενθέας έπρεπε να αντιμετωπίσει τις πράξεις τους, όπως θα έκαναν οι Αρχές της πολιτείας, όταν με τον ήχο του αυλού και του τύμπανου οι μαινάδες μπορούσαν να πέσουν σε ιερή έκσταση και να πάρουν τα βουνά.
Άρης Μπινιάρης – «Βάκχες» του Ευριπίδη
21.3.2018 – 1.4.2018, 20:30 (εκτός Δευτέρας-Τρίτης)
(Με αγγλικούς υπέρτιτλους: τα Σαββατοκύριακα 24-25 και 31 Μαρτίου-1 Απριλίου)
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Κεντρική Σκηνή
Λεωφόρος Συγγρού 107, Αθήνα, 210 900 5 800
[lifo.gr]