Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Πῶς ἔτρεχον τὸ πρωί, εἰς τὴν πεδιάδα πέραν, ἔξω τῆς πολίχνης, τόσος κόσμος, ἄνδρες καὶ παιδία, καὶ ὀλίγαι γυναῖκες προσέτι; Ἔτρεχον ἀνὰ τὴν εὐρεῖαν λεκάνην, τὴν σχηματιζομένην μεταξὺ δύο βουνῶν, καὶ ἑνὸς βορεινοῦ ὅρμου καὶ τοῦ λιμένος τοῦ μεσημβρινοῦ, πλῆθος πολὺ σφόδρα. Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ Γραῖος, ὁ βορειανατολικός, ἀδιάκοπος ἐφύσα, καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμών, Δεκέμβριον μῆνα…
Πρῶτοι ἔτρεξαν, ὁ Λούκας ὁ Μποῦνος, κι ὁ Θανάσης ὁ Πουγαδής, κι ὁ Παναγὴς τῆς Χρόναινας. Εὐθὺς κατόπιν τούτων ἦλθαν ὁ Ἀναστάσης ὁ Ζιζυφός, κι ὁ Κώστας ὁ Ἀμπᾶς, κι ὁ Ἀλέξης τῆς Μυλωνοῦς, κ᾽ οἱ λοιποί. Ἄλλοι ἐξ αὐτῶν ἔφερον σάκκους πλήρεις, ἄλλοι ἐκρατοῦσαν ὡς ράβδους ὑψηλὰ κοντάρια, κ᾽ οἱ τσέπες τῶν ἀμπαδένιων ἐπανωφορίων καὶ περισκελίδων των ἐφαίνοντο κάπως φουσκωμένες. Εἶχαν βγάλει ἀπὸ τὰ κοντάρια τοὺς γάντζους καὶ τὰ καμάκια, καὶ τὰ ἔφερον εἰς τὶς τσέπες των, ἴσως διὰ νὰ μὴ δίδουν ὑποψίας. Δύο ἐκ τούτων ἐκράτουν ἀνὰ μίαν ἀπόχην, καὶ ἄλλοι ἐβάσταζον κουβαριασμένα χονδρὰ σχοινία, πισσωμένα. Βεβαίως ἐπρόκειτο περὶ ἁλιευτικῆς ἢ ναυτικῆς ἐκδρομῆς.
Ἀλλὰ πῶς εἶχον μυρισθῆ τὴν ὑπόθεσιν, κ᾽ εἶχον λάβει εἴδησιν, ὅλοι οἱ μάγκες τοῦ τόπου, παιδία μεταξὺ δώδεκα καὶ δεκαὲξ ἐτῶν, πρῶτος ὁ Θοδωρὴς ὁ Τσοῦνος, εἶτα ὁ Γιάννης ὁ Ζόπης, κι ὁ Πέρρος ὁ Τριζόπης, κι ὁ Βασίλης ὁ Γλάρος, κι ὁ ἄλλος Βασίλης ὁ Κουλός, κι ὁ Γιώργης ὁ Κυρκυδός, κι ὁ Δημήτρης ὁ Ψόφος, κι ὁ Γιάννης ὁ Κιώρης, κι ὁ Ἀλέξης τὸ Φανάρι, κι ὁ Μανωλιὸς τὸ Ψαλτήρι, καὶ τόσοι ἄλλοι; Μόλις εἶχε γνωσθῆ τὸ πρωὶ ἡ εἴδησις, ὅτι τὴν περασμένην νύκτα εἶχε πέσει ἔξω παρὰ τὴν Κεφάλαν, τὴν ἀπότομον ὑψηλὴν ἀκτήν, πλησίον ἐπισφαλοῦς βορεινοῦ ὅρμου, μία μεγάλη νάβα ὁλλανδική, πελώριον σκάφος, φορτωμένον μὲ ἀγγεῖα, σίδηρον, καί τινα ὑφάσματα. Καὶ οἱ μὲν ναυαγοὶ εἶχον σωθῆ· εἶχαν ἔλθει νύκτα εἰς τὴν πόλιν· οἱ κάτοικοι τοὺς ἔδωκαν φορέματα, ἤναψαν μεγάλην φωτιὰν μέσα εἰς μίαν ἰσόγειον ἀποθήκην, καὶ τοὺς ἐζέσταναν. Οἱ ξένοι ἔπιον ρούμι ἄφθονον, καὶ ἤναψαν τὰς πίπας των. Ἐφαίνοντο εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν φιλοξενίαν τῶν ἐντοπίων. Τώρα ἐπρόκειτο καὶ πῶς νὰ σωθῶσι τὰ ναυάγια.
Ἡ ἐξουσία εἶχε στείλει δύο ἐνόπλους χωροφύλακας εἰς τὴν Κεφάλαν, διὰ νὰ φυλάξουν, ὅσον τὸ δυνατόν, τὸ βυθισμένον σκάφος. Ἀλλὰ πρὶν ἔλθουν οἱ χωροφύλακες, εἶχον φθάσει εἰς τὸν τόπον τοῦ ναυαγίου ὁ Λούκας ὁ Μποῦνος μὲ τὴν παρέαν του, κι ὁ Ἀναστάσης ὁ Ζιζυφός, κι ὁ Ἀλέξης τῆς Μυλωνοῦς, καὶ οἱ λοιποί. Ἀκόμη πρὸ αὐτῶν ἔφθασαν, ἂν καὶ τελευταῖοι εἶχον ἀναχωρήσει, ὁ Θοδωρὴς ὁ Τσοῦνος, κι ὁ Βασίλης ὁ Γλάρος, κι ὁ Δημήτρης ὁ Ψόφος, κι ὅλοι οἱ ξυπόλυτοι μοσχομάγκες τοῦ τόπου. Ἤρχισαν δὲ πάραυτα νὰ ἐργάζωνται πρὸς ἀνέλκυσιν τῶν ναυαγίων ἀπὸ τὸν πυθμένα. Αἱ δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες, αἵτινες εἶχον ἀκολουθήσει, ἠκολούθησαν καταρχὰς προφάσει διὰ νὰ κράξωσιν ὀπίσω τοὺς υἱούς των τοὺς μάγκας, καὶ τοὺς συμμαζέψουν, εἶτα σιγὰ-σιγά, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθανθοῦν, εἱλκύσθησαν καὶ αὐταὶ μέχρι τῆς Κεφάλας, καὶ εὗρον περίεργον τὸ θέαμα.
Ὁ Λούκας κ᾽ ἡ παρέα του, μὲ τοὺς γάντζους καὶ μὲ τὶς ἀπόχες, θὰ κατώρθωναν πολὺ μεγαλύτερες δουλειές, ἂν ἦτον εὔκολον νὰ φέρουν ἀπὸ τὸν λιμένα τὶς βάρκες των, εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Ἀλλ᾽ ἦτο σχεδὸν ἀδύνατον, διότι ὁ μαινόμενος βορρᾶς δὲν τὸ ἐπέτρεπε. Θὰ ἦτον ἀνάγκη νὰ κάμψουν τὸ ἀνατολικὸν ἀκρωτήριον, τὸ φράσσον τὸν λιμένα, νὰ πλεύσουν κατεπάνω εἰς τὸν ἄνεμον, τρία ὣς τέσσερα μίλια πέλαγος ἀγριωμένον, εἰς τὰ βασίλεια τοῦ βορρᾶ. Μὲ πανιὰ θὰ ἦτον ἀμήχανον, μὲ κωπία θὰ ἐχρειάζοντο πολὺ μεγαλύτεραι καὶ ἰσχυρότεραι λέμβοι, καὶ πολλοὶ καὶ στιβαροὶ βραχίονες νὰ τὸ κατορθώσουν. Διὰ τοῦτο ἠναγκάσθησαν, φέροντες τὰ ἁλιευτικά των ἐφόδια, νὰ ἔλθουν πεζοί, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἔχῃ στείλει.
Τώρα, μὲ γάντζους, μὲ ἀπόχες, μὲ σχοινία καὶ μὲ κοντάρια, ἔκαμναν ὅ,τι μποροῦσαν ἀνασύροντες πότε-πότε μεγάλα πινάκια, ὑπερμεγέθεις σουπιέρες μὲ καλύμματα καὶ μὲ κουτάλας πηλίνας ἀκόμη, ἐνίοτε δέσμας σιδηρῶν ράβδων κτλ. Ἀλλὰ πολὺ μεγαλυτέραν ἐργασίαν ἔκαμναν ὁ Θοδωρὴς ὁ Τσοῦνος, κι ὁ Γλάρος, κι ὁ Ψόφος, καὶ οἱ λοιποί. Οὗτοι, χωρὶς νὰ φοβῶνται ὅτι θὰ κρυώσουν, ἐγυμνώθησαν ἀπὸ τὰ ὀλίγα ράκη ποὺ ἐφοροῦσαν, ἔδιναν διαρκῶς βουτιές, ἔφθαναν δύο ἢ τρία μπόϊα εἰς τὸν πυθμένα, κ᾽ ἐπανήρχοντο εἰς τὸν ἀφρὸν φέροντες πάντοτε ὅσην ἠδύναντο νὰ σηκώσουν λείαν.
Δὲν ἐφαίνοντο νὰ εἶχαν συλλογισθῆ πῶς θὰ μεταφέρουν τόσα ἀγγεῖα πήλινα, καὶ τόσας ράβδους σιδηρᾶς, καὶ πῶς θὰ τὰς ἐξασφαλίσουν. Πλὴν ὁ Λούκας ὁ Μποῦνος ἐφαίνετο νὰ εἶχε τοὺς σκοπούς του δι᾽ αὐτό.
― Παιδιά, εἶπεν οὗτος ἔξαφνα, στραφεὶς πρὸς τὰς διαφόρους ὁμάδας τῶν ἀνελκυστῶν καὶ τῶν βουτηχτῶν, τὰ πλιάτσκα μας, βλέπετε, εἶναι τέτοιας λογῆς, ποὺ τὸ ἕνα εἶδος, τὸ σίδερο, εἶναι φτιασμένο γιὰ νὰ σπάζῃ τὸ ἄλλο εἶδος, τὰ πιάτα. Τὸ λοιπόν, δὲν μποροῦν νὰ κάμουν εὔκολα χωριό, τὰ δυὸ μαζί. Εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ξεχωρίσουμε. Σᾶς παραχωροῦμε σᾶς, τῶν παιδιῶν, νὰ πάρετε ὅσα πιάτα εὕρετε, σπασμένα καὶ γιερά, ποὺ εἶναι καὶ πλιὸ εὔκολο νὰ τὰ κουβαλήσετε στὰ χέρια· σώνει νὰ μᾶς βοηθήσετ᾽ ἐμᾶς νὰ μεταφέρουμε σὲ μέρος σίγουρο οὗλες τὶς βέργες καὶ τὶς λαμαρίνες.
Ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς ἑνὸς τῶν συντρόφων του, τοῦ Ἀναστάση τοῦ Ζιζυφοῦ, καὶ τοῦ ἐψιθύρισε μερικὰ λόγια μὲ πολλὰς χειρονομίας, δεικνύων διὰ συρτοῦ κ᾽ ἐπιμόνου κινήματος τῆς παλάμης ἴσα-πέρα τὸν αἰγιαλόν, καὶ ἠκούσθησαν ἀρκετὰ εὐκρινῶς ἀπ᾽ τὸ στόμα του ὀλίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα ἐκεῖ, σπηλιά,… κλειδαριά, σιδερόπορτα… Νὰ φυλᾶτε, κ᾽ ἐμεῖς θά ᾽ρθουμε μὲ τὶς βάρκες τὸ βράδυ, σὰν πέσ᾽ ὁ ἀέρας».
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἕνας ἀπὸ τοὺς μάγκας, ὁ Μανωλιὸς τὸ Ψαλτήρι, ἐφώναξεν:
―Ἔ! μπαρμπα-Λουκᾶ! μπαρμπα-Λουκᾶ! νά, ἔρχονται οἱ ταχτικοί!
Ἐστράφησαν ὅλοι, καὶ εἶδον τοὺς δύο γηραιοὺς χωροφύλακας, μὲ τὶς παλιοκαπότες των καὶ μὲ τὶς καραμπίνες των τὶς σκουριασμένες, ποὺ ἐφάνησαν νὰ κατέρχωνται τὴν ράχιν πρὸς τὴν ἀκτήν, καὶ μόλις ἀπεῖχον πεντακόσια βήματα. Ἦσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τὴν πρὸ τοῦ Συντάγματος, μὲ τουζλούκια* καὶ μὲ χειρίδας ἀνοικτάς, δυσκίνητοι, συμβιβαστικοί, ὀλιγαρκεῖς, μαθημένοι νὰ πονοῦν τὴν φτώχεια, καὶ μὴ θέλοντες νὰ φαίνωνται κακοί.
―Ἔννοια σας, ἐσεῖς! ἔκραξεν ὁ Λούκας χωρὶς νὰ ταραχθῇ. Ξέρω ἐγὼ τί νὰ τοῦ πῶ, τοῦ μπαρμπα-Χρίστου, καὶ μὴ σᾶς μέλῃ.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ὁπωσοῦν τραχεῖα ἡ φωνὴ τοῦ ἑνὸς τῶν χωροφυλάκων, τοῦ γεροντοτέρου:
―Ἔ! νισάφι*, βρὲ παιδιά, ἐφώναξε… Πέσατε μὲ τὰ μοῦτρα, πάλι, στὸ πλιάτσκο!
Μὲ τὸν ἴδιον τόνον ἀπήντησεν ὁ Λούκας:
―Ἔννοια σου, μπαρμπα-Χρῖστο! τὸ κάνουμε γιὰ νὰ μὴ σκουριάσουν τὰ σίδερα μὲς στὴ θάλασσα… Κ᾽ ἔπειτα, εἶναι ἀνάγκη νὰ ξαλαφρώσῃ λιγάκι τ᾽ ἀμπάρι, γιὰ νὰ σηκωθῇ τὸ σκάφος!…
Ὁ Λούκας δὲν ἐβράδυνε νὰ πείσῃ τὸν μπαρμπα-Χρῖστον περὶ τῆς ἀληθείας καὶ περὶ τῆς ὀρθότητος τῶν δύο ἐπιχειρημάτων, τὰ ὁποῖα ἐπρόβαλλε. Ὅταν οἱ δύο γηραιοὶ ὁπλῖται κατῆλθον χαμηλότερα πρὸς τὸν αἰγιαλόν, ἀνέβη κ᾽ ἐκεῖνος ὀλίγον ὑψηλότερα καὶ τοὺς ἀνέπτυξεν ἀναλυτικώτερον τὴν ὑπόθεσιν.
― Κάμετε γλήγορα! ἔκραξεν ἐν συμπεράσματι ὁ γερο-Χρῖστος· καὶ ξεπαστρέψτε τα, αὐτά, τὸ γληγορώτερο… καὶ ξεκουμπισθῆτε ἀποδῶ, γιατὶ!…
Διέκοψε, καὶ ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸν πώγωνα· εἶτα ἐπέφερεν:
― Εἶναι κι ἄλλοι ἐδῶ, ποὺ ἔχουν γένεια…
Ἔκαμε μιμικὸν κίνημα, σημαῖνον ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὰ γένεια», δηλ. ἴσως ὁ κατὴς ἢ εἰρηνοδίκης, ἦτον φόβος, ἂν ἐγίνοντο παράπονα, μὴν τοὺς τσακώσῃ «ἀπ᾽ τὸ γιακά», καὶ τοὺς στείλῃ «μέσα».
Ὁ Λούκας ἀπήντησεν:
―Ὁρισμός σας, μπαρμπα-Χρῖστο!… τὸ γληγορώτερο.
Εἶτα ἤρχισε νὰ συνεννοῆται μὲ τὴν παρέαν του.
Καθὼς τὰ μυρμήκια, τὸ θέρος, δὲν παύουν ἕνα-ἕνα, ἀποτελοῦντα ἀτελείωτον λιτανείαν εἰς τὴν ἄκραν τοῦ δρόμου, νὰ σύρουν ἀπὸ ἕνα κόκκον, ἢ ψόφιαν μυῖαν, ἢ ὁ,τιδήποτε, βαδίζοντα ἀκούραστα πρὸς τὴν ἀποθήκην των, τὴν μικρὰν ἐκείνην ὀπὴν τῆς γῆς, οὕτω καὶ ἡ πολυκέφαλος συντροφιὰ τοῦ Λούκα, ὁ Θανάσης ὁ †Παπουδής†, κι ὁ Παναγὴς τῆς Χρόναινας, κι ὁ Ἀναστάσης ὁ Ἀμπᾶς, κι ὁ Ἀλέξης τῆς Μυλωνοῦς, καὶ οἱ λοιποί, ἐσχημάτισαν μακρὰν πομπήν, μετακομίζοντες ἐπ᾽ ὤμων τὰς ράβδους τὰς σιδηρᾶς καὶ τὰ ἀγγεῖα, εἰς τὴν καλύβην πέραν, τὴν κρυφήν, καὶ εἰς τὴν σπηλιὰν τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποδείξει ὁ Λούκας. Καὶ καθὼς τὰ μυρμήκια, ὅταν εἰς ἓν ἐξ αὐτῶν πέσῃ ἓν τεμάχιον πολὺ μεγάλον καὶ δυσανάλογον διὰ τὰς δυνάμεις του, ὑπείκοντα εἰς σημεῖα μυστικὰ καὶ εἰς φωνὰς ἀδήλους, ἔρχονται εἰς βοήθειαν τοῦ ἀδελφοῦ των, καὶ συνεργάζονται πέντε ἢ ἓξ ὁμοῦ εἰς τὸ κύλισμα καὶ τὴν μεταφορὰν τοῦ μεγάλου τεμαχίου, παρομοίως ὁ Θοδωρὴς ὁ Τσοῦνος, κι ὁ Γιάννης ὁ Ζόπης, κι ὁ Πέρρος ὁ Τριζόπης, κι ὁ Κώστας ὁ Κυρκυδός, κι ὁ Δημήτρης ὁ Ψόφος, κι ὁ Ἀλέξης τὸ Φανάρι, καὶ ὅλοι οἱ λοιποί, συνέτρεχον καὶ συνεκοπίαζον εἰς τὸ κουβάλημα πάσης δέσμης σιδηρῶν ράβδων, πολὺ στερεὰ δεμένης, καὶ τὴν ὁποίαν μάτην εἶχον προσπαθήσει νὰ λύσωσιν εἰς μονάδας.
Τὴν νύκτα, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη καὶ ὁ καιρὸς ἐφαίνετο ὅτι ἐβελτιώθη. Τέσσαρες ἢ πέντε λέμβοι ἔκαμψαν τὸ ἀνατολικὸν τοῦ λιμένος ἀκρωτήριον, καὶ δὲν ἐβράδυναν νὰ φθάσουν εἰς τὴν Σπηλιάν, ὀλίγῳ πλησιέστερον τῆς ἀκτῆς, ὅπου εἶχε βυθισθῆ τὸ ξένον πλοῖον.
Τινὲς τῶν συντρόφων ἐζήτουν ἐπὶ τόπου νὰ μοιρασθοῦν τὰ λάφυρα, διὰ νὰ φέρῃ «ὁ καθένας τὸ δικό του». Ὁ Λούκας ἔκανε «κουμάντο» εἰς ὅλα. Προκειμένου περὶ διανομῆς τῶν λαφύρων ἰδοὺ πῶς ἔλυσε τὸ ζήτημα:
― Βρὲ παιδιά, εἶπε, νὰ φορτώσουμε τώρα τὰ πράγματα ὅπως εἶναι, μοιρασμένα κι ἀμοίραστα, γιὰ νὰ τὰ κουβαλήσουμε «ὅσο εἶναι νωρίς», ―ἦτον μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα,― κ᾽ ὕστερα κάνουμε καλά, ὅταν θὰ τὰ ξεμπαρκάρουμε. Ὁ λύκος ἀπ᾽ τὰ μετρημένα τρώει.
Συγχρόνως δὲ ἔβαλε τὰ δυνατά του νὰ παραφορτώσῃ τὴν δικήν του τὴν βάρκαν μὲ παραπολλὰ σίδερα, λέγων ὅτι ἡ βάρκα αὐτὴ σηκώνει περισσότερα, ἐπειδὴ εἶναι καινούργια καὶ γερὴ καὶ καλοφτιασμένη.
Εἰς τὸν πλοῦν πάλιν ὁ ἄνεμος ἐσφοδρύνθη κ᾽ ἐφουρτουνιάσθησαν ὅλοι. Ἡ βάρκα τοῦ Λούκα, ὡς πολὺ βαρυφορτωμένη, ἠναγκάσθη νὰ κάμῃ σχεδὸν γενικὴν ἀβαρίαν.
Τέλος ἔφθασαν εἰς τὸν λιμένα, δύο ὥρας πρὶν φέξῃ, καὶ ἀπεβίβασαν τὰ πράγματα εἰς μίαν ἐσχατιάν, ἔξω τῆς πόλεως. Τότε ἤρχισαν δυνατὸν καυγὰν μεταξύ των.
Ὁ Λούκας κ᾽ οἱ ἄλλοι δυὸ νομᾶτοι, οἱ σύντροφοι τῆς βάρκας του, ἀπῄτουν νὰ τὰ μοιράσουν ὅλα «ἀπ᾽ τὴ μεγάλη μέση», ἀναλογίζοντες τὴν ἀβαρίαν εἰς βάρος ὅλων. Οἱ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι τὰ πράγματα εἶναι καλῶς μοιρασμένα, καὶ δὲν ἔχουν νὰ κάμουν ἄλλην μοιρασιάν. Ἂς μὴν ἔκαναν τόσο «ταμάχι», ὁ Λούκας κι ὅλοι αὐτοὶ μαζί του, διὰ νὰ μὴν εὑρεθοῦν εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ κάμουν ἀβαρίαν. Πλὴν διατί τάχα ὁ Λούκας νὰ ἐπιμένῃ νὰ βαρυφορτώσῃ τόσον τὴν βάρκαν; Ἄλλα εἶχε στὰ χείλη, κι ἄλλον διάβολον εἶχε μέσα του. Βεβαίως, ἐνόει ὅλην τὴν βαρκαδιὰ ὡς μερδικό του· καὶ τὸ μερδικό του τὸ πῆρε πίσω ἡ θάλασσα ἡ ἀχόρταγη.
Τότε οἱ δύο νομᾶτοι, οἱ σύντροφοι τοῦ Λούκα, ἔρριψαν ὅλον τὸ βάρος ἐπάνω του, κ᾽ ἐπέμειναν νὰ μοιρασθοῦν οἱ δύο ὅ,τι εἶχε μείνει ἀπ᾽ ὅλον τὸ φορτίον, ἐπειδὴ αὐτὸς μὲ τὸ «ταμάχι» του καὶ μὲ τὴν πλεονεξίαν του ἔγινεν αἴτιος τῆς ἀβαρίας, καὶ εἶναι δίκαιον ἡ ζημία νὰ πέσῃ εἰς βάρος του.
Ὁ Λούκας ἐτραβοῦσε τὰς ὀλίγας τρίχας, τὰς ἄλλοτε πυρράς, καὶ νῦν στακτερὰς καὶ ὑπολεύκους, ποὺ εἶχαν μείνει περὶ τοὺς δύο κροτάφους του, μεμφόμενος τὴν ἀχαριστίαν τῶν συντρόφων.
― Κακό, βρὲ παιδιά! κι ὁ κόπος μου θὰ πάῃ χαμένος;… Κρῖμα, βρὲ παιδιά!
Εὐθὺς ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, πρὶν προφθάσουν οἱ ναυαγοσῶσται νὰ μεταφέρουν καὶ ἐξασφαλίσουν ὅλα τὰ λάφυρα, ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ πάρεδρος τῆς δημαρχίας, ὁ «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», ἐλθόντες κατέσχον ὅ,τι εὗρον ἐξ ὅλων τῶν διακομισθέντων πραγμάτων. Ὁ εἰρηνοδίκης ἐξωδίκως ἀπεφάνθη ὅτι, κατ᾽ αὐτόν, οἱ ἄνθρωποι οὗτοι δὲν ἦσαν ἔνοχοι, καθότι ἐγλύτωσαν τόσον πρᾶγμα ἀπὸ τὴν φθοράν. Ἐπειδή, ἂν ἐπερίμεναν τοὺς «ἁρμοδίους» πότε νὰ «σκεφθοῦν» καὶ «ν᾽ ἀποφασίσουν», νὰ «λάβουν μέτρα», κτλ. οἱ ἁρμόδιοι εἶναι τόσον βραδυκίνητοι, ὥστε τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ φορτίου θὰ τὸ κατέπινεν ἐν τῷ μεταξὺ ἡ θάλασσα. Ἐδικαιοῦντο ἄρα οἱ ἄνθρωποι, ἂν δὲν τοὺς ἐπλήρωναν τὰ ναυαγοσωστικά, νὰ κρατήσουν μέρος τῶν πραγμάτων τούτων δι᾽ ἀμοιβήν των.
― Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, βρὲ παιδιά, εἶπεν ὁ Λούκας· δὲν ἦτον δίκιο νὰ χάσω τὸν κόπο μου!
(1901)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/328-03-37-oi-nayagoswstai-1901