Ας μετατρέψουμε την ψήφο της Ελλάδας στα Ευρωπαϊκά και Νατοϊκά Θεσμικά Όργανα σε αποτελεσματικό όπλο υπεράσπισης Στρατηγικών μας Στόχων…
Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Ας μετατρέψουμε την ψήφο της Ελλάδας στα Ευρωπαϊκά και Νατοϊκά Θεσμικά Όργανα σε αποτελεσματικό όπλο υπεράσπισης Στρατηγικών μας Στόχων…
Ασφαλώς όταν η Ελλάδα επεδίωκε την ένταξή της, την οποία και τελικώς πέτυχε, τόσο στην -τότε- ΕΟΚ (όπως αυτή έχει μετεξελιχθεί σήμερα σε Ευρωπαϊκή Ένωση) όσο και στο ΝΑΤΟ, προσδοκούσε ότι αυτές οι συμμετοχές της, θα της πρόσφεραν εξαιρετικές δυνατότητες και εθνικά οφέλη τόσο στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα, μα και στον τομέα της εθνικής της ασφάλειας και κυριαρχίας αλλά και της αναβάθμισης της διεθνούς παρουσίας της. Για ένα σωρό λόγους που θα ήταν χρήσιμο -και ίσως το επιχειρήσω σε ένα άλλο άρθρο- να αποτυπωθούν και εξηγηθούν, από ένα σημείο και πέρα, αυτές οι προσδοκίες, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, άρχισαν να ξεθωριάζουν και σήμερα, το ισοζύγιο των θετικών και αρνητικών συνεπειών της συμμετοχής της Χώρας στο ΝΑΤΟ μα και στην Ευρωζώνη, (και σε μικρότερο βαθμό στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση), γέρνουν προς την πλευρά των αρνητικών συνεπειών. Μάλιστα αυτό συμβαίνει σε τέτοιο σημείο ώστε, συχνά, αντί οι αρνητικές συνέπειες να συγκρίνονται με αντίστοιχες θετικές, όπως είναι το σωστό, να συγκρίνονται, με άλλες ακόμα μεγαλύτερες και σοβαρότερες αρνητικές συνέπειες αν δεν μετείχαμε σ’ αυτές της Ενώσεις, δηλαδή, στη λογική του μικρότερου κακού, ενός κακού όμως, που συνεχώς ισορροπεί σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα, έτσι ώστε να συγκρίνονται συνεχώς μεγαλύτερα δεινά με ακόμα χειρότερες αρνητικές συνέπειες από τη μη συμμετοχή μας στους παραπάνω Οργανισμούς. Αν αυτό όμως συνεχιστεί, είναι φανερό πως κάποια στιγμή, δεν θα μπορεί να προβάλλεται κανένα αντεπιχείρημα στη λογική του «μεγαλύτερου κακού», διότι πλέον τότε θα έχει εξαντληθεί η δεξαμενή των δυνητικών δεινών αφού όλα θα έχουν μετουσιωθεί σε πραγματικότητα.
Όμως, αν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, πρέπει να το πούμε, πως φτάσαμε και με δική μας ευθύνη όχι μόνο διότι δεν κατόρθωσε η Χώρα μας να μετατρέψει δυνητικά οφέλη σε πραγματικά, ούτε διότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν επιχείρησε όταν συναινούσε σε ό,τι προδήλως μας έβλαπτε να απαιτεί ανταλλάγματα που ισόποσα θα κάλυπταν δικές μας ζημίες, όμως, είναι εξίσου αληθές ότι από ένα σημείο και πέρα, αυτοί οι ίδιοι οι Οργανισμοί, ΝΑΤΟ και Ευρωζώνη (αλλά και Ευρωπαϊκή Ένωση) έχοντας παρεκκλίνει των αρχικών τους σκοπών χάριν των οποίων δημιουργήθηκαν, έπαψαν να προσφέρουν και τόσες πολλές θετικές προοπτικές και αντιθέτως, άρχισαν να δημιουργούν στα μικρότερα και πιο αδύνατα Μέλη τους περισσότερα προβλήματα και ολοένα λιγότερα οφέλη.
Αυτή η εκτροπή, είναι και ο λόγος ώστε η μεν Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει καταστεί μια Αγορά στην πιο ακραία Νεοφιλελεύθερη εκδοχή της υπό την αυταρχική Ηγεμονία του Βερολίνου το οποίο καρπούται το σύνολο σχεδόν των ωφελημάτων της Ένωσης αφήνοντας στους άλλους και ιδίως στους ασθενέστερους φιλοδωρήματα ή/και ζημιές που προκύπτουν από τον αχαλίνωτο Νεοφιλελεύθερο Καπιταλισμό, το δε ΝΑΤΟ, ειδικώς σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, να μην είναι σε θέση καταστατικά να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της Χώρας έναντι του μοναδικού σοβαρού κινδύνου που αντιμετωπίζει, αυτόν της τουρκικής επιθετικότητας, αφού η εγγύηση της Συμμαχίας αφορά κινδύνους προερχόμενους από Χώρες εκτός αυτής, και όχι από διενέξεις μεταξύ των Μελών της!
Τίθεται συνεπώς, αυτομάτως το ερώτημα ως προς το ζήτημα της συμμετοχής της Χώρας μας και στους δύο παραπάνω Οργανισμούς, αν θα ήταν χρήσιμο να αναζητήσει και κατασκευάσει η ίδια προσεκτικά σχεδιασμένες στρατηγικές πιο ευέλικτες, πιο διεθνοποιημένες και περισσότερο πολυμερείς ακολουθώντας τις εξελίξεις των καιρών, εξελίξεις που έχουν μεταβάλλει ριζικά τις συνθήκες που ίσχυαν όταν η Ελλάδα έκανε τις επιλογές της πριν μισό αιώνα και παραπάνω όταν επεδίωκε την ένταξή της στους παραπάνω Οργανισμούς. Αν τότε, το ισοζύγιο των δυνητικών ωφελημάτων και ζημιών από τη συμμετοχή της σ’ αυτούς έκλιναν -για δεκαετίες είναι αλήθεια- υπέρ των πρώτων, εδώ και αρκετά χρόνια, αυτό το ισοζύγιο έχει ανατραπεί υπέρ των ζημιών και επομένως επιβάλλεται : είτε να αναζητήσουμε πολιτικές που ρεαλιστικά μπορούν, όχι σε κάποιο άδηλο μέλλον μα άμεσα, εντός των Οργανισμών αυτών αλλά πάνω σε άλλες βάσεις και προϋποθέσεις συμμετοχής μας σ’ αυτούς, να οδηγήσουν σε επαναφορά του ισοζυγίου σε θετική διαφορά, είτε αυτές οι πολιτικές να αναζητηθούν εκτός αυτών (ή : και εκτός αυτών) αλλά έχοντας προηγούμενα εξασφαλίσει ισχυρές συμμαχίες με τουλάχιστον μία ή δύο αξιόλογες διεθνώς Δυνάμεις (εδώ περιλαμβάνω και τις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εντός του ΝΑΤΟ Δυνάμεις) που θα είναι σε θέση να μας υποστηρίξουν στην διεθνή μας οικονομική παρουσία και να εγγυηθούν δεσμευτικά με συνθήκη συμμαχίας κάθε επιβουλή της εδαφικής μας ακεραιότητας έναντι παντός τρίτου.
Δεν γνωρίζω πόσο πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε πάνω σε ένα αυταπόδεικτο, νομίζω, γεγονός. Ότι από την στιγμή που ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διατυπώσει το δόγμα «Ανήκομεν εις την Δύσιν», ένα δόγμα, εκείνη την εποχή, απολύτως ρεαλιστικό και απολύτως αναγκαίο για τα εθνικά μας συμφέροντα, έκτοτε, αυτή η «Δύση», πλέον, απλά δεν είναι καθόλου η ίδια, ακόμα και εντός της Ευρώπης. Τότε, στη «Δύση» αυτή, και ιδίως στην «Ευρωπαϊκή Δύση», δεν μετείχαν όλα εκείνα τα Κράτη που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της τότε Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή, ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη και το σύνολο των βαλκανικών Χωρών (πλην Ελλάδας) και βεβαίως η ίδια η ΕΣΣΔ (σημερινή Ρωσία)! Σήμερα όμως, αυτή η διάκριση δεν υπάρχει, και πάντως δεν υπάρχει με την τότε έννοια. Όπως επίσης, είναι κρίσιμο να υπογραμμίσουμε και αυτή την εξέλιξη (τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες), ότι ΕΝΤΟΣ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει αποδυναμωθεί απελπιστικά αυτό που κάποτε προβάλλονταν με ιδιαίτερη επιμονή, τουλάχιστον ως προοπτική, το ΚΟΙΝΟ ΕΥΡΩΕΝΩΣΙΑΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ-ΜΕΛΩΝ. Σήμερα, αυτό το «Κοινό Συμφέρον», αποτελεί το μέγα ζητούμενο, διότι όχι μονάχα έργω μα και λόγω πλέον, έχει υποκατασταθεί από τα εθνικά συμφέροντα των Κρατών-Μελών της Ένωσης και τη λογική του «δούναι και λαβείν» που έστειλε στα αζήτητα όλες τις μεγάλες και ωραίες διακηρύξεις περί «αλληλεγγύης». Άλλωστε, αυτή η ίδια η επίκληση του «Κοινού Συμφέροντος» των Μελών-Κρατών της Ένωσης, εμπεριέχει μια θεμελιώδη φαντασίωση. Ζητούν από μια ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΜΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ, από μια ΑΓΟΡΑΙΑ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΝΤΟΤΗΤΑ, εξ ορισμού δηλαδή ατομικιστική, να λειτουργεί παράλληλα και υπέρ άλλων συμφερόντων, πέραν των δικών της και ιδίως υπέρ των «Εθνικών Συμφερόντων» των Κρατών-Μελών, οι Αγορές των οποίων συγκροτούν την Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά! Άλλωστε μονάχα κάποιος «τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾽ ὄμματα» αδυνατεί να αντιληφθεί ότι ΚΑΝΕΙΣ στην Ευρώπη δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για την «συνανάπτυξη» με τον διπλανό του αν ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ δεν εξυπηρετείται ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, εκτός ίσως κι αν διέπεται περισσότερο από κάποιο ιεραποστολικό πνεύμα, οπότε είναι βέβαιο ότι έχει εξασφαλισμένη μια καλύτερη προοπτική σε κάποιον άλλον κόσμο, όχι όμως σε τούτον εδώ τον πεζό, τον γήινο κόσμο.
Οι ανωτέρω εξελίξεις, έχουν δημιουργήσει εντελώς νέες πραγματικότητες ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ Ευρώπης, πραγματικότητες που σε συνδυασμό με την πρωτοφανή διεύρυνση των διεθνών οικονομικών συναλλαγών πάνω σε βάσεις ομοίως πρωτόγνωρες σε ό,τι αφορά τον βαθμό των εμποδίων που άλλοτε συναντούσαν (πολιτικά και οικονομικά), αλλά και του βαθμού διεθνοποίησης και των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των Κρατών παγκοσμίως, επιβάλλουν στα Κράτη, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΝ ΜΕΤΕΧΟΥΝ Η ΟΧΙ ΣΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ «ΕΝΩΣΕΙΣ», να επιχειρούν να αντλήσουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από αυτή την Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Ασφαλώς, αυτός ο αναπροσανατολισμός της διεθνούς μας πολιτικής, για να εστιάσω στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να αποκλείει, κατά την άποψή μου, την παραμονή μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά εκτός της Ευρωζώνης, στην οποία μετέχουμε μονάχα «τιμής ένεκεν» πληρώνοντας βαρύ φόρο πολυτελείας προκειμένου να φέρουμε τον «τιμητικό» επαναλαμβάνω «τίτλο» του «Μέλους» της Ευρωζώνης, εντός της οποίας, έχουμε διαλυθεί και ως οικονομία και ως κοινωνία, τουλάχιστον έως ότου αποκτήσουμε οικονομία ανθεκτική στις μεγάλες πιέσεις που ασκεί ένα νόμισμα, όπως το ευρώ, σχεδιασμένο για να στηρίζει οικονομίες τύπου Γερμανίας, ένα μοντέλο από το οποίο πόρρω απέχουμε και το οποίο πληρώνουμε και πληρώσαμε -ακόμα και πριν την Κρίση- με μια μεγάλη απώλεια του βαθμού ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας ακριβώς λόγω του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.
Όμως θα ερωτήσει κάποιος : με βάση την υπάρχουσα πραγματικότητα, δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε τα πράγματα υπέρ ημών, εντός της Ευρωζώνης, αυτή της Γερμανικής Ευρωζώνης κει Γερμανικής Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ;
Η απάντηση είναι ένα τεράστιο «ΝΑΙ», υπό μια όμως Σιδηρά Προϋπόθεση : ότι η Ελλάδα, θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τις άνευ ουσιαστικών ανταλλαγμάτων συναινετικές της πολιτικές στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, με στρατηγικές αντάξιες μιας Χώρας-Παίκτη η οποία παίζει το παιχνίδι της επιβίωσής της εντός ενός Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Πλαισίου όχι με τους όρους που θα επιθυμούσε να ισχύουν στο παίγνιο αυτό, αλλά με τους όρους που όντως ισχύουν επιχειρώντας ασφαλώς να τους επηρεάσει στο βαθμό που είναι αυτό μπορετό. Εν προκειμένω, Η ΨΗΦΟΣ της Ελλάδας στα Θεσμικά Όργανα τόσο της Ευρώπης όσο και του ΝΑΤΟ, μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμο και εξαιρετικά αποτελεσματικό «όπλο» υπέρ των Εθνικών μας Συμφερόντων. Σε μια Αγοραία Νέα Τάξη Πραγμάτων, Ευρωπαϊκή και Διεθνή, τα πάντα τίθενται στο «ζύγι» με την «τιμή» να διαμορφώνεται στη λογική της προσφοράς και της ζήτησης. Αν η Ελλάδα διαθέτει μια «ψήφο» η οποία «ζητείται» να δοθεί με ένα ορισμένο περιεχόμενο (ναι ή όχι), τότε, ανάλογα με τη βαρύτητα του εξυπηρετούμενου στόχου από αυτή τη «ζήτηση» της ψήφου μας και ιδίως ποιοι και πόσο ωφελούνται, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ με το πόσο ωφελείται και η Χώρα μας, (πόσο μάλλον όταν ζημιώνεται), θα πρέπει η «τιμή προσφοράς» της ψήφου μας, να καθοριστεί ανάλογα. Αν πολλά θα κερδίσουν όσοι μας ζητούν την ψήφο μας, πολλά θα πρέπει να δώσουν.
Μια τέτοια στρατηγική σας φαίνεται αγοραία, κυνική; Κακώς, αν αυτό νομίζετε! Είναι μια στρατηγική επιβίωσης! Δεν είναι αγοραία ή κυνική η στρατηγική, είναι αγοραία και κυνική η πραγματικότητα που επιχειρεί να αντιμετωπίσει και από την οποία επιχειρεί να μας προστατέψει, εξόν και κάποιος έχει κατά νου κάποιον άλλον τρόπο να συνομιλήσει και συνδιαλαγεί με τον Αγοραίο Κυνισμό. Εγώ θα έθετα το ερώτημα διαφορετικά : Σε ένα κυνικό διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, στο οποίο υπερισχύουν οι πιο κυνικοί Αγοραίοι Νόμοι, έχετε να προτείνετε κάτι που ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΑ θα τους αξιοποιήσει -και όχι στη λογική του τι θα επιθυμούσαμε να ισχύει-, όσο είναι δυνατόν υπέρ ημών, τουλάχιστον έως ότου μια άλλη Τάξη Πραγμάτων, επιβάλλει πιο ανθρώπινους και κοινωνικά δίκαιους όρους παιχνιδιού έχοντας εν τω μεταξύ αλλάξει και το ίδιο το περιεχόμενο αυτού του παιγνίου;
Στην ρεαλιστική, εφαρμοσμένη πολιτική μιας Χώρας, η πραγματικότητα περιγράφεται με λέξεις που δεν την παραποιούν και δεν ωραιοποιούν, διαφορετικά, θα καταλήξουμε σε πολιτικές ωραιοποιημένες μεν, ανεδαφικές και καταστρεπτικές δε.
Η Ελλάδα, όχι σπάνια, την ψήφο της την έχει «τιμολογήσει» (και σε πιο αγοραίους όρους : την έχει «πουλήσει») πάμφθηνα, για να μην πω ότι και μερικές φορές την έχει δώσει και εντελώς δωρεάν, ακόμα κι εκεί που με βάση τη δική της ψήφο, ήταν οφθαλμοφανές ότι άλλοι ωφελούνταν τα μέγιστα την ίδια στιγμή που η Χώρα ζημιώνονταν επίσης τα μέγιστα (π.χ., οι οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, η άνευ όρων συναίνεσή μας στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν κατέρρευσαν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, η άνευ συναίνεσή μας για την είσοδο διάφορων Χωρών, όπως της Αλβανίας και όχι μόνο, στο ΝΑΤΟ κλπ, χωρίς να ζητάμε κανένα αντάλλαγμα).
Ήδη σήμερα, βιώνουμε δύο εξαιρετικής σημασίας γεγονότα για τα εθνικά μας συμφέροντα, που μας δίνουν την ευκαιρία να δοκιμάσουμε ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, την στρατηγική της «Σκληρής Ψήφου» εννοώντας με τον όρο αυτό, την θετική ψήφο της Ελλάδας σε μείζονος σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ στρατηγικές επιδιώξεις, για την υλοποίηση των οποίων όμως είναι απαραίτητη και η ελληνική θετική ψήφος.
Ας υπογραμμιστεί πως η Χώρα μας, ούσα σε κατάσταση ουσιαστικής οικονομικής πτώχευσης και απώλειας της εθνικής της κυριαρχίας, με μια στρατηγική σαν αυτή που εδώ εισηγούμαι, ενώ δεν θα έχει να χάσει σχεδόν τίποτα περισσότερο από ό,τι ήδη έχει χάσει, μπορεί, αντίθετα, να αρχίσει να ανακτά σταδιακά ό,τι έχει ήδη απολέσει καθ’ όλη την Μνημονιακή Περίοδο, για τον απλούστατο λόγο, διότι τα γεωστρατηγικά διακυβεύματα των Μεγάλων Παικτών (κυρίως Βερολίνου και Ουάσινγκτον αλλά και των Παρισίων) στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι τεράστια, και ευτυχώς για μας, απαιτείται και η δική μας θετική ψήφος προκειμένου αυτά τα διακυβεύματα να μη μετατραπούν σε μεγάλες ζημίες ή/και σοβαρούς κινδύνους για τους Παίκτες αυτούς. Κάθε «ΝΑΙ» που θα λέμε θα πρέπει να εξαργυρώνεται με ένα πακέτο ανταλλαγμάτων εκ μέρους των Δυνάμεων εκείνων που έχουν άμεσα συμφέροντα από το αυτό το «ΝΑΙ», ένα πακέτο που ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ θα «ξηλώνει» και το στενό κορσέ των Μνημονιακών δεσμεύσεων που μας έχουν επιβληθεί.
Αν, π.χ., θέλουν από εμάς το «ΝΑΙ» για την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλουν από εμάς το «ΝΑΙ» για την είσοδο της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλουν από εμάς το «ΝΑΙ» για την είσοδο των υπόλοιπων Χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή αργότερα στο ΝΑΤΟ, αν θέλουν από εμάς «ΝΑΙ» στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας επειδή αυτό συμφέρει τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, τη θετική μας ψήφο θα την πληρώσουν με την αποδοχή του συνόλου των απαιτήσεών μας τόσο σε εθνικά ευαίσθητα θέματα για μας όσο και σε άλλα θέματα που έχουν να κάνουν με την εθνική μας κυριαρχία και την οικονομική μας ανάπτυξη, όπως π.χ., εκείνοι οι όροι των δανειστών μας (οι σημαντικότεροι των οποίων είναι οι ίδιοι που ζητούν επιτακτικά την θετική μας ψήφο για την εξυπηρέτηση ζωτικών τους συμφερόντων, γεωστρατηγικών ή μη αδιάφορο) οι οποίοι πνίγουν και την εθνική μας κυριαρχία και ανεξαρτησία και την προοπτική της οικονομικής μας ανάπτυξης.
Εν κατακλείδι : ακόμα και σήμερα, η Χώρα μας, μπορεί να αξιοποιήσει το μόνο ίσως «όπλο» που μπορεί αποτελεσματικά, όχι μονάχα να την θωρακίσει απέναντι σε δυσμενείς γι΄ αυτήν εξελίξεις, μα και να της επιτρέψει σταδιακά να επουλώνει και κάποια από τα βαθειά τραύματά της από το 2010 και μετά : την ψήφο της στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ. Πρέπει να «επανατιμολογήσει» την ψήφο αυτή, με βάση τις διαμορφούμενες «δυνάμεις» της ζήτησης γι΄ αυτή.