Α’.
— Μα την αλήθεια! τι άλλη καλλίτερη δουλειά θες; Ο Γενάρης, λέει, πάει να ιδή που θα γεννήσ’ η μάνα του και ο Απρίλης να στολιστή, να μαράνη πέντε νηές και τη Μάρω του… Ο κατεργάρης ο Απρίλης τι παράξενος μήνας! όλο να σειέται, να σειέται, να λιγυέται και να φιλή τα κορίτσια θέλει… Μωρέ, πιε κρασί να ιδής την υγειά σου! ένα παρά δε δίνω για τον κόσμο˙ αρκεί νάχη το βαρέλι κρασί!..
Ο γέρω Μάρτης εκόλλησε πάλιν το στόμα του εις το παπίρι του βαρελίου και ήρχισε να ροφά τον εν αυτώ οίνον.
Ο Μάρτης είνε σωστός οινοπότης˙ αγαπά τον οίνον όσον δεν αγαπά ο διάβολος τον αγιασμόν˙ θα ήτο πολύ ευχαριστημένος αν ο αήρ, τον οποίον αναπνέει, ήτο όμοιος με τον εξερχόμενον εξ οινοβαρέλας εκπωματιζομένης. Όταν ο Τρυγητής επρότεινε, τον οίνον, τον οποίον χύνουν προς τιμήν του οι κτηματίαι, να τον βάλουν εις ένα βαρέλι, να περάσουν τον χειμώνα, ο Μάρτης, πλήρης χαράς, έρριψε την εκ δέρματος κριού σκούφιαν του εις τον αέρα κι εφώναξε θριαμβευτικώς:
— Ωραία! ο Μάρτης πεντεδείλινος˙ και πάλι δειλινό είνε˙ αφού είν’ έτσι, μεγαλόνω κι εγώ της μέρες μου.
Έκτοτε αι ημέραι του Μάρτη έγειναν τόσο μεγάλαι, ώστε όσον οκνοί και αν είνε οι εργάται, πάντα θα τελειώσουν καλώς το ημεροκάματον: το Μάρτη βάλ’ αργάτες κι ας τους κι ας ψυλλίζωνται.
Όταν κατά τα τέλη του Αϊ-Δημητριού απόβρασεν ο οίνος, οι μήνες ηθέλησαν να τον μοιράσουν. Έκαμαν δώδεκα τρύπας εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είνε ο εξυπνότερος μήνας και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα, με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβολα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.
— Ε, δεν μιλάς˙ δεν θα πάρης κι εσύ το δικό σου, γέρω Μάρτη; είπεν εις αυτόν ο Φλεβάρης, ο γείτων του.
— Αμ τι να πάρω εγώ, ο παληόγερος˙ εδωπά θ’ ανοίξω τον πύρο μου να πιω λιγάκι.
Και άνοιξε μεγάλην τρύπαν εις το κατώτατον μέρος του βαρελιού. Οι λοιποί μήνες ανεκάγχασαν και ήρχισαν να τον ειρωνεύωνται:
— Τόρα έκαμες την τύχη σου˙ είπεν ο Αλωνάρης γελών˙ το κούνησες, το κούνησες μα ’πίτυχες στα καλά.
— Αχ! μας την έφτιασες˙ μάς ρούφηξες το περισσότερο κρασί!
— Πού μυαλό σαν το δικό σου να το συλλογιστή˙ τώρα να μας δανείσης κι εμάς κάμποσο.
— Μυαλό ή κρασί; διέκοψεν ο Μάιος.
— Θα σε χαλάσουν τα καταχαθίδια, γέρω μου.
— Μπα, δεν με πειράζουν απήντα λακωνικώς ο Μάρτης.
Ούτως έγεινεν η μοιρασά. Οι λοιποί μήνες ήρχισαν να πίνουν μετά φειδούς˙ αλλ’ ο Μάρτης από της ώρας εκείνης εκόλλησεν εκεί, ως βδέλλα ροφών αδιακόπως. Άνωθεν αυτού το βαρέλι με της θεώρατες δούγες και τα χονδρά του στεφάνια ίστατο υψηλόν, σοβαρόν και ήσυχον, ως μεγάλη αγελάς ισταμένη να την αμέλγουν ενώ μασσά το χόρτον της αταράχως.
— Αχ! είπε τέλος ο Μάρτης, ανεγείρων μετά κόπου την κεφαλήν και φράσσων διά του αντίχειρος την τρύπαν του βαρελιού, απόστασα… μα τι κρασί! σαν το γάλα πηγαίνει κάτω˙ γλυστρά ‘ς το λάρυγγα, σαν το φίδι ‘ς τα χόρτα.
Ηθέλησε να σταθή όρθιος, αλλ’ οι πόδες έτρεμον υπό το βάρος του σώματός του, κι εκάμπτοντο ως κλάδοι λυγαριάς˙ τ’ αυτιά του εβόιζον. Έστρεψε πέριξ το βλέμμα, αλλ’ όλα του εφαίνοντο σκοτεινά, θολωμένα˙ το βαρέλι επήδα εμπρός του, ως πεδικλωμένος ίππος˙ τα κρύσταλλα, υψηλά και υπόλευκα εφαίνοντο θεώρατα φάσματα, χορεύοντα πέριξ του καρσιλαμάν˙ το έδαφος εσείετο, η μαύρη του σπηλαίου οροφή εστρέφετο ως ανεμίδι… Άπλωσε τας χείρας διά να στηριχθή˙ η κεφαλή του έπεσε βαρεία επί του στήθους και το πελώριον σώμα του εταλαντεύετο εμπρός και οπίσω, ως κυπάρισσος την οποίαν δέρνουν όλοι αι άνεμοι εκ συμφώνου.
— Βρε, σκοτίζει βλέπω˙ είπε με απορίαν˙ μα την αλήθεια! επρόσθεσε μειδιών, δεν πήγε χαμένος ο κόπος μου˙ τώδωσα και κατάλαβε.
Κι έφερε πάλιν μετά βίας τα χείλη εις την τρύπαν μετά πάθους. Η ησυχία αποκατέστη πάλιν. Το σπήλαιον με τους φαιούς τοίχους του, κατεσχισμένους εδώ κι εκεί κι επικαθημένους του εδάφους, ως χονδροί πόδες μεγαθηρίου, εβυθίσθη εις μυστηριώδη σιωπήν, η οποία επίεζε πάσαν ψυχήν ανθρωπίνην. Από της υγράς οροφής του απέσταζον ρυθμικώς και μονοτόνως κροτούσαι σταγόνες χονδραί νερού, αποκρυσταλλούμεναι ευθύς και σχηματίζουσαι λευκοτάτας, πολυποικίλτους στήλας, ενούσας την βάσιν μετά της οροφής. Πέριξ, εις το βάθος ηνοίγοντο ρήγματα επιμήκη, ελλειψοειδή, φέροντα εις διαφόρους αυτού διαδρόμους.
Αίφνης ισχυρά βοή ετάραξε την ηρεμίαν του σπηλαίου˙ φωναί, γέλωτες, τραγούδια αντήχησαν και μετ’ ολίγον εισώρμησαν από μιας σχισμής οι μήνες όλοι εν ευθυμία.
— Μάρτη! όρε Μάρτη, κρασί! εφώναζεν ο Θεριστής, κρατών το κυρτόν του δρέπανον εις τον ώμον και εις την κεφαλήν φέρων το ψιαθωτόν κάλυμμά του.
Ουδείς απήντησε˙ μόνον ο ήχος της φωνής του Θεριστή έφερεν εις τα ώτα των πάλιν την ευχάριστον λέξιν κρασί! κρασί!…
— Μάρτη! όρε Μάρτη! επανέλαβεν ο Θεριστής.
— Ναι, τόρα Μάρτης˙ πάει, θα τον χάνομε κι αυτόν κάποτε κάποτε είπεν ο Νοέμβριος.
— Γιατί;
— Γιατί παντρεύτηκε.
— Παντρεύτηκε! πότε; ποία πήρε;
Και όλοι εκπεπληγμένοι, απορούντες διά την πράξιν αυτήν του Μάρτη, του παληόγερου καθώς τον έλεγον, εστάθησαν με οφθαλμούς διεσταλμένους, λαιμούς τεταμένους και αυτιά ολάνοικτα, να ακούσουν τον γηραιόν Νοέμβριον.
— Ναι, παντρεύτηκε˙ είπεν ούτος˙ μα τι κατεργάρης που σου είνε! Ακούς, αδερφέ, να πάρη δυο γυναίκες! μια άσχημη και μια ώμορφη, μια πλούσια και μια φτωχή… τώρα, σου λέει, είνε πάντα μέσα…
— Πάντα έξω πες… διέκοψεν ο Αύγουστος, υψηλός κι εύσωμος με βαθυκύανον, ως η ώριμος σταφίς, όψιν˙ εγώ φοβάμαι μη την πάθη, σαν το άλογο που δεν ήξερε από ποιο γρασίδι να φάη κι έσκασε νηστικό.
— Μπα, δεν έχεις δίκηο˙ η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά˙ είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα.
— Α! βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος˙ μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβει ‘ς τον παρά… δε λέω όχι˙ κάποτε κάποτε γυρίζει και ‘ς την ώμορφη, άλλα πάντα την πλούσια κυττάζει κι ας είνε άσχημη.
Καθώς δε εις τα καπηλεία οι χωρικοί ίστανται εις έκαστον βήμα ίνα τελειώσουν την ομιλίαν των, ήτις πάντοτε λαμβάνει διαστάσεις, ούτω και οι μήνες εστάθησαν εκεί, αφήκαν προς στιγμήν κατά μέρος την ευθυμίαν των και ήρχισαν με την υγιά λογικήν ανθρώπων αγαθών και οικοκυρέων να φέρουν τας εναντίον και υπέρ γνώμας των επί της αποκαταστάσεως του Μάρτη. Δεν τους εφάνη μεν παράξενον ότι επήρε δύο γυναίκας, διότι τούτο επιτρέπεται μεταξύ των, άλλα μόνον ότι προτιμά ως επί το πλείστον την άσχημην, ένεκεν του οποίου αι περισσότεραι—αν όχι όλαι—ημέραι του είνε βροχεραί. Επειδή δε έχουν όλας τας έξεις και τας ροπάς του ανθρώπου, ως οι Ολύμπιοι θεοί, οι μήνες ήρχισαν να συμπαθούν προς την εύμορφην, η οποία έμενεν άνευ θωπειών, άνευ περιποιήσεων.
— Α! μα το θεό, την λυπάμαι˙ είπεν ο ερωτότροπος Μάιος, θωπεύων τον ξανθόν μύστακά του φιλαρέσκως.
— Τέτοιο κλήμα και να μην τρυγέται! επρόσθεσεν ο Τρυγητής.
— Εγώ λυπάμαι το Μάρτη˙ είπε σοβαρώς, διακόψας τα ήκιστα κολακευτικά επιφωνήματα των, ο Αϊ-Δημήτρης˙ γρήγορα θα πέση τ’ αγριογούρουνο ‘ς την αυλή του.
— Και θα καρπίση το μέτωπό του˙ διέκοψε καγχάζων ο Δεκέμβριος.
Το σπήλαιον αντήχησεν από τον ιχυρόν, τον σκαστόν γέλωτα των μηνών.
— Ήρθ’ ο καιρός για τον Απρίλη˙ αχ καϋμένα νειάτα!… είπεν ο Γενάρης στενάξας, ως άνθρωπος, όστις πολλάς αμαρτίας έκαμε κατά την νεότητά του.
Τωόντι ο Απρίλης είνε ο ωραιότερος και πλέον φιλάρεσκος μην. Φορεί λεβέντικα την εθνικήν μας στολήν, κατάσπαρτον εξ ανθέων ποικιλοχρόων˙ η ξανθή και σγουρή κόμη του, κατάφορτος εκ γιασεμιών και ανθέων ροδοδάφνης, περιβάλλει την χαριεστάτην παιδικήν κεφαλήν του, της οποίας αι παρειαί είνε απαλαί, ως το κουκούλι και τα χείλη κόκκινα ως το κεράσι. Ουδεμία γυνή δύναται ν’ αντισταθή εις τ’ απαράμιλλα θέλγητρά του, να μη υποκύψη εις το πλήρες μαγείας κι εκφραστικότατος βλέμμα του… Αρέσκεται πάντοτε να τρέχη από καλύβας εις καλύβαν, να τραγουδή, να χορεύη μετά των ποιμένων και των βουκόλων και υπό τας ροδοδάφνας και τας ιτέας, παρά τας όχθας των ρυακίων, ν’ αρπάζη φιλήματα από τας γυμνόποδας και δροσεράς ποιμενίδας.
Από τινος όμως καιρού έχασε την ευθυμίαν του. Ήδη ίστατο εκεί σιωπηλός, ρεμβός, μη προσέχων καθόλου εις την ομιλίαν των συντρόφων του, ούτε εις τον παμπόνηρον Μάιον, όστις του κλέπτει πάντοτε επιτηδείως τ’ άνθη και τας άλλας καλλονάς, με τας οποίας παρουσιάζεται εις τον κόσμον. Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν˙ μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του… Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη:
— Μπα! είπε˙ δε δίδω ένα παρά εγώ.
Και στενάξας εκ βάθους καρδίας όπως διώξη την μελαγχολίαν του ήρχισε να τραγουδή με γλυκείαν και ήρεμον φωνήν, παθητικό τραγούδι. Ο Μάιος κατά συμπάθειαν τον συνώδευε και οι λοιποί μήνες παρασυρθέντες ετραγουδούσαν και αυτοί και το σπήλαιον διά μιας επληρώθη θορύβου και φωνών, ως χωρικόν καπηλείον κατά τας εορτάς.
— Μωρέ κρασί! εφώναξεν ο Φλεβάρης αίφνης.
— Ναι, κρασί γιατί εκάηκ’ ο λάρυγγάς μου απ’ το τραγούδι! επανέλαβεν ο Αϊ-Δημήτρης.
Και όλοι μετά προθυμίας διακόψαντες το τραγούδι των έτρεξαν εις το βαρέλι, ως κατά τα Ιουλιακά καύματα οι βούβαλοι όταν αισθανθούν πλησίον των νερό. Αλλ’ εστάθησαν αίφνης έκπληκτοι. Ο γέρω-Μάρτης εξηπλωμένος, σχεδόν αναίσθητος πλησίον του βαρελίου, με την μακράν φουστανέλλαν του κάθυγρον υπό του οίνου, με οφθαλμούς ημικλείστους, πρόσωπον κατακόκκινον κι εκ των πολλών ρυτίδων όμοιον προς μεγάλην τομάταν, εδέχετο εις το μεγάλο και ανοικτόν στόμα του τας τελευταίας σταγόνας του οίνου. Οι μήνες ανεκάγχασαν και ήρχισαν να περιπαίζουν αυτόν. Αλλά σπεύδοντες να φθάσουν ταχέως εις την πηγήν της ευδαιμονίας, εις το ευλογημένον βαρέλι, έδραξαν αυτόν εκ του ποδός και τον έρριψαν μακράν. Έπειτα εκόλλησαν τα χείλη των εις το παπίρι του έκαστος.
Αίφνης φωνή εκπλήξεως εις οιμωγήν απολήξασα ηκούσθη κι έκαστος μην, παρατηρών βλοσσυρώς τον πλησίον του, ετράπη εις ύβρεις και βλασφημίας ικανάς και τον διάβολον αυτόν να εκδιώξουν.
— Μωρ’ το κρασί μου! μου ήπιαν το κρασί μου!
— Κι εμένα!…
— Κι εμένα!…
Ήρχισαν τότε ν’ αναζητούν τον κλέπτην. Ο μάλλον ύποπτος ήτο ο Μάρτης, είνε αληθές˙ αλλά πως ηδυνήθη να πίη ολόκληρον τον οίνον, ενώ τα παπίρια όλα ήσαν εις την θέσιν των; Τούτο ήτο ο ισχυρότερος λόγος, ο οποίος έκαμνε τους μήνας ν’ αμφιβάλλουν. Κι έλεγε μεν ο Αλωνάρης, του οποίου η κεφαλή είνε ξηρά και άγονοςι ως η επιφάνεια των αλωνίων κατά την επί της γης περίοδόν του, ότι ηδύνατο να το πίη αποσπών καθένα παπίρι εκ των κάτω προς τ’ άνω, αλλά τούτο δεν εθεωρήθη σωστόν. Ενώ δ’ εξηκολούθουν ούτω τας ερεύνας των, ηκούσθη η φωνή του Μάρτη, ο οποίος έλεγε με βραχνήν και διακοπτομένην φωνήν, ως παραληρών:
— Α! μα το Σταυρό˙ ποτέ δεν το είχα παθημένο… Εμένα να σκοτίση το κρασί! θα είχε ύψο, ύψο πολύν… Τι διάβολο τον θέλουνε τον ύψο; καλά ρετσίγκι, το νοιώθω˙ είνε καλό, βαστάει γερό το κρασί˙ μα τον ύψο; — για να βαρή ‘ς το κεφάλι — μάλιστα!… Μωρέ πώς την έπαθαν ως τόσο οι φίλοι! τώρα θα έρθουν και θα βρουν, το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο… Μα ποιος τους φταίει; τους φταίω γω; — όχι!… εγώ έπια από τον πύρο μου.
Βεβαίως είχε πλήρες δίκαιον ο γέρω-Μάρτης˙ έπιε από τον πύρο του. Αλλά οι μήνες, οι όποιοι ολίγον ήσαν εις θέσιν να σκεφθούν περί του δικαίου ή αδίκου της πράξεως, εφρύαξαν όταν ήκουσαν τους λόγους εκείνους˙ δε ήτο πλέον αμφιβολία˙ αυτός ήτο ο κλέπτης, αυτός ο καταστροφεύς! και δεν αρκεί ότι τους έπιε το κρασί, αλλά τους ειρωνεύεται, τους περιπαίζει ακόμη!…
Και πλήρεις θυμού, τρέμοντες εξ αγανακτήσεως, ώρμησαν εκ συμφώνου και κατέφερον φοβερά γρονθοκοπήματα επί του πτωχού Μάρτη, όστις ηρκείτο να φωνάζη, να διαμαρτύρεται και να κλαίη απαρηγόρητα, ως την χήρα γυναίκα.
Β’
Όταν ο Μάρτης κλαίη, αλλοίμονον εις τον κόσμον! Βροχή ραγδαία και συνεχής κατακλύζει την γην τα σπαρτά μαστιζόμενα αδιακόπως από την βροχήν δεν δύνανται ν’ ανακύψουν τα κτήματα δεν ημπορούν να καλλιεργηθούν, διότι είνε υγρά˙ τα πρόβατα κι αι κατσίκες υποφέρουν˙ τα μικρά κατσικάκια και τ’ αρνία, εις το πρώτον στάδιον της αναπτύξεώς των ευρισκόμενα, έχουν ανάγκην ηλίου, θάλπους διά να δυναμώσουν. Διά τούτο οι γεωργοί και προ πάντων οι ποιμένες, έχουν εις τον Μάρτην τας ελπίδας των και καθημερινώς με αγωνίαν παρατηρούν τον ουρανόν, ως οι σταφιδοκτήμονες κατά τον Αύγουστον.
Αλλ’ εφέτος εις μεγάλην ανησυχίαν ήτο από κάθε άλλον η γρηά Γαλανή, τρίτη γυναίκα του Θανάση Γκόρα. Και σήμερον ακόμη, ότε είνε η εικοστή ενάτη, η τελευταία ημέρα του Μαρτίου, πάλιν δεν θέλει ν’ αφήση τους φόβους της:
— Φύλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψης τα παλούκια˙ έλεγεν αποφθεγματικός εις την κουμπάραν της, την γρηά Σμαράγδω, που την συνεβούλευε να μη φοβήται πλέον.
— Ν’ ακούς εμένα που ‘ς το λέω˙ πάει, έστρωσ’ ο καιρός˙ επέμενεν αύτη.
— Αχ! τι ν’ αηκούσω και ν’ αηκούσω˙ φοβάμαι!
— Να μη φοβάσαι˙ δεν άηκουσες εχτές τα λοιδόρια, πως έκαναν στη Λάκκα; άμα λαλούν τα λοιδόρια, να ξέρης πως θάχουμε καλοκαιριά.
— Και τη συγνεφιά! δε θυμάσαι; ως τα προχτές είχαμε να ιδούμε του ηλιού την όψι.
— Έι… κι αυτό φοβάσαι; ωχ, ζάβαλη κουμπάρα! τόσα χρόνια πας κι ακόμα να τα μάθης!… άκου το από μένα: η συγνεφιά εκείνη ήταν φουσκοδεντριές.
Είχε μέγα δίκαιον η γρηά Σμαράγδω. Από την αρχήν του Φεβρουαρίου μέχρι των μέσων Μαρτίου φουσκώνουν τα δένδρα κι ένεκα τούτου είνε συνήθης η συγνεφιά. Αλλ’ η Γαλανή εκ του πολλού φόβου, ούτε ν’ ακούση ούτε να πιστεύση ήθελε τοιαύτα πράγματα. Έβλεπε μεν καθ’ ημέραν αιθριώτατον τον ουρανόν και ήκουσε το άσμα των χελιδόνων, αι οποίαι, νομίζει τις ότι μόναι διά της φωνής των, ως διά μυρίων φυσητήρων, διαχύνουν επί της γης την ευκρασίαν της ανοίξεως˙ είδεν από της καλύβας της τας ράχεις όλας και τα λειβάδια καταπράσινα από την χλόην και κατάσπαρτα από άνθη ποικιλόχροα, ως κεντισμένη ποδιά βλαχοπούλας, πέραν δε εις τας κορυφάς των ορέων, ως εις τα σύνορα άλλου κόσμου κατεψυγμένου τας χιόνας, αι οποίαι έφερον εις την μνήμην της τον χειμώνα, εν τούτοις δεν ελησμόνει ότι ήτο Μάρτης ακόμη. Και ο Μάρτης έχει κάψη καρδιές. Είνε άπιστος όσον η θάλασσα και η γυνή· είνε πολύμορφος ως ο Πρωτεύς. Ενώ έχει την τελειοτέραν γαλήνην εν τη φύσει, αίφνης εκτοξεύει τας τρικυμίας και τας θυέλλας μεθ’ όσης ευκολίας ο Ζεύς τους κεραυνούς. Εις εν λεπτόν αναστατώνει το Σύμπαν καταρρίπτει, κατακρημνίζει, παρασύρει, καταστρέφει, ως τυφών κι αίφνης γαληνιά. Όλοι οι άνεμοι είνε εις την διάθεσίν του· υπακούουν τυφλώς εις τας προσταγάς του· είνε πειθήνιοι προ αυτού, ως προ του Αιόλου.
—Μάρτης—γδάρτης
και κακός παλουκοφράχτης
τα δαμάλια τα μαθαίνει
τους παληόβοϊδους τους γδέρνει.
Αφού τα δαμάλια και οι παληόβοϊδοι δεν δύνανται να υποφέρουν την οργήν του Μάρτη, πόσο μάλλον τα μικρά, τ’ αδύνατα κατσικάκια; Και όμως αυτά ήσαν η μόνη ελπίς της γρηα-Γαλανής.
Όταν προ ολίγων μηνών απέθανεν ο συχωρεμένος ο γερω-Γκόρας, δεν της αφήκεν ειμή την αχυρίνην καλύβαν του εις μίαν ράχην του Αϊ-Γιώργη, δύο καρδάρες, δέκα χονδρά κουδούνια, δύο τσαντίλες, τρεις αγκλίτσες καλές από ξύλον αγριαπιδιάς και δέκα κατσίκας εγκύους. Ταύτα θα ήσαν καλή κάπως περιουσία διά μίαν βλάχαν, αν δεν της εκληροδότει κι ένα χρέος από διακοσίας δραχμάς εις τον κυρ-Γιαννίκον, τον φοβερώτερον τοκογλύφον των Λεχαινών.
Άμα ήκουσεν ο Γιαννίκος ότι ο γερω-Γκόρας απέθανεν, έλαβεν ένα δικαστικόν κλητήρα κι επήγε να κάμη κατάσχεσιν όλων του των πραγμάτων. Η πτωχή Γαλανή, άφωνος από την λύπην, έβλεπεν αφαιρούμενα το εν μετά το άλλο όλα της τα πράγματα, εναποτιθέμενα εις σωρόν πολυποίκιλον και ανώμαλον έξω, παρά την θύραν της καλύβας. Εκεί πλησίον ίσταντο αι κατσίκες διά των αθώων βλεμμάτων και των παραπονετικών βελασμάτων των δεικνύουσαι, ότι εννόουν τα συμβαίνοντα, ότι πολύ ελυπούντο διά τον αποχωρισμόν.
Αλλ’ ο σωρός εκείνος των παντοειδών και αψύχων πραγμάτων διά της αφώνου και πενθίμου στάσεως του, ωμίλει ευγλωττότερον εις την γρηα-Γαλανήν. Έκαστον τούτων ωμοίαζε με βιβλίον, το οποίον περιείχε και μίαν της ζωής της περίοδον. Η καρδάρα, ήτις έκλινεν εις το εν μέρος, ως γυνή έχουσα επί των γονάτων την κεφαλήν και κλαίουσα την συμφοράν της· το μικρόν πρασινοβαφές, κιβώτιον, από του οποίου επρόβαλλον αιδημόνως διάφορα ενδύματα μετά πολυχρόων σειρητίων, έφερον εις την μνήμην της την αγίαν ημέραν, κατά την οποίαν η μήτηρ της την ενέδυσε χαριτόβρυτον νύμφην, ψάλλουσα, το συγκινητικον άσμα του χωρισμού:
Στη γειτονιά που θε να πας, κανέλα μη μασήσης
και μοσχοκάρυδο μη φας και μας αλησμονήσης.
Πλησίον ήτο το καυκί, το κλειδοπίνακον, εντός του οποίου έφαγε την πρώτην νύκτα εις του γαμβρού την καλύβα· η πουγάνα, τ’ απλάδια και τα κιλίμια, τόσα πράγματα τα οποία συνέδεον τον βίον της μεταξύ νεάνιδος και υπάνδρου, τόσοι μάρτυρες των θλίψεων και των χαρών αυτής!… Τόρα όλα αυτά θα έφευγον, θα επήγαιναν εις ξένας χείρας και το παρελθόν θα έμενε μόνον εν τη εσκοτισμένη διάνοιά της, αμυδρόν όμως, ως παλαιωμένη εικών αμαυρωθείσα υπό του χρόνου!…
Οι οφθαλμοί της Γαλανής επληρώθησαν δακρύων επί τη ιδέα ταύτη. Παρέστη προ αυτής το μέλλον, άχαρι κατηφές και πένθιμον, ως είνε παντός ανθρώπου χάσαντος ό,τι και αν έχη και ηναγκασμένου να ξενοδουλεύη διά να βγάνη την κόρα, το ψωμί του· τα γόνατά της εκάμφθησαν κι επρόσπεσεν εις τον κυρ-Γιαννίκον, ολολύζρυσα, παρακαλούσα αυτόν να την λυπηθή ή να της δώση προθεσμίαν ή κάτι τουλάχιστον να της αφήση προς ενθύμησιν του παρελθόντος. Αλλ’ ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι’ αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κι εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου:
—Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπαρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!…
Πτωχή Γαλανή! όλα, όλα θα τα πάρη· θα μείνης μόνη, κατάμονη εντός των γυμνών τοίχων της καλύβας, την οποίαν δεν θα ηρνείτο να κατάσχη αν του ήτο δυνατόν!… Ευτυχώς κατά την ώραν εκείνην διήλθε τις εκείθεν, γνώριμος του Γιαννίκου και κατέπεισεν αυτόν να δώση προθεσμίαν μέχρι του Μαΐου εις την Γαλανήν.
Έκτοτε η μόνη της ελπίς ήσαν αι κατσίκες εκείναι. Παρετήρει αυτάς μετά προσδοκίας και ανυπομονησίας, θα έκαμναν πολλά κατσικάκια, θα τα ανετρέφε, θα τα επώλει και θα επλήρωνε τον σκληρόν Γιαννίκον, και δεν θα τον είχεν ανάγκην να της πάρη ό,τι κι αν έχη! Και μετά συγκινήσεως ηρίθμει διά των δακτύλων τας παρερχομένας ημέρας ίνα εύρη την ημέραν του τοκετού.
—Κοντεύει, δεν κοντεύει· εψιθύριζεν από καιρού εις καιρόν· βάλε από τον Αϊ-Δημήτρη.
Τέλος είδε την κοιλίαν των υπερμέτρως εξωγκωμένην, είδε τους μαστούς των σχεδόν συρομένους εις την γην, παρευρέθη εις τον τοκετόν. Όχι δεν είνε ολιγώτερον επίσημος, ολιγώτερον συγκινητικός ο τοκετός των ζώων. Η κατσίκα, ολιγώτερον ευτυχεστέρα της γυναικός, της οποίας την κλίνην τριγυρίζουν οι συγγενείς και ο σύζυγος, όστις είνε εκεί ίνα εμπνεύση το θάρρος, η κατσίκα μόνη, άνευ συγγενών, άνευ φίλων, επί της στρωμνής της, ενίοτε κατάχαμα, εις το σκότος τεκνοποιεί. Και όμως αισθάνεται όλους τους πόνους, όλας τας αγωνίας του τοκετού· βάλλει εν γνώσει το σπαραξικάρδιον εκείνο μπέεε! περιστρέφει ανησύχως, ικετευτικώς το βλέμμα της, αναζητούσα ματαίως άλλο βλέμμα, από του οποίου ν’ αρυσθή το θάρρος και την αφοσίωσιν!
Ούτως εσκέπτετο η Γαλανή· ηγάπα τας κατσίκας της ως τον εαυτόν της, ως θα ηγάπα τα παιδιά της αν είχε. Και διά τούτο περί όλων είχε φροντίσει. Επειδή μεθ’ όλας τας παρακλήσεις της αι ημέραι του Γεννάρη εξηκολούθουν νιφετώδεις και παγεραί, έφερε τας κατσίκας εντός της καλύβας, όπου εκοιμάτο, ήναψε πυράν εις το μέσον και ήρχισεν αυτή, ως μαία, να τας βοηθή εις τον τοκετόν. Μετ’ ολίγον η καλύβα εγέμισεν από μικρά κατσικάκια, τα οποία την εξεκώφαναν από τα βελάσματα. Αλλά δεν ήτο μόνον να γεννηθούν, έπρεπε να ξεπεταχθούν κι όλα. Άλλη μέριμνα της πτωχής γρηάς! Έπρεπε να κάνη καλωσύνη μέχρις ου πατήση η άνοιξις. Ως δε ο γύφτος του μύθου, όστις φοβούμενος το ψύχος, όσον ο διάβολος τον σταυρόν, ηρώτα τους διαβάτας διηνεκώς. —Γεννάρης κι απέ Μάις; —Φλεβάρης κι απέ Μάις; —Μάρτης κι απέ Μάις; ούτω και η γρηά ανέμενεν ανυπομόνως τον Μάιον, τον χαριέστατον αυτόν μήνα, κατά την εποχήν του οποίου όχι μόνον δεν κρυώνουν τα κατσικάκια, αλλά τα κουρεύουν μάλιστα και πωλούν το μαλλί των!…
Ενώ ταύτα εσκέπτετο και σήμερον, ως πάντοτε η Γαλανή παρά την καλύβαν της καθημένη, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον καθαρόν ουρανόν. Εκατέβασεν αυτούς εις τα πέριξ καταπράσινα τοπία, τους προσήλωσεν επ’ ολίγον εις την απέναντι ράχην, όπου ήσαν τα κατσικάκια της κι έπειτα στραφείσα προς την μικράν ανεψιάν της:
— Κάτσε κατά ’ης, Ασήμω· της είπε με βραχνήν κι επιβάλλουσαν φωνήν.
— Όχι, δεν κάθουμε! είπεν η μικρά, κτυπούσα τους πόδας της με πείσμα.
Βλέπουσα δε μετά τρυφερότητος μικρόν σαλίγκαρον τον οποίον είχε ξεθάψη από μιας ρωγμής του λόφου, ήρχισε να του ψάλλη με φωνήν καθαράν και γλυκείαν, ως το ψιθύρισμα της πλησίον πηγής:
— Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε,
βγάλ’ τα κέρατά σου,
γιατ’ έρχετ’ η κυρά σου
με τα πρόβατά σου!
Ο δε σαλίγκαρος, ως να ήκουε την φωνήν της κόρης κι εννόει τους λόγους της, σιγά σιγά εξήρχετο του οστράκου του, έστρεφεν εδώ κι εκεί τους μικκύλους, ως κόκκον σινάπεως, οφθαλμούς του, εκίνει τα κερατάκια του κι εκαμάρωνεν. Η Ασήμω, ηυχαριστείτο πολύ εις τούτο κι επανελάμβανε γελώσα:
—Σαλίγκαρε, μαλίγκαρε,
βγάλ’ τα κέρατά σου,
γιατ’ έρχετ’ η κυρά σου
με τα πρόβατά σου! . .
— Βάβα! βάβα! είπεν αίφνης διακόψασα το τραγούδι· βυζαίνουν τα κατσίκια!
— Αλήθεια μωρή! είπεν η γρηά.
Και πλήρης χαράς παρετήρησεν ότι τα κατσίκια εβύζαινον.
Δόξα σοι ο Θεός! Αι κατσίκες προ τινών ημερών είχον αβασκαθή. Ο Βόλας, ο οποίος επέρασεν εκείθε και είδε τους μαστούς των κατσίκων πλήρεις γάλακτος, ήνοιξεν έκπληκτος τους οφθαλμούς του κι εφώναξε:
— Μωρέ! τι φόρτωμα πώχουνε!…
Και τούτο χωρίς, να τας φτύση. Διά τούτο το γάλα των αμέσως εστείρευσε. Τα πτωχά κατσικάκια προσεκολλώντο εις τα μαστάρια, εβύζαινον αλλ’ ουδόλως εύρισκον τροφήν. Ήρχισαν να ισχναίνουν, να γίνωνται αδύνατα, ραιβά, ζαρωμένα. Η γρηα-Γαλανή ήτο εις μεγάλην απελπισίαν αν ο καιρός εξηκολούθει άστατος και οι κατσίκες δεν εύρισκον το γάλα των, τα κατσικάκια θα έλυωναν ‘ς τα πόδια των… Και μετ’ ολίγον η φοβερά όψις του Γιαννίκου θα εφαίνετο προ της καλύβας και θα ηκούετο η τραχεία του φωνή, η οποία όπου αντηχήση φέρει καταστροφήν, ως η φωνή της κουκουβάγιας.
— Βάλε και τη σούβλα· βάλε και το κουδούνι!
Ω! καλλίτερον να μη ζήση να ίδη και άλλην μίαν τοιαύτην ημέραν.
Ευτυχώς η Σμαράγδω, η κουμπάρα της Γαλανής, ήξευρε το γίτιο. Έρριψε τρία ανημμένα κάρβουνα εις ένα ξυλοκάνατο, πλήρες πηγαίου και καθαρού νερού, είπεν ολίγα λόγια, το εσταύρωσε τρίς κι επότισε μ’ αυτό τας κατσίκας. Τόρα το γάλα των επέστρεψε· τα κατσικάκια έπιασαν πάλιν το μαστάρι κι εσώθησαν. Η γρηά ήτο ήσυχος, ησυχωτάτη ήδη. Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή;
Αλλ’ ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών. Αστραπή διαδέχεται την αστραπήν, βροντή την βροντήν και πριν προφθάση να εγερθή της θέσεως της, χάλαζα παχεία μετά σφοδρού ανέμου αποκρύπτουν τα πέριξ από τους οφθαλμούς της. Τρέχει η γρηά με λαχτάραν να συνάξη τα κατσίκια και της κατσίκες εις το μανδρί, η χάλαζα την μαστίζει κατά πρόσωπον, ο άνεμος της εμποδίζει τας κινήσεις και τότε πλήρης αγανακτήσεως, φωνάζει με όλην της την καρδιά:
— Στην πομπή σου, γερω-Μάρτη· τα κατσικάκια μου τ’ ανάστησα!… δε σ’ έχω ανάγκη.
Γ’
— Στην πομπή μου! ακούς στην πομπή μου! εμένα στην πομπή μου, παληόγρηα;…
Μόνος,, κατάμονος εντός, του σπηλαίου ο γερω-Μάρτης εξηκολούθει ακόμη να κλαίη και θωπεύων διά της χειρός τας πληγάς του, να παρατηρή μετά βαθείας θλίψεως το βαρέλι, το μόνον αίτιον των παθημάτων του. Αλλά μόλις ήχουσε την κατ’ αυτού ύβριν της γρηα-Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε:
— Στην πομπή μου! ακούς στην πομπή μου! εμένα στην πομπή μου, παληόγρηα;
Ο Μάρτης είνε πολύ υπερήφανος μην· δεν ήτο δυνατόν ν’ ανεχθή αυτός τοιαύτην ύβριν και μάλιστα από μίαν παληόγρηαν εκεί, η οποία πριν έτρεμεν ακούουσα το όνομά του· ήτο φοβερόν! Και ο αγέρωχος μην, ήρχισε να ζητή μέσον εκδικήσεως, ενώ χάλαζα ογκώδης μετά σφοδρού ανέμου εξηκολούθει δεικνύουσα εις τους ανθρώπους την οργήν αυτού, πάντες δε εψιθύριζον με απορίαν:
— Να ο γερω-Μάρτης· τώλπιζες τώρα στα υστερνά του να φερθή έτσι;
Αλλά δεν ανησύχουν και πολύ. Ο άνθρωπος έχει προ αυτού το μέλλον και τείνει προς αυτό, ως η βελόνη προς τον μαγνήτην· επειδή δε πάντοτε ελπίζει αυτό καλλίτερον, λησμονεί ευκόλως τας πικρίας του παρόντος. Αύριον θα ήρχετο ο χαριέστατος Απρίλης με τα πολλά λουλούδια, τον δροσερόν καιρόν, τας καλοκαιρινάς ημέρας. Τι καλός, τι αγαπητός μην αυτός ο Απρίλης! ποτέ δεν σκυθρωπάζει το ήρεμον πρόσωπόν του… Και με την ιδέαν αυτήν ελησμόνουν παντελώς τον Μάρτην, ως οι ναύται τον Αϊ-Νικόλα μετά την θύελλαν, και τινες μάλιστα ωμίλουν περί αυτού περιφρονητικώς.
Ο Μάρτης ωμοίαζεν ήδη θεότητα, εκπεσούσαν αίφνης του στυλοβάτου της· ήτο Ζευς μ’ εσκωριασμένους και αχρήστους κεραυνούς. Αίολος μη δυνάμενος ν ανοίξη τας δικλείδας του χαλκού άντρου, να εκχύση τους ανέμους και τας θυέλλας και ν’ αναστατώση το Σύμπαν. Εννόει και αυτός ότι μετ’ ολίγας ώρας ήτο αδύνατον να φέρη το ποθούμενον αποτέλεσμα. Τι να πράξη όμως; Σήμερον έληγεν η επί της γης εξουσία του· αύριον εκών άκων έπρεπε να παραχωρήση την θέσιν του εις άλλον. Θ’ άφινεν ούτω την γρηάν ατιμώρητον· την εκδίκησίν του ανεκτέλεστον. Και τότε ποίος θα εφοβείτο πλέον αυτόν, ποίος θα εσέβετο τ’ όνομά του;! Όχι. Εξ άπαντος έπρεπε να τιμωρηθή η γριά.
Ο Μάρτης ευρίσκετο εις σφοδράν ψυχολογικήν κατάστασιν, ως εκθρονισθείσα Μεγαλειότης, αφήσασα ανεκπληρώτους τους πόθους και τους σκοπούς της. Ενώ δ’ εβασάνιζε τον νουν προς εξεύρεσιν καταλλήλου μέσου διά την εκδίκησίν του, εφάνη προκύπτων από μιάς του σπηλαίου σχισμής ο Φλεβάρης δειλώς.
Ο Φλεβάρης είνε μην μεσήλιξ, υψηλός, εύρωστος, με μακράν υπόλευκον γενειάδα και κόμην άφθονον, καταπίπτουσαν ατάκτως επί των ώμων του. Φορεί το γαλάζιο σεγούνι και το λευκόν μάλλινον σωπάνι, απαραίτητα ενδύματα του γεωργού των χωρίων. Αι χείρες αυτού είνε τυλώδεις από το άροτρον και την βουκέντραν, τ’ αγαπητά του εργαλεία, διά του ενός των οποίων αροτριά την γην, ενώ διά του ετέρου κεντά τους απειθείς και πυρίπνοας βους του. Αι έξεις αυτού και ο χαρακτήρ είνε ήρεμοι και γλυκείς, οποίας δύναται να διαπλάση ζωή αγροδίαιτος, η δε φωνή του τραχεία και διακοπτομένη ως ο τρυγμός ο παραγόμενος κατά την πρώτον αροτρίωσιν του αγρού, ότε το υννίον χωρεί διά μέσου της γης και των ριζών της ακάνθης. Υπό το κατηφές και ρυτιδωμένον μέτωπόν του, ως υπό μέτωπον αληθούς γεωργού, φαίνεται υπολανθάνουσα ποια τις διαύγεια και αγαθότης ψυχής· εκεί αντικατοπτρίζονται όλαι αυτού αι ημέραι, αι οποίαι όσον και αν είνε θυελλώδεις, υπενθυμίζουν μόλα ταύτα το θάλπος του καλοκαιριού:
Ο Φλεβάρης ποτέ δεν θέλει να έρχηται εις διαπληκτισμούς με τους άλλους μήνας. Τούτο προέρχεται εκ του ηπίου και αγαθού χαρακτήρος του, αν και αι κακαί γλώσσαι λέγουν ότι είνε φύσει δειλός. Μ’ όλα ταύτα παρασυρθείς, φαίνεται υπό των άλλων μηνών και υπό του πάθους του, εφιλοδώρησε και αυτός ολίγα γρονθοκοπήματα εις τον Μάρτην. Αλλά μόλις εξήλθον του σπηλαίου οι μήνες, ήρχισαν να σκέπτωνται τα επακόλουθα της πράξεώς των εκείνης. Ο Μάρτης είνε ισχυρός και δυνατός μεταξύ των λοιπών συναδέλφων του, ως ο Ζευς μεταξύ των Ολυμπίων. Δεν παρέλαβε μεν την εξουσίαν εκ γενεαλογικής τίνος αιτίας, ως εκείνος, αλλ’ απέκτησεν αυτήν διά μόνου του βραχίονός του, περί της ισχύος του οποίου έχουν λάβει ακριβή γνώσιν όλοι οι μήνες δυστυχώς. Είνε δε και υπερήφανος· ώστε ήτο υπερβέβαιον ότι δεν θ’ άφινε να παρέλθη ατιμωρητί η προσβολή, την οποίαν έπαθεν από αυτούς. Μετ’ ολίγον μόλις συνέλθη της μέθης του θα ζητήση εξόφλησιν του λογαριασμού και αλλοίμονον εις αυτούς! Όθεν οι μήνες ήσαν εις μεγάλην ανησυχίαν· ήρχισαν να επιρρίπτουν κατ’ αλλήλων την ευθύνην κι έκαστος εζήτει μέσον όπως αποσυρθή της δυσχερούς θέσεως, εις την οποίαν επεριπλέχθη εξ απερισκεψίας.
— Εγώ το είπα, δεν ήταν καλό να τον βαρέσουμε, έλεγεν ο εις.
— Εγώ δεν βάρεσα καθόλου, εδικαιολογείτο ο άλλος.
— Ναι, εσύ έδωκες την γροθιά που τώπρησες το μέτωπο.
— Μη βάνεις εκείνη· κάποιος με εσκούντησεν από πίσω… Εμένα ο Μάρτης είνε φίλος μου.
Ο Απόστολος Πέτρος δεν ηρνήθη τόσον εντόνως την γνωριμίαν του Ιησού προ της ωραίας Ιουδαίας, όσον οι μήνες την συμμετοχήν των εις την κατά του Μάρτη επίθεσιν προ του ίσκιου του, προ του ονόματός του μόνον. Από τας αρνήσεις έφθασαν εις αντεγκλήσεις, εις προπηλακισμούς και μετ’ ολίγον όλοι επαρουσιάσθησαν με αναπεπταμένην σημαίαν, ως παλαιοί και στενοί— τινές μάλιστα— ως οι εξ απορρήτων φίλοι του Μάρτη κι εχθροί αλλήλων.
— Εμένα δεν μ’ έμελε· καλά έκαμε και το ’πιε· είπε σοβαρώς ο Φλεβάρης.
Και αποχωρισθείς του ομίλου, έσπευσε πρώτος να συμφιλιωθή με τον φοβερόν συνάδελφόν του. Αλλά μόλις τον είδε συνωφρυωμένον, εδειλίασε· ρίγος διέδραμε το σώμα του και άρχισε να μετανοή διότι εισήλθεν εις το σπήλαιον, ήλθε μόνος του να ριφθή εις το στόμα του λύκου. Δεν ήτο όμως δυνατόν να πράξη άλλως· αν έφευγε θα εδυσχέραινε περισσότερον την θέσιν του· έλαβε λοιπόν απόφασιν κι επλησίασε προς τον Μάρτην ταπεινώς.
— Γεια, χαρά σου! εψιθύρισε δειλώς.
— Καλώς τον.
Ο Φλεβάρης έλαβε θάρρος. Ο Μάρτης του ωμίλησε με τόσην γλυκύτητα φωνής, με τόσον ήπιον τρόπον, ως άνθρωπος ο οποίος έχει ρίψει μακράν απ’ αυτού τα μίση και τα πάθη και σκέπτεται μόνον διά την σωτηρίαν της ψυχής του. Πας άλλος εκτός του Φλεβάρη, γνωρίζων τον πανούργον αυτού χαρακτήρα, θα εμάντευεν ότι υπό την επίπλαστον εκείνην αγαθότητα εκρύπτετο κάτι τι σοβαρόν δι’ αυτόν. Αλλ’ ούτος, ο οποίος συνείθισε να βλέπη τα πράγματα υπό την απλουστάτην αυτών μορφήν, ως φαίνονται εξωτερικώς, επίστευσεν εις την γαλήνην εκείνην και ηθέλησε να ωφεληθή της περιστάσεως· τώρα, ότε τον εύρεν εις την καλήν του, να λάβη και την συγχώρησιν.
— Καϋμένε Μάρτη, είπε μ’ επίπλαστον συμπάθειαν· σώκαμα ένα κακό σήμερα χωρίς να θέλω.
Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς.
— Τι κακό; ηρώτησε με απορίαν.
— Δεν το θυμάσαι; με το κρασί… μα δεν φταίω εγώ… οι άλλοι……
Η φωνή του ήτο τραχεία και υποτρέμουσα. Ενώ ωμίλει παρετήρει συγχρόνως εις τους οφθαλμούς του συντρόφου του, αναμένων να ίδη δι’ αυτών την τύχην, η οποία τον επερίμενεν.
— Α! τις ξυλιές! είπεν ο Μάρτης αδιαφόρως· μπα, δεν βαριέσαι· είχατε δίκιο· σας έπια το κρασί…
— Ας το ’πιες· εμέ δεν μ’ έμελε…. οι άλλοι…
— Δεν είνε τίποτε· περασμένα ξεχασμένα.
Ο Φλεβάρης εθαύμαζεν. Ήτο αυτός ο φοβερός Μάρτης, που εις το παραμικρόν εγίνετο σκυλί· που δεν εχάριζεν ούτε εις την μάνα του λόγο; Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς του. Αλλ’ επειδή ο Φλεβάρης εδόξαζεν ότι όλα τα πράγματα μεταβάλλονται εις τον κόσμον αυτόν, συνεπέρανεν επί τέλους ότι και ο χαρακτήρ του Μάρτη μετεβλήθη.
— Να σου ειπώ· πίνεις; ηρώτησε μετ’ ολίγον ο Μάρτης.
Ο Φλεβάρης εξίστατο, τα έχανε. Τι αγαθή ψυχή; Τι καλή καρδιά! Συμμετέσχε και αυτός της προσβολής, έδωσε και αυτός ένα χέρι και όχι μόνον δεν εθύμωνε, δεν εζήτει εκδίκησιν ο Μάρτης, αλλ’ αναγνωρίζων το δίκαιόν του επροσφέρετο να τον κεράση κι’ όλα… Βεβαίως εάν και οι μήνες ήσαν θνητοί, ως οι άνθρωποι, ο Μάρτης θα επήγαινε με τα παπούτσια εις τον Παράδεισον.
Κι ενώ ταύτα εσκέπτετο, έστρεψε πέριξ αναζητών διά του βλέμματος το μέρος, όπου ήτο δυνατόν να υπάρχη οίνος, ως ο διψών αναζητεί την πηγήν, και:
— Ακούς τι λέει· αρκεί να βρίσκεται· είπε λείχων ευχαρίστως τα χείλη.
— Κάτι βρίσκεται, μα θέλει σήκωμα το βαρέλι.
— Εμπρός!….·
Ο Φλεβάρης είνε δυσκίνητος, οκνός, ως τον λέγουν οι συνάδελφοί του, αλλά χάριν, του οίνου επήδησεν επί του βαρελίου μ’ ευκολίαν. Ο Φλεβάρης, ειδήμων όσον και ο σύντροφός του των απαιτήσεων του οινοπωλείου, εκάθησεν ιππαστί επί των ευρέων νώτων του βαρελίου όπως πρεσθέση το βάρος του σώματός του, διότι άλλως ηδύνατο να κινηθή αποτόμως και θολώση ο οίνος.
Ο Μάρτης μετά τούτο ύψωσεν ουχί μετά πολλού κόπου εκ των όπισθεν διά της μιας χειρός το βαρέλι κι έθεσε κάτω αυτού, ως προσέρεισμα ογκώδη κορμόν δένδρου. Ούτω το βαρέλι έμεινε κλίνον προς τα πρόσω, ως ελέφας κύπτων από της όχθης να ποτισθή εις τον ποταμόν.
Μετά μικρόν οι δύο μήνες, κατάχαμα επί του εδάφους καθήμενοι, μετά πολλού ζήλου προσεπάθουν διά μεγάλου ξυλίνου ποτηρίου να μεταγγίσουν το περιεχόμενο του βαρελίου εις την κοιλίαν των. Έπινον ήσυχοι, σιωπηλοί, κύπτοντες μετά βαθείας προσοχής προ αυτών. Ο Φλεβάρης κατ’ εξοχήν εκάθητο εκεί παρακολουθών με βλέμμα πυρώδες τας κινήσεις της χειρός του Μάρτη, έτοιμος να λάβη το προσφερόμενον εις αυτόν ποτήριον. Μόνον οσάκις εσκέπτετο την προσβολήν του Μάρτη, ερρίγει μήπως ο φοβερός εκείνος σύντροφος, ερεθισθείς αίφνης μ’ ένα γρονθοκόπημα τον ρίψη ως ασκόν επί του εδάφους και η βραχνή φωνή του διέκοπτε την ηρεμίαν του σπηλαίου.
— Ξέρεις, δεν έφταια εγώ… οι άλλοι. Τότε και ο Μάρτης επρόσθετε με αδιαφορίαν:
— Μπα, δεν βαρειέσαι· περασμένα ξεχασμένα. Κι επανελάμβανον ήσυχοι το έργον των. Ο Μάρτης εφαίνετο ότι είχε παντελώς λησμονήσει και την ύβριν της γρηα-Γαλανής και την προσβολήν των συναδέλφων του. Ήτο υπέρ το δέον ομιλητικός, φιλόφρων, ως κομματάρχης προσπαθών να φέρη εις τα νερά του τον σύντροφόν του· ενώ δε αυτός σπανίως έπινε, επρόσφερεν αδιακόπως το ποτήριον γεμάτο εις τον Φλεβάρην, όστις διά να μη προσβάλη τον σύντροφόν του, ουδέποτε ηρνείτο. Μετ’ ολίγον το πρόσωπόν του έγεινε κατακόκκινον, οι οφθαλμοί του ήρχισαν να σμικρύνωνται.
— Θα τραγουδήσουμε; είπεν εις τον Μάρτην.
— Ναι, πιε και τούτο.
Ο Φλεβάρης εκένωσε και το ποτήριον εκείνο και άλλα ακόμη με όσην ευκολίαν τα εγέμιζεν ο σύντροφός του. Έπειτα, κλίνων τον κορμόν του σώματός του εις τα οπίσω και φέρων αντάμικα μέχρι του αριστερού οφθαλμού το μαύρον φέσι, με το κυανούν τσεγρέκι, ήρχισε με φωνήν σταθεράν και καθαράν, την βλαχικήν προφοράν μιμούμενος, να τραγωδή ενώ το σώμα του ήτο εις αδιάκοπον κίνησιν.
—Πέθαν’ ο βλάχος πέθανε κι αφίνει σ’ όλα διάτα,
αφίνει τη τζομάκα του στην εκκλησιά λαμπάδα·
αφίνει την τσαντίλα του ποδιά για την εικόνα
και την τρανή κομπλίτσα του να κρεμαστή καντήλα·
αφίνει και την τσέργα του για τον παπά φελόνι·
κι αυτή τη μαύρη λιάρα του σάκκο για το δεσπότη…
Το βλάχικον τούτο τραγούδι επροξένησε μεγάλην εντύπωσιν εις τον Μάρτην. Εφηρμόζετο πιστά, πιστότατα εις τον θάνατον του γερω-Γκόρα· ήτο ακριβής έκθεσις της διαθήκης του. Ο Μάρτης εμειδίασε χαιρεκάκως ενθυμηθείς την γρηα-Γαλανήν. Επειδή δε ανέμενε την κατάστασιν αυτήν του Φλεβάρη, όστις με δύο τρία ποτήρια ακόμη θα έπιπτεν αμέσως από της ευθυμίας εις τελείαν μέθην, εις αποκτήνωσιν, έπαυσε να τον κερνά και είπε:
— Εγώ, ξέρεις πώς σ’ αγαπώ· σαν τα μάτια μου.
— Μα κι εγώ· δεν μπορείς νάχης παράπονο.
— Όχι· και είδες ζήλια που την έχουν οι άλλοι; όλο να μας βάνουν σε διχόνοια θέλουν.
— Ναι· μάλιστα εκείνος ο Απρίλης! εγώ δεν τον χωνεύω· αν ήταν τρόπος να φύγη από πάνω μας.
Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς. Εγνώριζε καλώς ότι ο Φλεβάρης δεν ηυχαριστείτο καθόλου να βλέπη τον Απρίλην, διότι ευθύς ενθυμείτο εποχήν, κατά την οποίαν έπαθεν ό,τι ο Ήφαιστος από τον Άρην, ήτο δε βέβαιον ότι ήθελε μεγάλως ευχαριστηθή αν απεπέμπετο καθ’ ολοκληρίαν της συντροφιάς των.
— Α! δε μπορεί, είπε· δώδεκα κι η βάρκα γέρνει· ούτ’ ένας λιγώτερος ούτε περισσότερος… Αλλά μπορούμε να του κάνωμε έν’ άλλο.
— Σαν τι;
— Να τον κάνωμε να σκάση. Ο Φλεβάρης ηυχαριστείτο.
— Α! για λέγε· είπεν ανυπομόνως.
— Σήμερα τελειόν’ η διορία μου και αύριο έρχετ’ εκείνος· να μου δανείσης δυο ημέρες να τον δυσκολέψουμε.
Ο Φλεβάρης έκυψε την κεφαλήν. Οι μήνες αγαπούν τας ημέρας των, ως ο φιλάργυρος τα χρήματά του. Έπειτα ουδέποτε είχεν ακούσει να δανείζουν ημέρας οι μήνες· έπειτα, δεν είχε και πεποίθησιν αν ο Μάρτης ήτο άξιος εμπιστοσύνης.
— Λοιπόν μου της δίνεις; είπεν ο Μάρτης, διακόπτων τας σκέψεις του· θα τον προσβάλουμε όσο δεν του πρέπει.
Αυτό ήθελε και ο Φλεβάρης. Να ετοιμασθή ο Απρίλης, να στολισθή, να πάγη να λάβη την θέσιν του και να εύρη επ’ αυτής άλλον! θα επέστρεφε τότε καταλυπημένος, κατεντροπιασμένος, θα εγίνετο ο περίγελως των άλλων μηνών και αυτός θα εχαίρετο, θα εξεδικείτο… Ναι, ήτο πολύ ευχάριστον τούτο, πολύ καλόν αλλά να δώση τας ημέρας του!…
— Δεν μπορεί να γίνη αλληώς; εψιθύρισε μετά δειλίας και αποθαρρύνσεως.
Ο Μάρτης εσκέφθη ολίγον.
— Αλληώς; δεν μπορεί αλληώς· χρειάζονται δυο ημέρες.
— Στης δίνω· είπεν αποφασιστικώς ο Φλεβάρης.
— Μα της χειρότερες· με χαλάζι και βροχή.
— Ναι· με χαλάζι και βροχή.
Δ’
Ο Μάρτης εθριάμβευεν. Είχε τέλος δύο ημέρας, δύο ημερόνυκτα γεμάτα χαλάζης και βροχής, τα μόνα κατάλληλα μέσα διά να εκδικηθή την γρηα-Γαλανήν. Πλήρης χαράς, πλήρης υπερηφάνειας, ως άνθρωπος, όστις έχει τα μέσα να επιβληθή και να κατασταθή σεβαστός εις τους άλλους, εξήλθε θριαριβεύων του σπηλαίου.
Η χάλαζα εν τούτοις εξηκολούθει ραγδαία και αδιάκοπος· παχεία ως κάρυον, έπιπτε κροτούσα επί των πόλεων και των χωρίων, επί των φυτειών και των σπαρτών και των δένδρων, προ πάντων όμως πυκνή, πυκνοτάτη επί του λόφου και της καλύβας της γρηα-Γαλανής.
Εβράχη, ως και η γλώσσα της πτωχής μέχρις ου δυνηθή να βάλη εις το μαντρί τα κατσίκια, και τας κατσίκας της. Ότε δε ηθέλησε να καταφύγη εις την καλύβαν της, εύρεν αυτήν αδύνατον να κρατήση τον φοβερόν εκείνον όλεθρον. Καταιμωδιασμένη, απηλπισμένη, κροτούσα τους οδόντας εκ του ψύχους, έχουσα τον βόρβορον υπό τους πόδας της και την χάλαζαν άνω της κεφαλής της, μη ευρίσκουσα αλλού προφύλαξιν, εισήλθεν υπό μικρόν λέβητα, εντός του οποίου άλλοτε, κατά τας ευτυχείς ημέρας της, έβραζε το γάλα των κατσικών, το οποίον μετεποίει εις τυρόν ή γιαγούρτι. Η ανεψιά της έλειπε μετά της κουμπάρας της της Σμαράγδως, ώστε ηδύνατο κάπως να οικονομηθή υπ’ αυτό μέχρις ου παρέλθη εκείνο το κακό, η κοσμοχαλασά.
Αλλ’ η κοσμοχαλασά δεν παρήρχετο· ο όμβρος εγίνετο σφοδρότερος από λεπτού εις λεπτόν. Και ούτω επέρασαν τα δύο ημερόνυκτα. Ότε δε ο Απρίλης ήλθε και αποκατέστη η γαλήνη της φύσεως, η καλύβα και το μανδρί της γρηάς είχον καταπλακωθή υπό παχύτατον στρώμα χαλάζης, επί του οποίου μυρία πολύχροα πρίσματα εσχημάτιζον αι ακτίνες του ηλίου…
Ο Μάρτης ότε είδε τελειωμένην την εκδίκησίν του, περιχαρής και θριαμβεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον.
— Έλα, γέροντά μου· δος μου της μέρες μου πίσω· είπεν ο Φλεβάρης μειδιών.
Ούτος παρετήρησεν αυτόν με άγριον βλέμμα προξενήσαν ρίγος εις τον πτωχόν μήνα.
— Τι μέρες; είπε τραχέως· εκείναις είνε ημέρες της Γρηάς.
1886
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas_dihg.htm#%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%91I