ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ – Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

karkavitsas andreas14
Από τη συλλογή “Διηγήματα”

— Δεν πααίνω σου λέω, δεν πααίνω! μου κάνει κακό!…
— Πήγαινε, καϋμένη και σήμερα… βλέπεις πως θα πάω ν’ αλέσω!…
Πρώτην φοράν, φωναί ανδρικαί και γυναικείαι εκ περιτροπής, εξήρχοντο τόσον έντονοι και τεταραγμέναι, ωσεί συγκρουόμεναι μεταξύ των, από του οικίσκου του Μελοπούλου. Από τριών ήδη μηνών ότε ετέλεσε τους γάμους του ο οικοδεσπότης, δεν αντήχει άλλο εντός αυτού παρά τραγούδια εύθυμα και γέλωτες παρατεταμένοι, τονίζοντες εις κλίμακα υπερνέφελον την ευτυχίαν του νεαρού ανδρογύνου και ψίθυροι φιλημάτων, ως εις καμμίαν φωλεάν τρυγόνων. Οι φλεγματικοί κάτοικοι του μικρού χωρίου καθ’ εσπέραν, ενώ εχασμώντο τανυόμενοι ίν’ αποτινάξωσι τον κόπον της ημέρας οι άνδρες κι εθορύβουν αι γυναίκες, εις τα οικιακά έργα ασχολούμεναι ή εκλαυθμήριζον τα παιδία και υλάκτουν οι σκύλοι, ακούοντες αυτούς εκίνουν την κεφαλήν μ’ έκφρασιν σοβαράς δυσπιστίας. Η χαρά εκείνη εφαίνετο εις αυτούς παρατονία, χαρά μη έχουσα την θέσιν της εκεί, μέσω της σιγηλής ερημίας του χωριδίου και του πλήθους εκείνου, του μη γνωρίζοντος άλλο από την εργασίαν, την βαρείαν εργασίαν των αγρών. Εσκέπτοντο δε ότι πολύ ταχέως θα έπαυε και την παρωμοίαζον προς την τύχην του χωριδίου των, του οποίου η ζωηρότης διαρκεί όσον και η πανήγυρίς του — επί μίαν μόνην ημέραν, κατά την πέμπτην Νοεμβρίου. Γίνεται αναστάτωσις όλων τότε χάριν του αγίου Νικολάου, μέρος της χειρός του οποίου διατηρείται ενέπαφον εν τη εκκλησία του χωριδίου· ακούονται τύμπανα και χοροί και πολλοί προσκυνηταί συνέρχονται άλλοθεν και τούτο μέχρι της νυκτός, ότε τα πάντα παύουν εις τελείαν χαλάρωσιν και ανίαν. Ούτω θα συνέβαινε, έλεγον, και εις το ανδρόγυνον ήδη· θα εβαρύνετο μόνον του αυτήν την τρελλήν ευθυμίαν, την θορυβώδη χαράν, η οποία νομίζει τις ότι δεν γίνεται παρά διά ν’ ακούηται και μόνον· θα έκυπτε δε ταχέως ο τράχηλος εις την εργασίαν και θα συνωφρυούτο το μέτωπον εις την σκέψιν, όπως συνέβη και εις αυτούς τους ιδίους άλλοτε… Και τώρα, αν ήκουον τας διαμειβομένας φωνάς, θα επίστευον ότι επηλήθευσαν αι ελπίδες των, και πολύ ταχέως μάλιστα απ’ ό,τι προσεδόκων και θα εμειδίων χαιρεκάκως. Διότι η χαρά των άλλων όσον και αν είνε ανεξάρτητος, μας κουράζει και επιθυμούμεν να παύση μίαν ώραν αρχήτερα, βιαζόμενοι να κατατάξωμεν αυτούς εις την ιδίαν με ημάς σειράν, ως η κωλοβή αλώπηξ του μύθου.
Δεν επέτυχον όμως αυτήν την ευκαιρίαν οι χωρικοί. Το χωρίδιον Τρουμπέ ήτο έρημον τώρα. Οι ευάριθμοι οικίσκοι του, εδώ κι εκεί επί χαμηλής λοφοσειράς διεσκορπισμένοι, είχον τας θύρας όλας σφαλισμένας και από τα μικρά παράθυρά των εφαίνετο εντός το σκότος και η ερημία. Εις τας αυλάς επλανώντο εν πλήρει ανέσει αι όρνιθες, ανασκαλεύουσαι το άχυρον και την κόπρον προς ανεύρεσιν τροφής κι αι πάπιαι ενήχοντο μακαρίως εις τι τέλμα παρά τους καλαμώνας, ενώ ο οικόσιτος χοίρος, σοβαρός αντιπρόσωπος του οικοδεσπότου, εγρύλλιζε περιφερόμενος ελεύθερος και ο αλέκτωρ με το αγέρωχον βάδισμά του, ανέτεινεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν κι ετόνιζε την βραχνήν λαλιάν του, ωσεί θέλων να διασαλπίση εις τα πέριξ την υπεροχήν του. Οι χωρικοί έλειπον όλοι εις τας εργασίας των γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, έκαστος κατά τας δυνάμεις του είχον αναλάβει τα καθημερινά, τ’ αναλλοίωτα καθήκοντά των, άμα τη χαραυγή. Μόνος ο οικίσκος του Μελοπούλου διετήρει ακόμη την ζωηρότητά του· διότι από της ημέρας των γάμων εβράδυνε πάντοτε εις την εξέγερσιν, ως νωθρός εργάτης εξακολουθών την αυτήν απεργίαν και μετά την λήξιν των εορτάσιμων ημερών. Το φως της ημέρας εισέδυεν ήδη άφθονον από της ανοικτής θύρας και του παραθύρου, από του οποίου εφαίνετο η Σμάλτω εν τη σκιά, με νυσταλέους ακόμη οφθαλμούς και βεβαρυμένον το σώμα, εγείρουσα νωθρώς τας στρωμνάς μίαν μίαν από του εδάφους και αποθέτουσα διπλωμένας επί μιας ανεστραμμένης κοφίνας, χρησιμευούσης πάντοτε εις τους οίκους των χωρικών αντί στρωμνοθήκης. Ενώ δ’ ενησχολείτο εις τούτο εξηκολούθει, ηρεθισμένη κάπως, σφοδράν ομιλίαν μετά του ανδρός της, ο οποίος παρά την θύραν ιστάμενος, έρραπτε την άκραν σάκκου εκ χονδροπάνου κι εψιθύριζε χωρίς να υψώση την κεφαλήν από της εργασίας του, ωσεί εις εαυτόν αποτεινόμενος:
— Πήγαινε, μωρή και σήμερα· βλέπεις πως θα πάω ν’ αλέσω!…
Πλησίον αυτού καψαλός σκύλος, με ανωρθωμένον και άτακτον τρίχωμα, επέμενεν οσφραινόμενος το έδαφος μέσω σμήνους ορνίθων, αι οποίαι είχον εισπηδήσει εντός ζητούσαι διά τιτιβισμών την πρωινήν τροφήν των. Προ της θύρας ο εύρωστος ίππος του Μελοπούλου, ζευγμένος εις το κάρρον, έτρωγε την φορβήν του, ανακινών από καιρού εις καιρόν τα ώτα και τύπτων τους πόδας, ωσεί βιαζόμενος να εκκινήση. Ο Στάθης είχε φορτώσει το κάρρον του διά σάκκων σίτου της νέας εσοδείας και ητοιμάζετο ν’ αναχωρήση εις τον μύλον προς άλεσιν. Και ήτο μεν μύλος εις το χωρίδιον έξω επί υψώματος και ειργάζετο αδιακόπως ημέραν και νύκτα, αναπεπταμένας έχων, εις τον άνεμον τας φαιάς πτέρυγάς του, αλλ’ εις τον Στάθην ήρεσκε πάντοτε ό,τι ηδύνατο να συντέμνη τας αποστάσεις και να προφθάνη τον χρόνον. Συνήθιζε να προτιμά τον κέλητα αντί του ημιόνου και τον ατμόμυλον αντί του ανεμομύλου, όπου είνε τις εκτεθειμένος εις του καιρού τας ιδιοτροπίας. Διά τούτο είχεν αποφασίσει να πάγη εις Γαστούνην, όπου υπήρχεν ατμόμυλος και ήτο βέβαιος ότι θα επεράτου μίαν ώραν αρχήτερα την εργασίαν του. Έλεγε δε εις την νεαράν σύντροφόν του να συνοδεύση εις την βοσκήν τα γαλιά, τριάκοντα ζεύγη γαλιά, τα οποία είχεν αναπτύξη αρκούντως και από τα οποία ήλπιζε καλά κέρδη κατά τον ερχόμενον αύγουστον, ότε θα τα επώλει εις Ζακυνθίους ζωέμπορους.
— Δεν μπορώ σου λέω… δεν πααίνω! επέμενεν η Σμάλτω, αρνουμένη.
Ο Στάθης εξεπλήσσετο διά την τόσην επιμονήν της γυναικός του. Πρώτην φοράν τώρα την ήκουεν αντιτείνουσαν εις τους λόγους του· πρώτην φοράν την έβλεπε τόσον πείσμονα εις την ιδέαν της. Άφ ης ημέρας την εστεφανώθηι την εγνώριζε πάντοτε υπήκοον, πάντοτε ακατάβλητον εις την εργασίαν, μειλίχιον εις τους τρόπους, δειλήν εις τας ιδέας της, εκπληρούσαν τυφλώς τας επιθυμίας του, πρόθυμον να τον ανακουφίζη και να τον συνδράμη εις όλα. Και τα γαλιά αυτά ακόμη η ιδία εφρόντισε και τα ανέπτυξε και τώρα από μηνός καθ’ ημέραν τα συνώδευεν ευχαρίστως εις την βοσκήν. Πώς λοιπόν τώρα ήλλαξε τόσον έξαφνα ο χαρακτήρ της, και ο ίδιος ηπόρει.
— Μα τι θες να κάμουμε ’ς το θεό σου! είπεν αίφνης, προσβλέπων αυτήν με ύφος, ενέχον εν ταυτώ ερώτησιν και οργήν.
— Πααίνω εγώ ’ς το μύλο· εψιθύρισεν η Σμάλτω δειλώς, χαμηλώνουσα την κεφαλήν.
Ο Στάθης εγέλασε βεβιασμένως. Πολύ παράδοξος του εφαίνετο η απάντησις αύτη της γυναικός του. Και όχι τώρα διότι ήτο νεόνυμφος αλλά και γραία αν ήτο πάλιν δεν επετρέπετο εις την Σμάλτω να πάγη εις τον μύλον. Αν εζήτει να πάγη εις κανένα ανεμόμυλον των πέριξ χωρίων δεν ήτο και κακόν, διότι όλοι οι μυλωθροί ήσαν γνώριμοι, άνθρωποι έντιμοι και σοβαροί και ως επί το πλείστον αι γυναίκες επήγαινον τ’ αλέσματα, των ανδρών ασχολουμένων εις άλλας βαρυτέρας εργασίας. Εις Γαστούνην όμως, εις μίαν πολιτείαν, όπου ευθύς μόλις έβλεπον αυτήν εκφορτώνουσαν τον σίτον θα εσυνάζοντο οι άνδρες πέριξ και θα την περιειργάζοντο από κεφαλής μέχρι ποδών, σχεδόν θα την έψαυον με τ’ αναιδή και φαύλα βλέμματά των, όπου οι μυλωθροί ήσαν ξένοι και απόξενοι, πονηροί και αγιογδύται, ποτέ δεν επετρέπετο. Μόνον και να το συλλογισθή η Σμάλτω έπρεπε να κοκκινίση.
— Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός.
—Φοβάμαι· εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας.
— Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό;
Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν’ απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της. Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ’ απήτει μάλιστα επιμόνως παρ’ αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι’ όλον τον κόσμον η ΣμάΛτω.
Εγνώριζεν ότι εκείνο το οποίον εφοβείτο και ήθελε ν’ αποφύγη εξηρτάτο μάλλον από αυτήν την ιδίαν παρά από τον άνδρα της κι εθεώρει περιττόν να ταράξη εις τα μύχια τον χωρικόν και να τον εμβάλη εις υποψίας. Διότι όσον και αν είνε απαίδευτος η γυνή, εις τοιαύτα ζητήματα προσπαθεί πάντοτε να προφυλάσση τον άνδρα της, πολλάκις μάλιστα μετ’ εγκληματικής επιμονής ωσεί η φύσις μόνη της παρακινεί αυτήν εις τούτο.
— Να, εκεί που καθόμουν εψές ’ς την πατουλιά, βγήκ’ ένα φίδι ξάφνου και μ’ ετρόμαξε… έχασα όλο μου το αίμα! απήντησεν αίφνης η Σμάλτω, φοβισμένον έχουσα το πρόσωπον, ως να έβλεπε την ώραν εκείνην το φίδι προ των ποδών της.
Ο χωρικός εξερράγη ήδη εις γέλωτας, όχι βεβιασμένους πλέον αλλ’ αληθείς γέλωτας ανθρώπου ευθύμου. Τόσον απροσδόκητος εφάνη εις αυτόν ο ισχυρισμός ούτος της γυναικός του, ώστε δεν εύρεν άλλο τι πρόχειρον την ώραν εκείνην ο Στάθης παρά να καγχάση.
— Ωχ, αδερφέ! εφώναξε, για το φίδι κάνεις έτσι; Και λαμβάνων από της γης τον σάκκον, όστις είχε πέσει των χειρών του κατά την ώραν της ταραχής και από τίνος γωνίας το μαστίγιόν του, διηυθύνθη προς την θύραν υποψιθυρίζων:
— Μην ήσαι κουτή, καϋμένη!… πήγαινε κι εγώ θα γυρίσω γρήγορα.
Χωρίς δε να προσθέση τι πλέον, ανέβη επί του κάρρου και μαστίσας τον ίππον του απήλθεν.
Η Σμάλτω ήκουσε το κάρρον απομακρυνόμενον μετά πατάγου, και ησθάνθη την καρδίαν της συγκλονιζομένην μετά του εδάφους υπό τους ογκώδεις τροχούς του. Η αναχώρησις του ανδρός της κατ’ εκείνην την ώραν την ετάρασσε μεγάλως και την κατέθλιβεν, ως μία παντελής εγκατάλειψις. Δεν ήτο πρώτη φορά κατά την οποίαν απεμακρύνετο ούτω της οικίας ο Στάθης· αλλά τώρα η ψυχή της είχε διεγερθή ολόκληρος υπό συλλογισμών επιφόβων και όλα τα εξελάμβανεν ως επίτηδες εναντίον αυτής διενεργούμενα. Ο Στάθης άφινεν αυτήν μόνην και απροστάτευτον επί μίαν ολόκληρον ημέραν. Την διέτασσεν επιμόνως να πάγη εις την βοσκήν των γαλιών χωρίς να ηξεύρη ότι την εξέθετεν εις κίνδυνον φοβερόν, από τον οποίον πολύ δυσκόλως λυτρούται ο άνθρωπος, διότι κύριον εχθρόν έχει τον εαυτόν του. Δεν ηδύνατο όμως να κάμη και άλλως, η Σμάλτω. Αφού ο Στάθης δεν ήτο πλέον εκεί ώφειλεν αύτη να συνοδεύση τα γαλιά· δεν έπρεπε να τ’ αφήση να ψωφήσουν της πείνας! Και μετενόει ήδη διότι ετάραζε τόσον τον άνδρα της, ακαίρως επιμένουσα εις την άρνησίν της, ενώ ανεγνώριζε την ανάγκην. Έθεσεν ολίγον μελαψόν άρτον εντός μαλλίνου σακκιδίου, εκρέμασεν αυτό από του ώμου και κλειδώσασα την θύραν εξήγαγεν από του αχυρώνος τα γαλιά και ανεχώρησεν εις την βοσκήν.
—Ο αϊ Νικόλας κι ας με φυλάξη· εψιθύρισε, σταυροκοπουμένη.
Η Σμάλτω ήτο νεαρωτάτη, λυγερή, εύπλαστος το σώμα, μελαχροινή, με οσφύν εσφιγμένην ως καλαμιάς και κεφαλήν εύμορφην, ην εστόλιζον άφθονοι μαύροι βόστρυχοι και οφθαλμοί μεγάλοι, πάντοτε υγροί, ως να εψυχάλιζον εντός και ακριβείς ερμηνευταί των εσωτερικών εντυπώσεών της. Ήτο δ’ εντελής καθρέπτης μιας αγροδιαίτου υπάρξεως· το άτομόν της ολόκληρον ήτο υπερβολικώς περίεργον εις τας από της φύσεως εντυπώσεις και τας υφίστατο και τας συνεκέντρου εν εαυτή όλας, όπως ο φακός τας ηλιακάς ακτίνας. Μέχρις ου υπανδρευθή, βοσκούσα καθημερινώς τα αιγοπρόβατα του πατρός της εις τα μέρη της Ριζοκαστριάς, όπου είχε κατασκηνώση η οικογένειά της, τον χειμώνα και το καλοκαίρι, το φθινόπωρον και την άνοιξιν, έβλεπεν όλας της φύσεως τας μεταβολάς και τας εδέχετο μετά χαράς, όπως δέχεται τις τας θωπείας της μητρός του. Και ότε την έτυπτε κατακέφαλα με τους όμβρους της και ότε την εδρόσιζε με τα ζωογόνα μαϊστράλια της, είτε την αφήρπαζεν εις τας καταιγίδας της είτε της εχαλάρωνε τας δυνάμεις όλας διά του λιβός της, αύτη δεν παρεπονείτο καθόλου, αναγνωρίζουσα υπομονητικώς την εξουσίαν και τα δικαιώματα της. Της ήρεσκεν επιμόνως η μάγισσα και ευμετάβολος νύμφη, την εξέπληττε και την συνεκίνει με τας ποικίλας αμφιέσεις της, υπό τας οποίας της παρουσιάζετο καθ’ εκάστην και το κάλλος της, το ένθεον. Πολλάκις συνέβαιναν εν τη μικρά εκείνη λοφοσκεπάστω εκτάσει, εις διαφόρους της ημέρας ώρας, συχνάκις δε κατά την μεσημβρίαν, η φύσις πέριξ, ως το μνημείον του Μέμνωνος, ν’ αναδίδη διαφόρων ειδών τόνους, ποικίλας φωνάς, αρμονικώς διακεχυμένας εν τω κενώ. Η Σμάλτω τότε, έξαλλος, ήνοιγεν υπερμέτρως τους οφθαλμούς, έτεινε τα ώτα αχόρταστος και προσεπάθει να δεχθή εν εαυτή τους ήχους εκείνους όλους και βαθμηδόν βαθμηδόν ανεδίπλου το σώμα, επιθυμούσα να εναγκαλισθή ούτως ειπείν την φύσιν, να την ενστερνισθή, παραδιδομένη εις την επήρειάν της ασυνειδήτως, όπως παραδίδεται τις εις τον έρωτα.
Η ζωή της Σμάλτως αύτη έπαυσεν αίφνης διά μιας όταν υπανδρεύθη. Ο ιερεύς όστις εστάθη προ αυτής ίνα ευλογήση τους γάμους της, έμεινε πλέον καθηλωμένος εφ’ όρου ζωής εκεί, ως τοίχος ακλόνητος και της απέκλεισε το παρελθόν. Η κληματόβεργα, καταλλήλως μετασχηματισθείσα εις στέφανον νυμφικόν, έκαμε κι επί της νεαράς βλαχοπούλας το θαύμα της όπως καθ’ ημέραν και εις τόσας άλλας. Μετέφερεν αυτήν εις άλλην ζωήν, ψυχράν, σοβαράν, μεστήν πραγματικότητος ασφυκτικής, την οποίαν αύτη πριν ουδέποτ’ εφαντάζετο, μέσω της χαριέσσης φύσεως εν τη οποία ανεπτύχθη. Και ο Στάθης δ’ αυτός, ωσεί ζηλοτυπών προς το παρελθόν της κι επιθυμών να καταστρέψη πάσαν αυτού ανάμνησιν, αφήρεσεν απ’ αυτής την βλαχικήν ενδυμασίαν, την γραφικήν εκείνην ενδυμασίαν με τα κρόταλα και τους χρωματισμούς, την οποίαν νομίζει τις ότι οι βλάχοι επενόησαν εκ του μεγάλου πόθου των προς την φύσιν, ίνα φέρωσιν επάνω των το αποτύπωμά της πάντοτε, όπου κι αν ευρίσκωνται. Αντί δ’ αυτής, αντί των κεντητών ποδιών και των πλουσίων γκιορντανίων, της έδωκε τα πενιχρά ενδύματα του χωρίου, άτινα την κατέστησαν σοβαράν μέχρι γελοιότητος.
Η Σμάλτω ήρχισεν ευθύς εξ αρχής να πλήττη και ν’ ασφυκτιά μέσω της καθημερινής αναστροφής των χωρικών, όπου δεν ήκουεν άλλο παρά αμοιβαίας κακολογίας και κλαυθμηρισμούς διά τα χρέη των. Ωμοίαζε προς πτηνόν το οποίον αίφνης συνέλαβον και απέθεσαν εν κλωβώ, μέσω τεσσάρων πληκτικών κιγκλιδωμάτων, μακράν πρασίνου φυλλώματος, εκτός πάσης αναστροφής μετ’ άλλων ομοίων του. Η υπομονή όμως της γυναικός είνε ανεξάντλητος. Συχνάκις καταβάλλει μέγαν ηρωισμόν ίνα μη φανή δυσανασχετούσα προς την τύχην της και δώση αφορμάς κακολογίας και προξενήση χαράν εις τους γείτονας. Βλέπει τις πολλάκις αδιάκοπον το μειδίαμα εις τα χείλη, ανεξάντλητον την ευτυχίαν εις τους οφθαλμούς της, ενώ τουναντίον εις τα χείλη επικάθηται άμετρος πικρία και θερμά δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Έχει δ’ η γυνή την υπόκρισιν αυτήν τόσον ανεπτυγμένη όσον περισσότερον περιωρισμένη είνε κοινωνικώς. Η Σμάλτω, ενώ ήτο καταπικραμένη διά την ζωήν εις την οποίαν μετέπεσε, προσεποιείτο εν τούτοις την ευτυχισμένην, την γελαστήν, όλη πετώσα, όπως έπρεπε να είνε γυνή νεόνυμφος, ώστε έκαμνε τους γείτονας να λέγουν περί αυτής, ίνα παραστήσωσι την χαράν της, ότι εγέλων και τα παπούτσια της. Εντός όμως η καρδία της έπαλλε διά την προτέραν ανύπανδρον ζωήν και την επόθει ενθέρμως. Διό, ότε μετ’ ολίγον ανεπτύχθησαν τα γαλιά διά την εξοχήν και ο Στάθης, απασχολημένος εις την καλλιέργειαν της σταφιδαμπέλου του, ανέθεσεν εις αυτήν την φροντίδα των, έγινεν έκτος εαυτής από χαράν. Και ότε τα ωδήγει εις την βοσκήν, ετόνιζε το τραγούδι των κι επήδα μεταξύ αυτών, υψηλά τον κάλαμον κρατούσα, εν μέθη και ευτυχία υπερτάτη. Από του εγγάμου βίου της τώρα μόνον ηννόει ότι συνήρχετο εις εαυτήν και ανέζη.
Αλλ’ από τινων ήδη ημερών υπόνοια τις εγεννήθη εντός αυτής· η ζωή εκείνη την ετρόμαζεν. Ήρχισε να βλέπη τον οικίσκον της, ότε το εσπέρας επέστρεφε, μετά δυσπιστίας· να αισθάνεται προ του ανδρός της εντροπήν· να χαμηλώνη τους οφθαλμούς προ του βλέμματός του, να ταράσσηται εις τον εναγκαλισμόν του και να ερυθρά ως ένοχος φρικώδους ανομήματος. Δια ποίαν δ’ αιτίαν ησθάνετο όλα ταύτα, δεν ηδύνατο να εννοήση η λυγερή. Μόνον συγκεχυμένως μόλις κατελάμβανεν ότι εταράσσετο πολύ μένουσα εν τη αναπεπταμένη πεδιάδι, υπό τον γαλανόν ουρανόν, εν τη μυστηριώδει ερημία των αγρών, ακροωμένη του γλουγλουκισμού των γαλίων, του ερρύθμου κωδωνισμού ενός ποιμνίου απέναντι και των περιπαθών τόνων μιας φλογέρας.
*
Η Σμάλτω ήδη είχε φθάσει εις την οφρύν της λοφοσειράς, οπόθεν η πεδιάς ηπλούτο πέριξ, μ’ ελαφρούς κυματισμούς μέχρι της θαλάσσης. Ο ήλιος είχεν υψωθή αρκετά εις τον ορίζοντα, κολυμβών μέσω αργυρού αιθέρος, πυκνοτάτου και περιέλουε τους θερισμένους αγρούς, τας πρασίνας σταφιδαμπέλους, τους βυσινίζοντας βουνούς του Χελωνάτα και τα πέριξ όλα δι’ άφθονου φωτός· τα χωρία κατέκειντο εδώ κι εκεί, με τας υπομαύρους στέγας και τους λευκοκιτρίνους τοίχους των οικίσκων των, εν αμόρφω όγκω, ως χορταριασμένα ερείπια· ποίμνια έβοσκον παντού και βοών αγέλαι και ίππων εν αδελφική συμβιώσει, ενώ ωρθούντο πλησίον αι σκιάδες των φυλάκων, με την επιμήκη εκ ξηρών χόρτων στέγην και τους λεπτούς και στρεβλούς στύλους των, ως μεγάλα καψαλά πτηνά, ορθούμενα επί των κάτισχνων ποδών των. Από πολλά μέρη ανέβαινον λευκοί καπνοί, ταχέως εξαφανιζόμενοι εκ του πολλού φωτός της ημέρας, και υπεφαίνοντο κάποτε γλώσσαι φλογών, ενώ αντήχει ο τριγμός του ξηρού χόρτου, καιομένου επί των αλωνίων. Τα βουνά προς ανατολάς εκρύπτοντο μέσω ποταμών πεπυκνωμένης ομίχλης και μόνον τ’ ακροβούνια ασθενώς διεγράφοντο εις τον ορίζοντα, ως κομμένα χάρτινα συμπλέγματα όπισθεν γαλανής υάλου. Κι εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός.
Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, έφ’ όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον. Είτα κατέβη τον δρομίσκον προς τους αγρούς, κρατούσα μακρόν κάλαμον ανά χείρας, διά του οποίου περιώριζε τα γαλιά να μη διασπείρωνται και διά φωνής σιγηλής και διαυγούς ανακράζουσα εις ήχον τραγουδιού:
— Πίκιο, πίκιο· το γαλί, γαλί, γαλιό!… πίκιο, πίκιο· το γαλί, γαλί, γαλιό!…
Τα γαλιά επορεύοντο βάδην εμπρός, καμαρωτά καμαρωτά, προτείνοντα το στήθος και ανατείνοντα την κεφαλήν, υπό την οποίαν εκυμαίνετο το λειρίον κατακόκκινον, ως δράγματα κερασίων. Προεπορεύοντο ολίγα, σχηματίζοντα γωνίαν εμπρός εις ένα, ωσεί επί κεφαλής, είποντο άλλα εις τα πλάγια του δρόμου ραμφίζοντα εδώ κι εκεί τας θαμνώδεις ανακάνθας και τους αύλακας· άλλα επλατάγουν τα πτερά των κι εκυνηγούντο αίφνης άνευ αιτίας και άλλα ίπταντο μετά θορύβου άνω της κεφαλής των λοιπών, ερχόμενα εκ των όπισθεν προς τα εμπρός και τ’ ανάπαλιν. Όλα δε από καιρού εις καιρόν, παρακινούμενα υπό της φωνής της γυναικός, απήντων δι’ ενός γλουγλουκισμού διατόρου και παρατεταμένου.
Ούτω η Σμάλτω μετά των γαλίων, έφθασε μετ’ ολίγον εις τον αγρόν της. Ήτο δε ούτος θερισμένος όλος, κεκαλυμμένος υπό χρυσιζούσης και στιλπνής καλαμιάς, μέσω της οποίας ανέκυπτον κάπου μαρασμώδη τινά, πρασινίζοντα φυτά· πέριξ, εις τας άκρας ή επί της τάφρου και εις τους αύλακας, ωρθούντο ακόμη στάχεις τινές, διαφυγόντες το δρέπανον των θεριστών κι εκίνουν τας απεξηραμένας κεφαλάς των, εις το ελαφρόν φύσημα του ανέμου. Εις τ’ αριστερά, μικρός δρομίσκος, λευκοκίτρινος ένεκα του πεπατημένου χόρτου υπό του οποίου εκαλύπτετο, εχώριζε τον αγρόν προς άλλον παρακείμενον, εις του οποίου το μέσον ωρθούτο σκιάς αγροτική και υπό θαμνώδεις αφροξυλιάς ήχουν, από καιρού εις καιρόν, κωδωνισμοί ποιμνίου.
Η Σμάλτω μόλις έφθασεν εκεί, έστρεψεν ολίγον την κεφαλήν χωρίς να θέλη, και διά του κανθού των οφθαλμών παρετήρησε την σκιάδα. Αλλ’ ευθύς, ως να είδεν αυτήν υπερφυσικού μεγέθους και να εξέλαβε διά σκελετώδεις γαμψώνυχας δακτύλους τους εξέχοντας προς τ’ άνω στύλους της και δι’ ανωρθωμένην χαίτην εξηγριωμένου θηρίου την χορτώδη στέγην της, απέσυρε το βλέμμα τεταραγμένη. Δεν ήθελε καθόλου ν’ αντικρύση την σκιάδα εκείνην. Από ημερών ήδη, κάτι μέσα της της έλεγε να την φοβήται· ότι το συναπάντημά των αυτό δεν ήτο καλόν και ότι πλειοτέρα μετ’ αυτής εξοικείωσις δεν θα την έφερεν εις αγαθόν αποτέλεσμα. Έστρεψε λοιπόν τα νώτα προς αυτήν η λυγερή και πλησιάσασα, εκάθησε παρά την οφρύν της τάφρου. Ίνα δε αποδιώξη από της κεφαλής της πάσαν της σκιάδος ανάμνησιν, απέθηκε παρά το πλευρόν τον κάλαμον και λαβούσα από της ποδιάς της εστριμμένον μαλλίον, ήρχισε να τυλίσση αυτό περί την άτρακτον ενώ τα γαλιά έβοσκον ησύχως ανά τον αγρόν.
Κι εν τη ενασχολήσει της όμως εκείνη, έστρεφεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, προσβλέπουσα περιδεώς την σκιάδα, ως μέρος ύποπτον. Εν τη ανησύχω δ’ αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν’ αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.
Εν τη οργή της ουδέ του σίτου ηυλαβείτο, του σίτου ο οποίος θεωρείται μεταξύ των χωρικών, ως το μεγαλείτερον δώρον του Θεού και ορκίζονται εις αυτόν να τον επιθυμήσουν, φοβούμενοι την ελλειψίν του ως μέγα τι, και αυτόν ήδη κατηράτο διότι ευρέθη εις τοιαύτην ώραν. Ούδ’ εαυτήν δε άφινεν έξω της κατηγορίας, αλλά εμαίνετο διότι ήκουσε τον άνδρα και όχι την καρδίαν, η οποία έπαλλεν εις τα στήθη της τόσον σφοδρώς, όπως πιστόν κυνάριον αδιακόπως υλακτεί κι εμποδίζει, τον αυθέντην του να εξέλθη του οίκου, όπου παραφυλάσσουν δολοφόνοι.
— Όχι, δεν έπρεπε νάρθω· συνεπέρανε τέλος.
Κι εξηκολούθησε τυλίσσουσα περί την άτρακτον το μαλλίον και σκεπτομένη.
Αλλ’ αίφνης, σιγά σιγά, μία ιδέα, μία επιθυμία εκόλλησεν αναπόσπαστος εις τον νουν της. Ωσεί δ’ υπείκουσα εις δύναμιν άλλην ανωτέραν εαυτής, την οποίαν δεν ηδύνατο να περιστείλη μετά αγώνα όσον οίον τε μεγάλον, εστήριξε χαμαί την αριστεράν χείρα και αναταθείσα επ’ αυτής, παρετήρησεν έξω. Ήθελε να ίδη τον απέναντι αγρόν χωρίς αυτή να φωραθή υπό τινος. Αλλ’ η οφρύς της τάφρου ήτο υψηλή κι αι επ’ αυτής ονακάνθαι, με τα φαιά πολυδάκτυλα στελέχη και τα μεγάλα απεξηραμένα άνθη των, έφρασσον εν πυκνώ συμπλέγματι, ολόκληρον του αγρού την θέαν. Ανεκίνει την κεφαλήν, εκόλλα σχεδόν, τους οφθαλμούς εις τα μεταξύ διάκενα, προσπαθούσα να ίδη, αλλ’ αι ονακάνθαι ήσαν πυκναί και δεν διέκρινεν ειμή στενά κι επιμήκη τμήματα αγρού κιτρινίζοντα μόνον. Οι οφθαλμοί της κουρασμένοι, σχεδόν έκαιον εκ της εντάσεως· η καρδία της εβροντοκτύπα εκ της ανυπομονησίας· η περιέργειαά της, κορυφουμένη ένεκεν των εμποδίων, της έκοπτε την αναπνοήν· η χειρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βόλων του χώματος κι έτρεμεν ελαφρώς, απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν. Δεν απέκαμνεν όμως η Σμάλτω να παρατηρή, κατεχομένη όλη υπό της επιθυμίας ησθάνετο εντός αυτής κάτι όπερ εκινείτο ν’ αναταθή διά να ορθώση το σώμα της. Αλλά συνεκράτει εαυτήν ακόμη, αναγκαζομένη υπό εντροπής τινος και φόβου, μήπως φωραθή κατασκοπεύουσα.
Η Σμάλτω ήκουεν ευκρινώς τους κωδωνίσκους των προβάτων όπισθεν των θάμνων της αφροξυλιάς, αλλ’ ήθελε να μάθη αν και ο Μήτρος, ο βοσκός αυτών, ήτο εκεί. Κατείχεν όλην της την προσοχήν αυτή η σκέψις· εβασάνιζε την ψυχήν της ολόκληρον αυτή η αμφιβολία. Καλλίτερον να ήτο και να μην ήτο πάλιν καλλίτερον, εσκέπτετο. Εις την εξηρεθισμένην αυτής διάνοιαν δύο σκέψεις ερριζοβόλουν αντίθετοι, χωρίς η μία τούτων να δύναται να υπερισχύση της άλλης. Ενώ ταυτοχρόνως η καρδία της έπαλλεν αδιάκοπα, παρακινούσα αυτήν εις τολμήματα και η ανυπομονησία εμεγαλύνετο εντός αυτής ακράτητος. Μέχρις ου η λυγερή, μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, επήδησεν όρθια, περιφέρουσα βλέμμα ερευνητικόν άνω των ακανθών, περί την σκιάδα. Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν αυτή ήθελε να ίδη.
— Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως.
Κι επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ’ εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου. Και η Σμάλτω ήδη εύρισκεν εις την ταλάντευσιν εκείνην του στάχυος πόνον τινά αυτού, θλίψιν υποκρυπτομένην, διότι αφέθη μόνος κι έρημος εκεί και δεν ηκολούθησε την τύχην των συντρόφων του, μετά των οποίων συνεβλάστησε και ηυξήθη. Συνεδύαζε δε την τύχην του στάχυος με την ιδικήν της κι ένα παράπονον εγεννάτο εις τα στήθη της, διότι ήτο μόνη εκεί και ηρώτα εαυτήν, διατί τάχα να μην είνε και ο Μήτρος. Ήθελε να είνε βέβαια, πολύ καλλίτερον θα ήτο τούτο· θα είχε τουλάχιστον ένα γείτονα όπισθέν της, ενώ τώρα ήτο τόσον ολομόναχη εις την έκτασιν εκείνην των θερισμένων αγρών, με τα βόσκοντα ζώα! Η έλλειψις του βοσκού ήδη εφυγάδευσε την δειλίαν και τον φόβον, τον οποίον ησθάνετο πριν χωρίς να γνωρίζη την αιτίαν. Εύρισκε μάλιστα, εκ της επιθυμίας της ωθουμένη, πολύ γελοίαν εαυτήν διότι εφοβείτο την συνάντησίν της μετά του βοσκού. Τι την έμελλε τάχα τι είχε να φοβηθή; Από της παιδικής της ηλικίας, ότε με τ’ άλλα βλαχόπουλα εμιμείτο την φωνήν του τέτιγος με σύριγγας εκ τσιμοκαλάμων, μέχρις ου υπανδρεύθη, διήλθε την ζωήν της, ημέραν και νύκτα, εις τους αγρούς με τόσους, βοσκούς, νέους λεβέντας και ποτέ δεν εφοβήθη τι. Δεν εύρισκε λοιπόν την αιτίαν, διά την οποίαν τώρα έπρεπε να αισθάνηται, έστω και την παραμικράν στενοχωρίαν ενώπιον του Μήτρου, ενός ασχημανθρώπου! Πάλιν δ’ επανελάμβανε, βεβαιούσα εαυτήν, ότι και η απουσία του καθόλου δεν την ενδιέφερε· και πάλιν προσέθετεν ότι καλλίτερον είχε να ήτο εκεί.
— Μονάχα να μην παίξη τη φλογέρα· εψιθύρισε.
Και είχε το ύφος του διστάζοντος ενώ εξέφραζε την ευχήν της αυτήν.
Αλλά ταυτοχρόνως ηκούσθη ηδυπαθής συριγμός, ανερχόμενος εις τον γαλανόν αιθέρα. Ήτο απαλός, δροσερός δύναται κανείς να είπη, όπως το ψιθύρισμα μιας λεύκης, όταν σιγαλά σιγαλά φυσά εις τα φύλλα της το πρώτον αεράκι της αυγής. Κι εφαίνετο εις την Σμάλτω ως μία απάντησις σαρκαστική, εις την ευχήν της εκείνην κι ενόμιζεν ότι διέκρινε μεταξύ των ήχων, μίαν συρικτικήν φωνήν, η οποία της έλεγεν: «όχι, δεν θα σου κάμω την χάριν… θα την παίξω εγώ τη φλογέρα μου… θα τονίσω το καθημερινό μου το τραγούδι…». Ενώ ταυτοχρόνως διέκρινε προ αυτής μορφήν μελαψήν, απαράλλακτον την μορφήν του Μήτρου, κακόσχημον, μ’ εξωγκωμένας παρειάς, χείλη οιδαλέα και πελιδνά ως στρύχνος, αγρίαν πυράν κόμην και οφθαλμούς μικκύλους, λοιδορούντας.
— Άρχεψε το φίδι! εσκέφθη η λυγερή, αδημονούσα. Και πάλιν επανήρχετο εις τας προτέρας σκέψεις της και πάλιν εδυσφόρει καθ’ εαυτής, κατά του σίτου, κατά του ανδρός της. Ότε είπεν εις αυτόν ότι είδε το φίδι εις την πατουλιά, εγέλασεν ούτος δια τον φόβον της και την είπε κουτήν. Αυτή ή ο Στάθης ήτο κουτός που δεν την ενόει; Φίδια η Σμάλτω, αληθινά φίδια, δεν εφοβείτο. Πόσας φοράς δι’ απλήν διασκέδασιν, τα εκυνήγα με τ’ άλλα βλαχόπουλα μαζί και τα κατέκοπτε μ’ ένα κτύπημα της αγκλίτσας της! Πόσας φοράς τον χειμώνα, εύρισκε κατάστρατα της δενδρογαλιαίς και τους αστρίτες, ακίνητους εκ του πολλού ψύχους κι έθετεν αυτούς εις τον κόλπον της να τους θερμάνη, αφροντιστούσα διά τα δήγματά των. Διότι η μήτηρ της, από μικράν, είχε ποτίσει αυτήν, το φιδόχορτον, την λευκήν εκείνην, ως άλευρον κόνιν, ην επώλουν διερχόμενοι από τα γρέκια των πλάνητες φαρμακευταί και ήτις έχει την δύναμιν να κάμνη αβλαβή ως γάλα και το δριμύτερον φαρμάκι των. Αλλ’ αυτό το φίδι εφοβείτο, το ανθρωπόμορφον, κατά του οποίου δεν είχε ποτισθή χόρτον, προς το οποίον δεν είχε ν’ αντιτάξη ειμή πείσμονα εμμονήν εις το καθήκον, κι επί ματαίω ίσως!
— Του κάκου φροντίζω· εψιθύριζεν, αποτεθαρρημένη.
Και η Σμάλτω ήρχισε να περιλαμβάνη εις την κατάραν της και την ημέραν, κατά την οποίαν εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Μήτρου και ν’ αναπαριστά εις τον νουν της τας συναντήσεις των εκείνας. Δεν τον εφοβείτο τότε, καθόλου δεν τον εφοβείτο. Τουναντίον αυτή πρώτη επορεύετο προς τον βοσκόν και καθήμενοι οι δύω των υπό την σκιάδα, συνωμίλουν όλην την ημέραν. Όταν επείνων, εξήγον από του μαλλίνου σακκιδίου των ό,τι έκαστος συναπέφερεν από του οίκου κι εν αδελφική απλότητι, τα ήνωνον κι έτρωγον ομού. Κατά την μεσημβρίαν ενώ ο ένας εκοιμάτο ο άλλος ηγρύπνει, προσέχων τα βόσκοντα ή καθεύδοντα ζώα. Τούτο είνε σύνηθες εις τους αγραυλούντας· η διαφορά ηλικίας και φύλου δεν παρατηρείται καθόλου. Και ο Μήτρος ήθελε σύντροφον εις την ερημίαν εκείνην και ανίαν της αέργου διημερεύσεως και η Σμάλτω το ίδιον. Αντί των χειρών και των ποδών, τα οποία εκράτουν εις κουραστικήν ακινησίαν, να φλυαρή τουλάχιστον η γλώσσα και να τέρπηται η ακοή. Καθ’ ημέραν ανεκοίνου ο ένας προς τον άλλον ό,τι νέον έφερεν εκ του χωρίου του, τα όνειρα τα οποία έβλεπον την νύκτα, εξηγούντες αυτά διαφοροτρόπως και συνεζήτουν τα καθ’ εαυτούς όλα. Μίαν ημέραν ο Μήτρος διηγήθη εις αυτήν την ζωήν του ολόκληρον, με δύο λόγια, συντόμως και αφελώς ωσεί αποτύπωσιν πιστήν αυτής, η οποία ήτο τω όντι σύντομος και αφελής. Κατήγετο από τους Κατσαπέους, οικογένειαν βλαχοποιμένων, κατασκηνούσαν πλησίον του ιχθυοτροφείου του Κοτυχιού. Οι γονείς του αφήκαν αυτόν ορφανόν πολύ μικρόν, εις την νάκαν ακόμη· ο πατήρ του απέθανεν από τύφον πριν γεννηθή αυτός· η μήτηρ του αμέσως μετά την γέννησίν του. Τα ολίγα πρόβατα, τα οποία αφήκεν ο πατήρ του, τα έφαγε κατά το διάστημα της αναπτύξεώς του ο λύκος—τουλάχιστον τούτο είπεν εις αυτόν ο θείος του, όταν ανδρωθείς εζήτησε να τα παραλάβη. Το γρέκι και τα πενιχρά σκεύη της καλύβης του εκράτησεν άλλος θείος, εξοφλών παλαιόν χρέος του πατρός του. Ούτως ο Μήτρος ηναγκάσθη ν’ απομακρυνθή εκείθεν κι εμισθώθη εις ένα κτηνοτρόφον εκ Σουλεϊμάναγα, του οποίου τώρα έβοσκε τα πρόβατα.
— Βόσκω τα πράμματα και παίζω τη φλογέρα μου· είπεν όταν ετελείωσε την διήγησίν του, απαθώς υπομειδιών, ως να έλεγε συνήθη πράγματα.
Η Σμάλτω ήτις συνεκινήθη εις την διήγησιν εκείνην του βοσκού, εχάρη ακούσασα ότι εγνώριζεν ούτος να παίζη την φλογέραν. Τον προέτρεψε να δείξη και εις αυτήν την τέχνην του και ούτος το έκαμεν ευχαρίστως. Και καθημέραν ήδη η λυγερή δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να τον ακούη αυλούντα. Πολλάκις, ότε ο Μήτρος ηρνείτο να πράξη τούτο, αύτη τον παρεκάλει επιμόνως και ο βοσκός υπέκυπτε κολακευόμενος διά την τέχνην του είτε χαριζόμενος εις την επιθυμίαν της. Και τον ήκουεν η Σμάλτω, ευχαρίστως τον ήκουεν, ελκυομένη εις την φωνήν, μέχρις ου ησθάνθη την καρδίαν της σπαρταρίζουσαν αορίστως. Και τότε μόνον ενόησεν ότι ο Μήτρος την εβασάνιζε με τους ήχους και μόνους της φλογέρας του και μικρόν κατά μικρόν, κατά δόσεις καθημερινάς, έχυνεν εντός αυτής ένα αίσθημα όπερ εφοβείτο περισσότερον του αράπη, τον οποίον εγνώριζεν εκ παραδόσεως, παραφυλάσσοντα με το τοπούζι εις την γωνίαν του οικίσκου της. Τόρα και εις τον ύπνον της ακόμη, έβλεπε μίαν μορφήν εσκιασμένην ως υπό νέφους, αυλούσαν ηδυπαθώς, μέχρις εκλύσεως όλων αυτής των αισθήσεων.
Ενώ τοιαύτα διελογίζετο η Σμάλτω, ο συριγμός της φλογέρας ηκούετο ακόμη μακράν, ευδιάκριτος υπό το δροσερόν φύσημα του ανέμου. Και ήτο τώρα περιπαθής και φλογερός· απετελείτο εξ όλων των τόνων, όσοι ενυπάρχουν εις την φύσιν και ηρμήνευεν όλα τα αισθήματα, όσα εμφωλεύουν εις την ανθρωπίνην καρδίαν. Εις έκαστον του συριγμού παλμόν διέκρινε τις τον ψίθυρον των σταχύων, τον τριγμόν του ιπταμένου πτηνού, τον κελαρυσμόν του ρύακος, το βέλασμα του προβάτου, το βογγητόν του δάσους, όπως κατά την αναδίφησιν λευκώματος υφ’ εκάστην σελίδα ανευρίσκει νέας μορφάς και πρόσωπα και αμφιέσεις, ποικίλας της φύσεως απόψεις και χρωματισμούς. Εις εκάστην του τόνου στροφήν, εκρύπτετο και μία εκφρασις αγάπης συνάμα και παραπόνου, ευθυμίας και οργής, γέλωτος και δακρύων. Και ήτο ολόκληρος ο συριγμός μία κλίμαξ, ήτις ύψου κατά βαθμίδας ακαταλήπτους και μετέφερε τον άνθρωπον από της γης προς τον ουρανόν. Πόθεν δε προήρχετο ούτος ήτο άγνωστον. Παντού τον εύρισκε τις, όπου και αν έτεινε το ους· άνω και κάτω, εις τα χωρία πέραν, εις του βουνού τας κλιτύας, υπό τας ηλιακάς ακτίνας και εις τον ψίθυρον των φύλλων. Τον ήκουε παντού και πουθενά ωρισμένως, ωσεί η φύσις, ολόκληρος έψαλλε πέριξ.
Η Σμάλτω έμενεν εις την θέσιν της εκείνην, ανακεκλιμένη επί των ποδών και ακίνητος, το βλέμμα απλανές κρατούσα επί του στάχυος, τας χείρας χαλαρωμένας κάτω και ακροωμένη. Μέ τον πρώτον ήχον της φλογέρας η επιδερμίς της ανεσηκώθη κι αι οφρύς της συνεσπάσθησαν βιαίως· με τον δεύτερον ησθάνθη κάτι θερμόν και ψυχρόν εναλλάξ, ανακινούμενον εις την ράχιν της· με τον τρίτον ενόμισεν ότι ρευστόν τι, οξέως θερμόν, διεκλαδίσθη καθ’ όλα αυτής τα μέλη κι έφθασε μέχρι των άκρων, νύσσον πάντοτε ωσεί βιαζόμενον να εκρεύση εκείθεν. Τους λοιπούς ήχους ήκουε πλέον ασυνειδήτως κι έμενεν εκεί, ως να εποτίσθη, ναρκωτικόν. Και ήτο τω όντι διά την φύσιν αυτής, την τόσον λεπτήν κι ευαίσθητον, ναρκωτικός ο αήρ εκείνος, αντί μορίων χλωροφορμίου και νικοτιανής ενέχων τους περιπαθείς ήχους της φλογέρας, τους οποίους αύτη, ως απορροφητική συσκευή εδέχετο δι’ όλων των πόρων, μέχρι της ψυχής της.
— Μα δεν παύει, θεέ μου!… εψιθύρισεν αίφνης, ωσεί απαυδήσασα.
Κι επήδησεν όρθια, ανατινασσομένη ορμητικώς καθ’ όλα αυτής τα μέλη, θέλουσα ν’ απορρίψη την νάρκην και την εντύπωσιν, την οποίαν της επέφερεν ο τόνος της φλογέρας. Έλαβε δε τον κάλαμον και τύπτουσα εδώ κι εκεί την γην διά να συμμαζεύση δήθεν τα γαλιά, ετόνισεν ισχυρώς την πρόσκλησίν των, ουδέν άλλο σκοπούσα, παρά να καλύψη διά της φωνής της το αύλημα, και μη το ακούση πλέον.
— Πίκιο, πίκιο το γαλλί, γαλλί, γαλλιό!…
Αλλά το αύλημα εξηκολούθει αντηχούν, υπέρτερον της φωνής της και του βαναύσου γλουγλουκισμού των γαλλίων, έχον βοηθόν ακατάβλητον την ψυχράν και ξηράν πνοήν του ανέμου. Η Σμάλτω δεν ήξευρε πλέον και αυτή πώς διέκειτο και τι ήθελεν. Η καρδία της «βροντοκτύπα αδιακόπως, λέγουσα εις αυτήν να είνε άγρυπνος, ενώ η επιθυμία την ώθει εκεί, προς το αύλημα, το οποίον ηκούετο ήδη ευκρινώς ότι ήρχετο από της σκιάδος. Η λυγερή αδύνατος εις αντίστασιν καθ’ εαυτής, εστράφη και παρετήρησε πάλιν την σκιάδα, να ίδη τον αυλητήν. Αλλ’ άνθρωπον πουθενά δεν διέκρινε. Το ολίγον άνωθεν του εδάφους, επί του ημίσεως των στύλων πάτωμα, όπου οι βοσκοί διαμένουν την ημέραν το επάνω κρατούντες διά τας νύκτας μόνον, ήτο κενόν. Πέριξ η έκτασις του αγρού ηπλούτο έρημος και γυμνή μ’ εκείνο το χρυσίζον υπό τον ήλιον χρώμα της καλαμιάς, ως ευρυτάτη μεταξουφασμένη σινδόνη. Μόνον πλησίον υπό τας θαμνώδεις αφροξυλιάς εξηκολούθουν ακουόμενοι ασθενώς οι κωδωνισμοί του ποιμνίου.
— Μα που ένε; εψιθύρισε μετά πείσματος η λυγερή, ωσεί κεντηθείσης τώρα αίφνης της περιεργείας της.
Και ανέτεινε κλίνουσα εδώ κι εκεί την κεφαλήν, ως το πουλάκι από τίνος κλαδίου κατασκοπεύον. Όμως εκείθεν ήρχοντο οι ήχοι της φλογέρας, υπό τους στύλους εκείνους και τόσον μαλακοί τώρα, ώστε ηδύνατο κανείς ν’ απατηθή, νομίζων ότι ήτο φύσημα του ανέμου παίζον εις τα φύλα της ράπης. Κι εγεννήθη αίφνης εις την Σμάλτω η αμφιβολία μήπως δεν ήτο ο Μήτρος παρά άλλος τις βοσκός πέραν, εις έτερον αγρόν.
Πλην το αύλημα ηκούετο ερχόμενον από της απέναντι σκιάδος καθαρά καθαρά, ωσεί επιμένον να φανερώση την εκεί παρουσίαν του. Και η Σμάλτω εγνώριζε πολύ καλά το αύλημα εκείνο· δεν ήτο δυνατόν άλλος να παίζη τοιαύτην φλογέραν· δεν ήξευρε κανείς άλλος να δίδη εις τους ήχους της τόσην ζωήν, τόσην δροσερότητα, ώστε να γεμίζη τον αέρα πέριξ από μυρία συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπινής αδυναμίας!… Αυτά δεν τα γνωρίζουν όλοι, όπως δεν ψάλλουν και όλα τα πουλάκια με την φωνήν της αηδόνος. Μόνον ο Μήτρος έχει αυτήν την χάριν.
— Αυτός θα νάνε, επανέλαβεν επιμένουσα εις τον στοχασμόν της.
Και η λυγερή ήθελε να πορευθή προς τα εκεί. Ησθάνετο την ανάγκην να ίδη αν ήτο τω όντι ο Μήτρος ο αυλών. Τούτο δε όχι διά τίποτε άλλο, παρά διά να βεβαιωθή και μόνον! Κι επανελάμβανε την σκέψιν της αυτήν, ωσεί συναισθανομένη ενοχήν και θέλουσα να δικαιολογηθή προς τον εαυτόν της. Δύο φοράς εκινήθησαν οι πόδες της προς τα εμπρός και πάλιν όμως συνεκρατείτο επιστρέφουσα επί των βημάτων της, φοβισμένη και ανήσυχος.
Αλλ’ η φλογέρα εξηκολούθει τον διάτορον αυτής συριγμόν, εις την υπερτάτην βαθμίδα του πάθους. Εν μέσω της γαλήνης της φύσεως διεχύνετο ούτος, απλούς ήδη, άνευ περιστροφών, άνευ καμπών και αναπάλσεων, αφελής ως προσευχή, ως επίκλησις προς κάτι ον υπέρτατον, κατέχον όλας τας σκέψεις και όλην την ζωήν του αυλητού. Και η Σμάλτω, η οποία εννόει καλλίτερον παντός άλλου τους τόνους εκείνους και τους αντελαμβάνετο μέχρι και των ελαχίστων ψιθυρισμών, ενόμιζεν ότι ο συριγμός την προσεκάλει να σπεύση.
— Αϊ στον άνεμο! εψιθύρισεν αίφνης αποφασιστικώς.
Η λυγερή δεν ηδύνατο να κρατηθή περισσότερον. Ορθόν κρατούσα ανά χείρας τον κάλαμον, την ακοήν τεταμένην εις ύψιστον έχουσα, αργά πατούσα διά να μη προξενήση κρότον και χάση μίαν στιγμήν τον σκοπόν της φλογέρας, προυχώρησεν ασυνειδήτως προς την σκιάδα, ελκυομένη υπό του ήχου.
— Πάλι τη φλογέρα; εφώναξε κατακόκκινη προς τον Μήτρον, τον οποίον εύρε συνεσπειρωμένον όπισθεν ενός στύλου της σκιάδος.
Και ήθελε να τον επιπλήξη και να τον θωπεύση συγχρόνως διά των λόγων της τούτων να του είπη όπως παύση ν’ αυλή και συνάμα να τον παρακαλέση όπως εξακολουθήση.
Ο βοσκός διέκοψε το αύλημά του, και την ητένισεν επί μικρόν εις τους οφθαλμούς, τους γλαυκούς εκείνους, από τους οποίους εξήρχετο ήδη κάτι ωσεί χαμόγελο εν ταυτώ και παράπονον.
— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ’ αλλάξω το σκοπό μου.
Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ’ ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.
Και τω όντι τώρα το αύλημα ήλλαξε τόνον. Δεν είχε πλέον εκείνην την θανατώδη φαγούραν της ψυχής· ήτο θωπεία παυσίπονος, ως μαϊστράλι καλοκαιρινόν, της καρδίας μαλακή μαλακή φλοξ, μη απειλούσα καταστροφήν αλλά μόνον οργασμόν, εις υψηλά αφοσιώσεως στρώματα, εις πίστιν και αυτοθυσίαν ωθούσα. Η λυγερή ηκροάζετο άφωνος κι εκστατική· ενόμιζε τώρα ότι αντελαμβάνετο όχι μόνον τους τόνους του αυλήματος αλλ’ αυτό τούτο το τραγούδι, τας ιδίας λέξεις του· διέκρινε μάλιστα καθαρά:
Δε μπορώ, Χάιδω δε μπορώ κι εσύ θέλεις παιγνίδια.
Και παρασυρομένη, ενθουσιώσα, ήρχισε να τραγουδή σιγά σιγά και αυτή, μιμουμένη διά της φωνής τους τρεμουλιαστούς τόνους του αυλήματος.
— Για με το λες; ηρώτησεν αίφνης, στραφείσα προς τον Μήτρον εν όλη τη αίγλη της μελαχρινής καλλονής της.
— Ναι· κατένευσεν ο βοσκός χωρίς να διακόψη το αύλημα.
— Κακά κάνεις.
Ω! βεβαίως, πολύ κακά έκαμνεν ο βοσκός να παίζη με τόσην τέχνην. Αλλ’ έκαμνε χειρότερα η Σμάλτω, ήτις ηκροάτο ακόμη του αυλήματος, το οποίον βαθμηδόν βαθμηθόν ανυψούτο εις τόνον περιπαθείας υπερνέφελον. Όπως ο καπνός ξηρών ξύλων, ο οποίος όσον ανέρχεται εις την ατμοσφαίραν τοσούτο κυανούται και λαμπρύνεται εις μαρμαρυγήν υπό τας ηλιακάς ακτίνας, ούτω και το αύλημα καθ’ όσον ενετείνετο, απεκάλυπτε μίαν προς μίαν τας ελκυστικάς και τρυφεράς στροφάς του τραγουδιού. Μετά την βαρύθυμον εκείνην και πλήρη υπερβολικής ανίας διαμαρτύρησιν του ποιητού, την οιονεί εικόνα της νωθρής ζωής των αγραυλούντων, η οποία συναντάται εις τον πρώτον στίχον, ήρχοντο ευθύς άλλαι εξομολογήσεις, μεσταί προθύμου μερίμνης ως να μετενόει ούτος κι εζήτει να καλύψη το σφάλμα του. Τόρα εκάλει την Χάιδω να παίξουν εις τα λειβάδια, όπου τα νεράκια τρέχουν διαυγή ως το δάκρυ και το γλυκοχάραγμα έρχεται με τόσα μαγικά χρώματα και ο ήλιος λάμπει χρυσότευκτος και ο αήρ διαπνέεται υπό ευωδιών και μύρων. Της ωμίλει διά το ταρναριστόν βάδισμα της πέρδικος, διά την παραδειγματικήν αφοσίωσιν της τρυγόνος, διά το εύχαρι λάλημα του λαμπρόπτιλου κρασοπούλου. Της προσέφερε την Σκούκια, την προβατίνα με τ’ ωραίον καστανόλευκον τρίχωμα και τ’ αργυρούν περί τον λαιμόν τσοκάνι και τον Ζάπο, τον εμπιστευμένον του σκύλον και γκιορντάνι από χάνδρας, κοκκινωτέρας των κουμάρων και ζωνάρι με δύο παφτάδες, λαμπροτέρους του αυγερινού και του αποσπερίτη. Και η λυγερή ήσθμαινεν εκ συγκινήσεως ακροωμένη ταύτα. Ενόμιζεν ότι ουχί προς πλαστήν τινα Χάιδω, την ιδανικήν αγάπην ενός βοσκού, αλλά προς αυτήν την ιδίαν, την Σμάλτω ελέγοντο ταύτα. Και δεν ήτο άγνωστος εις αυτήν ο βοσκός, ο οποίος τόσα υπίσχετο, αλλ’ ήτο αυτός ο Μήτρος, όστις ηύλει εμπρός της. Ήρχετο απεσταλμένος των γονέων της, των παιδικών της συντρόφων, της φύσεως αυτής η οποία ανθεί πέριξ των γρεκίων της, να την αποσπάση εκ της ασφυκτικής ζωής του χωρίου, της κενής ιδεών και αισθημάτων αναστροφής των χωρικών, της πενιχράς τύρβης του και την μεταφέρη εις την προτέραν. Ήρχετο να την ανακαλέση εις εαυτήν, να την ενδύση πάλιν με την πρρτέραν ενδυμασίαν της, εκείνην η οποία τόσον της ήρμοζε, να της επαναδώση τα παιδικά της αισθήματα. — Διότι καθ’ όλην των την ζωήν, τι άλλο είνε οι βλάχοι παρά παιδιά;
Η λυγερή ήτο άλλη ήδη· συνεκινείτο εις την ιδέαν αυτήν και μόνην, εις την εικόνα αυτήν του βίου, την οποίαν της παρουσίαζε ζωηράν προ των ομμάτων της ο αυλητής. Όλαι αι κοιμηθείσαι αναμνήσεις της εξηγείροντο με νέαν μαγικήν περιβολήν και την συνήρπαζον. Τοιαύτην έμαθε την ζωήν, τοιαύτην την επόθει πάντοτε, μέχρι τέλους η Σμάλτω. Να τρέχη εις τα λειβάδια τ’ ανθοσπαρμένα, ελευθέρα ως πεταλούδα, και να έχη προ αυτής ένα άνδρα αγαπημένον. Κι εν τη εξάψει της ήδη εφαντάζετο τον άνδρα εκείνον και δεν παρεξενεύετο καθόλου διότι ούτος δεν ωμοίαζε με τον Στάθην, τον ακάματον εις την εργασίαν και νωθρόν εν τω οίκω, αλλά με άλλον τινά του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν διέκρινε καλώς, υπέθετεν όμως ότι ήσαν του Μήτρου.
Η Σμάλτω ενώ παρεσύρετο ούτω εις τους γοητευτικούς κόσμους της ιδίας φαντασίας, ητένιζε συγχρόνως και τον αυλητήν. Κι εύρισκεν αυτόν ήδη καθ’ όλα ηλλοιωμένον. Δεν έβλεπε πλέον επ’ αυτού την φοβεράν εκείνην δυσμορφίαν. Εφ’ όσον τον παρετήρει καλλίτερον κατέπιπτον μία προς μίαν αι ασχημίαι του όλαι, ως πρόσθετοι και ανεφαίνετο υπερβολικώς ωραίος, αποστίλβων όλος, ως το βασιλόπουλο του μύθου, εξερχόμενον του κλιβάνου όπου άφησε τα όστρακά του. Από τους οφθαλμούς του, τους μικρούς και ψυχρούς ανεπήδα ήδη υγρότης και ζωή σπανία, καθυποτάσσουσα· αι εξωγκωμέναι εκ του φυσήματος και κόκκιναι γνάθοι του με το μόλις ανακύπτον τρίχωμα του γενείου επροκάλουν φιλήματα· την μακράν και άτακτον κόμην του κατηύγαζε χρυσούς αερώδης στέφανος, ως τας κεφαλάς των αγίων. Η στάσις του, όπως εκάθητο βαρύς κι εστρεβλωμένος, ως σάκκος πλήρης αχύρου, εφαίνετο εις την Σμάλτω στάσις αρμόζουσα εις κανένα πλούσιον και υπερήφανον υιόν αρχιποιμένος κι εν γένει ολόκληρον τον βοσκόν περιέλουεν η αύλησις και τον παρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς της εναρμόνιον, όπως ήτο και αυτή. Η λυγερή τον αγκώνα στηρίζουσα επί του γόνατος, την κεφαλήν επί της χειρός, προσεστραμμένη ολίγον, τον έβλεπε και τον επανέβλεπεν, έκθαμβος διά την μεταβολήν εκείνην, ενώ συγχρόνως παρεδίδετο ολόκληρος εις τους συλλογισμούς της, και κατεκυριεύετο υπό της μελωδίας του αυλήματος.
Διότι τούτο, αν πριν την κατεφλόγιζεν ήδη την παρέλυεν εντελώς. Της ήρχετο να κλαύση, της ήρχετο να γελάση· ούτε να πράξη τι ούτε να συλλογισθή ήτο εις θέσιν πλέον. Ησθάνετο κλονισμόν καθ’ όλα αυτής τα μέλη κι έμενεν εκεί, εντελώς άτονος, εντελώς ανήκουσα εις του αυλητού μάλλον τας ορέξεις ή εις τας ιδίας της δυνάμεις.
— Πάψε πια! ήρθρωσε τέλος βαρύθυμος.
Κι έτεινε την χείρα προς το στόμα του βοσκού, διά να του αποσπάση την φλογέραν. Αλλ’ εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου.
Β’
Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ’ ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού. Πόσον δ’ υπέφερε κατά το διάστημα τούτο, μόνον αυτή εγνώριζε κι αι άγιαι εικόνες, προς τας οποίας εσύρετο γονυκλινής όλας τας ώρας της ημέρας και της νυκτός, ζητούσα συγχώρησιν, και τα συζυγικά στέφανα, τα οποία έβρεχε διά των δακρύων της, επικαλούμενη το έλεός των.
Η λυγερή έκρυπτεν ήδη εντός αυτής κάμινον ολόκληρον παθών, η οποία την εβασάνιζε και την κατέφθειρεν αδιακόπως, μετά φρικώδους και πονηράς επιμονής. Προ πάντων δ’ έπασχεν η κεφαλή της, η χαριτωμένη εκείνη κεφαλή, ωσεί τιμωρουμένη διά την αφροσύνην της. Ιδέα γιγαντιαία, η ιδέα του σφάλματός της, εβάρυνεν ως μόλυβδος εντός και την έκαμνε να κύπτη, καθυποτάσσουσα αυτήν εις μετάνοιαν. Και η Σμάλτω εν τη παραζάλη της, μη έχουσα αλλού να εκσπάση την οργήν της κι εν τω πόθω της προς ευρυτέραν τροπήν των σκέψεών της, επετίθετο κατ’ αυτής και την εκτύπα διά των χειρών, επί του τοίχου πολλάκις, μετά σκληρότητος.
— Κακοκέφαλο…. εσύ τα φταις!…
Έσυρε δε την κόμην με πάθος και ήνοιγεν αιματώδεις τους οφθαλμούς και ανετριχία την κεφαλής μέχρι ποδών, αναπαριστώσα ολοζώντανην προ αυτής την εικόνα, όταν εκτός εαυτής έπιπτε σωρός εις τας αγκάλας του Μήτρου…
Αληθώς δεν διήρκεσε και πολύ η έκλυσίς της εκείνη. Εύρεν όμως καιρόν ο βοσκός να θλίψη το σώμα της εις τον κόλπον του και να κολλήση τα χείλη του εις το στόμα και τον τράχηλόν της, τον χνοώδη και καμαρωτόν ως της χήνας. Η Σμάλτω, εις την επαφήν εκείνην των χειλέων του την καίουσαν, ανετινάχθη ως να εφυσήθη αίφνης νέα ζωή εντός αυτής, κατακόκκινη εξ εντροπής, ταραγμένη διότι επροδόθη η αδυναμία της.
— Μη… άφσέ με!… εψιθύρισε προς τον Μήτρον, ο οποίος προσεπάθει να την κρατήση.
Κι έφυγε, σπεύδουσα προς το χωρίον, βλέπουσα όλα πέριξ συγκεχυμένα εκ της καταστάσεώς της αυτής.
Ότε το βλέμμα της λυγερής συνήντησεν εμπρός τον οικίσκον της, έμεινεν επί πολύ αναποφάσιστος, αν έπρεπε να εισέλθη ή όχι. Τα ημίκλειστα παράθυρά του ενόμιζεν ότι την εσάρκαζον. Η όψις του όλη, μ’ εκείνο το σοβαρόν και οιονεί εύηθες, το οποίον εκφράζουν οι πενιχροί οικίσκοι των χωρικών, την έκαμνε να πιστεύη ότι εγνώριζεν όλα τα συμβάντα εις αυτήν σήμερον και ήτο έτοιμος, μόλις ανοιγείσης της θύρας του, να τα διαλαλήση εις τα τετραπέρατα. Και όταν εισήλθεν, εύρισκεν εις τας γωνίας όλας, υπό το εικονοστάσιον, παρά την εστίαν, εις τα μικρά χρωματιστά κιβώτια, εις την ξυλίνην τράπεζαν, παντού πέριξ, τόσας αναμνήσεις ευχαρίστους, χρυσάς αναμνήσεις, τας οποίας εκατέσπειρεν από τριών ήδη μηνών καθ’ ημέραν μετά του ανδρός της. Του ανδρός της, ο οποίος ακόμη δεν είχεν επιστρέψη από τον μύλον! Κι αίφνης ανησυχία κατέλαβε την Σμάλτω εις την ανάμνησιν αυτήν, φόβος την κατεκυρίευσε περί του Στάθη, περί της ζωής του, την οποίαν εφαντάζετο κινδυνεύουσαν και οίκτος άμετρος διά τον αδικημένον… Ενώ ούτος έτρεχε κοπιάζων εις τον μύλον διά να της φέρη άρτον, να τρώγη ανέτως, αυτή κατεπρόδιδε την συζυγικήν τιμήν του, παρ’ άλλου εναγκαλιζομένη. Και πόθος άμετρος, αγάπη μεγάλη, κατεπλημμύρει ήδη την καρδίαν της δια τον Στάθην. Ενόμιζεν ότι εκεί όπου ήγγισαν τα χείλη του Μήτρου, τα λιπαρά και γλοιώδη ως σάπων, εκάθητο άνθραξ ανημμένος, ο οποίος την κατέκαιεν· ησθάνετο επί του σώματός της την παράφορον πίεσίν του και ανεκίνει τους ώμους κι εθρύπτετο εντός των ενδυμάτων της, θέλουσα ει δυνατόν ν’ αποτινάξη τον εναγκαλισμόν εκείνον, τον άνομον. Το εγνώριζε πολύ καλά η Σμάλτω. Αφ’ ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το Ησαΐα χόρευε, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αύτη ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψυχή και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή.
— Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν..
Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή. Αφήκεν όμως αρκετόν διά τον Στάθην χώρον και το προσκέφαλόν του, με την μεταξωτήν προσκεφαλάδαν, το ανακαλούν τόσας αναμνήσεις της πρώτης εβδομάδος του γάμου της.
Μέταξαν η Σμάλτω δεν είχεν εις την καλύβαν της, διότι ούτε χώρον ούτε καιρόν έχουν να καλλιεργήσουν αυτήν αι βλαχοπούλαι εις τα γρέκια των. Αλλά τας παραμονάς του γάμου διά να την περιποιηθή η αδελφή του Στάθη έστειλεν εις αυτήν δύο μεταξωτές προσκεφαλάδες και με αυτάς εστόλισε την πτωχήν προίκα της, αυτάς εκράτει επί του κανίστρου υψηλά, επιδεικτικώς νέος τις εκ των συμπεθέρων, εις αυτό επάνω το προσκέφαλον εκάθησεν όταν την έφεραν νύμφην κι επ’ αυτού έκλινε την κεφαλήν, δειλή την πρώτην νύκτα κατά την οποίαν εκοιμάτο μετ’ ανδρός. Ήδη εις την όψιν αυτού αναμνήσεις και πόθοι εγεννήθησαν και την κατεκυρίευον. Ναι, τον ηγάπα τον Στάθην· ωρέγετο ακράτητος την βάναυσον ζωήν του, το άτομόν του, το εργατικόν· ανεγνώριζεν ότι δι’ αυτόν και μόνον εγεννήθη, εις αυτόν έπρεπε… Έπειτα αυτός ήτο και της τύχης της! Και υπέσχετο η λυγερή πάντοτε εις το μέλλον να του είνε αφοσιωμένη και καθόλου δούλη του, να μη θέλη τίποτε χωρίς να το θέλη αυτός. Προσετρίβετο δ’ επί του προσκεφάλου του, τείνουσα εις εναγκαλισμόν, αναζητούσα αυτόν και ποθούσα, αναπηδώσα εις τον ελάχιστον κρότον τον οποίον ήκουε τυχόν εις την αυλήν, ετοίμη ν’ ανοίξη την θύραν και να τον δεχθή…
Ο ύπνος της Σμάλτως ούτω διεκόπτετο συχνάκις. Εν τη βραδεία δε και συντόμω αυτής καρώσει, εταράσσετο υπό ονείρου φρικαλέου. Έβλεπε τον άνδρα της ουχί οποίον ήθελε να τον παραστήση η φαντασία της, η εν τη ενοχή της απαλύνουσα κι εξιδανικεύουσα τον χαρακτήρα του. Τον εύρισκε τουναντίον φοβερόν, συνωφρυωμένον, συνεσφιγμένας έχοντα απειλητικώς τας πυγμάς, τας νευρώδεις και ικανάς να καταβάλουν δράκοντα, συλλαμβάνοντα αυτήν εις τας αγκάλας του Μήτρου και απηλούντα να λάβη δίκην της προδοσίας της. Και ανεπήδα τότε έντρομος όλη, ζητούσα να προφυλαχθή που. Αλλ’ όπου και αν έστρεφε το βλέμμα, επί του εδάφους χαμαί ή επί της καλαμίνης και πλήρους αραχνών οροφής άνω· επί των φαιών τοίχων ή του σιτοβρώτου ερμαρίου, των ενδυμάτων και των καρφίων ακόμη και των μαγειρικών σκευών, όλα τα έβλεπε διεστραμμένα κι εμπαίζοντα τους φόβους της, ρίπτοντα κατά πρόσωπον την προδοσίαν της, διά γέλωτος σιωπηλού και παραδόξου. Υπό το φως του κανδηλίου, διέκρινεν αμυδρώς εν τω σκιόφωτι του τοίχου τα συζυγικά της στέφανα, κρεμάμενα κάτω του εικονοστασίου κι εξελάμβανεν αυτά συνωφρυωμένα υπό την λινομέταξην σκέπην των, ωσεί την απιστίαν της ελέγχοντα. Και αν πνοή ανέμου ανεκίνει τας χρωματιστάς ταινίας των, ενόμιζεν ότι ήρχοντο ως φίδια κατ’ επάνω της να εκδικηθούν την ιεράν των αγνότητα. Τοσούτον δ’ είχε κυριευθή υπό της ιδέας αυτής η λυγερή ώστε ανεπήδησεν έντρομος, ακούσασα αίφνης την φωνήν του ανδρός της και εις την πρώτην αυτής ορμήν, δεν εσκέφθη τι άλλο ειμή να συσπειρωθή εις μίαν γωνίαν, όπως οι Πρωτόπλαστοι μετά το αμάρτημα, ακούσαντες την φωνήν του Θεού.
— Ε, Σμάλτω· δε γροικάς, ορή! ηκούσθη πάλιν απ’ έξω η φωνή του Στάθη, ανυπόμονος.
Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ’ η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κι εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.
— Ε, και το φίδι; ηρώτησεν ευθύμως ούτος, μόλις εισερχόμενος.
Ω, το φίδι! Βέβαια, το είδεν η Σμάλτω και υπέμεινε την επήρειάν του παράποτε σήμερον! Το φίδι, το οποίον δεν ηξεύρει μόνον να συρίζη αλλά και να δαγκώνη, φαρμακερά να δαγκώνη, όταν εύρη ευκαιρίαν!
Με αυτάς τας σκέψεις η Σμάλτω διήρχετο τας ημέρας και τας νύκτας της. Αλλά δεν ηδύνατο να διατηρηθή επί πολύ αυτή η κατάστασίς της. Ό,τι έγεινεν, έγεινεν ήδη. Έπρεπε να προφυλάξη το μέλλον, το οποίον ωρθούτο απειλητικόν ενώπιόν της· να κάμη τον εαυτόν της εγκρατή πλέον από πάσης ξένης επιρροής. Ανεγνώριζεν όμως την αδυναμίαν της· κατενόει ότι διά να γίνη τούτο δεν έπρεπε πλέον να συναντήση εις τον δρόμον της τον Μήτρον. Αλλά πάλιν δεν ηδύνατο αύτη να κλεισθή εντός του οικίσκου της, εις τα καφάσια, ως τούρκισσα. Ήτο ανάγκη να εξέλθη εις την εργασίαν, εις τον αγρόν και εις την σταφίδα και τα γαλιά ακόμη να συντροφεύση. Ήτο εποχή κατά την οποίαν η εργασία είνε εις την ακμήν της· θέρος, τρύγος—πόλεμος!… Να εναντιωθή πάλιν εις τον άνδρα της, να φέρη τας αυτάς δυσκολίας τας οποίας έφερεν άλλοτε εθεώρει όλως απρεπές. Ανεγνώριζε το δίκαιόν του. Όλοι εις τα χωρία λαμβάνουν γυναίκας διά να τας έχουν βοηθούς κατά την επίπονον σταδιοδρομίαν του βίου των· δεν την έλαβε βέβαια ο Στάθης διά να την έχη εικόνισμα, εις τον οικίσκον του μόνον. Άλλως τε και αυτής επροσβάλλετο η φιλοτιμία να μη βοηθή τον άνδρα της, παρά να περιμένη να της φέρη ούτος τον άρτον, όπως εις τον τυφλόν.
— Τι, για ψυχικό θα μ’ έχη; ανελογίσθη κοκκινίζουσα εξ εντροπής.
Αλλά και αν ήθελεν η λυγερή πάλιν δεν ηδύνατο να μείνη άεργος εις τον οικίσκον της. Διότι εις τα χωρία, όπου οι κάτοικοι μετρούνται εις τα δάκτυλα, καθένας τούτων υπόκειται καθημερινώς εις τον αυστηρόν έλεγχον των λοιπών. Ο νωθρός είτε φιλόπονος εργάτης, ο θεοσεβής είτε κουτοπόνηρος γέρων, ο φιλόχριστος ιερεύς, η καθαρά και φιλόκαλος οικοδέσποινα, η προκομμένη κόρη, η φρόνιμος γραία, όλοι γνωρίζονται μεταξύ των όπως και το καλό κρασί. Και από τα χαρίσματα τα οποία τυχόν έχει έκαστος, μορφούται εν τη μικρά κοινωνία η καλή ή κακή ιδέα, περί της μελλούσης τύχης του. Όταν δε τύχη να έλθη εξ άλλου χωρίου καμμία γυνή κι εγκατασταθή εκεί νυμφευομένη, ευθύς όλων η προσοχή και όλων η κρίσις προς αυτήν στρέφεται. Καθένας ο οποίος θα την πλησιάση και θα της ομιλήση, θα είνε διά την πτωχήν νεόφερτον ανακριτής επίφοβος, του ύφους και του χαρακτήρος, της φωνής και του βαδίσματος και αυτής της ψυχής της, μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών. Η Σμάλτω υφίστατο την δοκιμασίαν αυτήν την τριών ήδη μηνών, από της ιδίας δηλαδή νυκτός κατά την οποίαν εγκατεστάθη εις Τρουμπέ. Τόρα όμως από της ημέρας του παθήματός της η δοκιμασία έγεινε στενωτέρα. Μόλις εξήρχετο εις την θύραν του οικίσκου της ευθύς αι γυναίκες την ητένιζον περιέργως εις τους οφθαλμούς. Δεν ηδύναντο να εννοήσουν διατί έκοψεν αίφνης να συντροφεύη εις την βοσκήν τα γαλιά και ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των τας παραδοξοτέρας δι’ αυτήν εικασίας.
Εκτός όμως των ξένων ήρχισαν και η μήτηρ και η αδελφή του Στάθη να κρίνουν αυστηρώς την θεληματικήν αυτήν κάθειρξιν της λυγερής. Αν και αύται εκάθηντο εις άλλον οικίσκον μακράν, όμως έμαθον τα συμβαίνοντα εις την οικίαν του συγγενούς των και ήρχισαν να θλίβωνται διά τον Στάθην, ο οποίος εδέσμευσε την τύχην του νυμφευθείς μίαν φαγοκοιμήστραν. Και λόγους της έστειλαν με άλλας γυναίκας πως δεν αρκεί ότι την έσωσαν από την βλαχοκαλύβαν όπου ανετράφη, από την μπομπόταν όπου έτρωγε, και την έφεραν σε πολιτεία, από κάτω σε σπίτι να τρώγη σίτινο ψωμί, παρά ήθελε να μένη και άδουλη να μη πιάνη ούτε μισακό μετάξι!
Η Σμάλτω ήκουεν αυτά κι ετήκετο περισσότερον. Κατενόει ότι δεν ηδύνατο να ζήση πλέον ούτω μεταξύ των χωρικών κι έλαβεν απόφασιν να πάγη μόνη να συναντήση τον Μήτρον και διά παρακλήσεων είτε δι’ απειλών εν ανάγκη, να τον πείση ν’ αλλάξη τόπον βοσκής. Είχε πεποίθησίν ότι θα το κατώρθωνε. Διό την τρίτην ημέραν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, ητοιμάσθη προς εκτέλεσιν του σκοπού της.
— Για πού; ηρώτησεν ο Στάθης απορών διά την αιφνιδίαν αυτήν εξέγερσιν της γυναικός του.
— Πααίνω με τα γαλιά.
— Κι αν σουρίξη το φίδι;
Η λυγερή εταράχθη εις την ανάμνησιν εκείνην, τόσον απροσδοκήτως και ασκόπως ριφθείσαν παρά του ανδρός της. Ησθάνθη αίφνης κάτι συσφίγγον την καρδίαν εις τα στήθη της, ως να εσταμάτησε διά μιας η κυκλοφορία του αίματος. Αλλά μετά μικρόν αναθαρρήσασα, ακλόνητος εις την απόφασίν της, ητένισε μετά πειστικότητος τον άνδρα της:
— Δίνω μια και του ζουπάω το κεφάλι· απήντησε.
Και θέσασα εμπρός τα γαλιά, εξήλθε του χωρίου.
Η Σμάλτω έβαινεν ήδη θαρραλέα προς τον σκοπόν της, ανυπόμονος να φθάση εις τον τόπον όπου ήλπιζε να συναντήση τον βοσκόν, πολλάκις προτρέχουσα των γαλίων, ως να ωθείτο υπό αναποδράστου ανάγκης. Ητένιζεν υψηλά τον γαλανόν αιθέρα και πέριξ τους αγρούς και τα βουνά και την θάλασσαν με βλέμμα ιλαρόν, υπερήφανον δύναται κανείς να είπη, όπως κάθε άνθρωπος έχων την ψυχήν γαλήνιον και την πεποίθησιν ότι πορεύεται να επανόρθωση αδίκημα. Προσέβλεπε δε συχνά, αφ’ ης ώρας εξήλθε του χωρίου, την αγροτικήν σκιάδα του Μήτρου, θέλουσα να συνειθίση εις την όψιν της και να μη την φοβήται πλέον:
— Δεν ένε! έκραξεν αίφνης δυσθύμως.
Τω οντι, εφ’ όσον επλησίαζεν εις την σκιάδα, διέκρινεν ότι ο Μήτρος και τα πρόβατα έλειπον. Όταν δ’ έφθασεν εκεί δεν εύρε παρά το μάλλινον σακκίδιον του βοσκού, κρεμάμενον από ενός στύλου κι επί του πατώματος της σκιάδος το σιλάχι και την κατερρακωμένην φλοκάταν του. Η Σμάλτω εθυμώθη διότι δεν τον εύρεν εκεί, να του είπη μίαν ώραν αρχίτερα ό,τι έπρεπε να ελαφρυνθή επί τέλους. Εσκέφθη όμως ότι δεν θα ήτο και πολύ μακράν, αφού τα πράγματά του ήσαν εκεί και ήλπιζε μετ’ ολίγον, όταν η θερμότης του ήλιου θα ηύξανε να προσέλθη ούτος υπό την σκιάν της καλύβας. Άλλως τε εκεί είχεν αφήσει τον άρτον του και βεβαίως, αν όχι διά τίποτε άλλο, θα ήρχετο τουλάχιστον μέχρι του δειλινού διά να φάγη. Η λυγερή δεν είχε καμμίαν ανάγκην ν’ απομακρυνθή. Τα γαλιά θα εύρισκον και εκεί τροφήν όπως και αλλού, ώστε απεφάσισε να τον περιμείνη.
— Δεν κάνω κούνημα ώστε νάρθη· εσκέφθη.
Αίφνης γλουγλουκιμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της. Η Σμάλτω στραφείσα παρετήρησεν ότι δύο γαλιά ήριζον ραμφίζοντα κάτι μέσω των ξηρών χόρτων και ότι τ’ άλλα έσπευδον λαιμάργως εκεί, τείνοντα ως δόρατα τους λαιμούς και με κραυγάς, ως ν’ ανεκάλυψαν αίφνης πολύτιμον τροφήν. Μετά μικρόν συνήχθησαν όλα εκεί, συσφηνούμενα το εν προς το άλλο, σχηματίζοντα ούτω πυκνόν αλώνα, με τα μαυροπράσινα πούπουλά των μαρμαίροντα υπό τας ηλιακάς ακτίνας. Συνωθούντο δε κι εγλουγλούκιζον γοερώς, θέλοντα να φθάσουν προς το κέντρον και πολλά ίπταντο υψηλά, πλαταγούντα τας πτερύγας των ωσεί περίεργα να ίδουν εκείνο το οποίον εράμφιζον οι σύντροφοί των. Και παρήγετο ούτω συνωστισμός αυτών πεισματώδης, κι έρις συνήπτετο μεταξύ των και κίνησις και βρυασμός αδιάκοπος. Κεφαλαί ωρθούντο διά μίαν στιγμήν με τα κόκκινα φύματα άνω, ως λεπροί κόνοι αγρίου αραβοσίτου, ετάζουσαι τα πέριξ περιέργως διά των μαύρων οφθαλμών των και πούπουλα εσκορπίζοντο εις τον αέρα, απομαδούμενα ενώ αντήχει η πεδιάς ολόκληρος από τον θόρυβον και τον αλαλητόν.
Η Σμάλτω παρηκολουθεί διά του βλέμματος τους διαπληκτισμούς αυτούς των γαλίων, χαμογελώσα. Εγνώριζε την συνήθειαν την οποίαν έχουν να συνάζωνται ούτω και να θορυβούν μόλις εύρουν κάτι εις τον δρόμον των· υπέθετε δε ότι και τώρα κανέν παλιοπάπουτσο είτε ράκος πανίου θα επροκάλει την έριν των.
Αίφνης όμως εκ των αλληλωθισμών και ραμφισμάτων αυτών ανεπήδησεν υπεράνω κι έπεσε προ των ποδών της μικρόν τεμάχιον καλάμου.
— Μπά· η φλογέρα του! εψιθύρισεν η λυγερή. Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου· μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας, μαύρας εις τα χείλη εκ του καυτερού σιδήρου διά του οποίου ήνοιξεν αυτάς ο τεχνίτης και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος. Η Σμάλτω εθαμβώθη εις την όψιν αυτής ως να ητένισεν αίφνης τον ήλιον. Κύμα αίματος συνέρρευσεν εις την καρδίαν της και την έκαμε να πάλλη βιαίως· οι κρόταφοί της έσφυζον εναγωνίως και οι μήνιγγές της επόνουν εκ της πιέσεως.
— Η φλογέρα του! επανέλαβε βραδέως.
Και ητένιζεν αυτήν με βλέμμα φοβισμένον, αισθανομένη καθ’ όλον αυτής το σώμα την ανατριχίασιν εκείνην του βλέποντος προ αυτού οστούν φοβερού θηρίου. Ευθύς η φαντασία της επανέφερεν εις αυτήν την ημέραν κατά την οποίαν αναισθητούσα σχεδόν, έπεσεν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Ανεγνώριζεν ήδη ότι αυτό το τεμάχιον της καλάμου έγεινεν η αίτια να πράξη εκείνο το ανόμημα· ότι ήτο αυτό η επικίνδυνος προαγωγός που την παρέδωκεν εις τον τυχόντα και ολίγον έλειψε να την παρασύρη εις τα έσχατα. Και η λυγερή ησθάνετο μίσος προς την φλογέραν εκείνην η οποία διά του ευγλώττου στόματός της, επιτηδειοτέρου και της πλέον γυμνασμένης μαυλιτρίας, έκαμεν αυτήν να λημονήση την προς τον άνδρα της μύχιον εκείνην αφοσίωσιν η οποία συγγεννάται και συναποθνήσκει με αυτό το σώμα της γυναικός του αγρού. Και ικανοποιείτο η αδυναμία της διότι έβλεπεν αυτήν τώρα κατακειμένην εκεί εις το χώμα, άνευ ζωής, ραμφιζομένην υπό των γαλίων, ως τεμάχιον πέπονος. Εχαίρετο αμέτρως διά την ταπείνωσίν της εκείνην και την εξουθένωσιν, εκδικουμένη ούτω τα ίδια παθήματα. Εις στιγμήν δε παραφόρου πόθου προς εκδίκησιν, ηθέλησε να συμμεθέξη και αύτη του κακού κι εβάδισε να την κατασυντρίψη υπό τους πόδας της.
— Σμάλτω! ε, Σμάλτω!… ηκούσθη φωνή περιχαρής, ανακόπτουσα αίφνης το βήμα της.
Η λυγερή στραφείσα παρετήρησε τον Μήτρον ερχόμενον από μακράν με το ποίμνιόν του. Αλλ’ ουδεμίαν ησθάνθη ήδη ταραχήν εις την θέαν του. Εγνώριζεν η Σμάλτω ότι ο βοσκός δεν είχε πλέον μαζί του την φλογέραν να την παίξη όπως άλλοτε και γεμίση τον αέρα πέριξ από μύρια συναισθήματα, από τόσους καϋμούς της γυναικείας καρδίας, τόσας εκφράσεις της ανθρωπίνης αδυναμίας και την συναρπάση… Την είχεν εδώ υπό τους πόδας της, ως να είχε την γλώσσαν, αυτήν την φωνήν μιας μαγίσσης και την κατεσύντριβε.
Συγχρόνως δε με την σκέψιν της αυτήν η Σμάλτω κατέφερε με πάθος τον πόδα επί της φλογέρας και την έθραυσεν.
— Να! είπε χαιρεκάκως, ρίπτουσα τα τεμάχια αυτής προ του βοσκού.
— Μη τη φλογέρα μου· εφώναξεν ούτος με πόνον· γιατί την σπας;
— Για να μη χάση κι άλλαις· απήντησεν η Σμάλτω επισήμως.
Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ’ ήσυχος διά το μέλλον…
1888
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas_dihg.htm#%CE%A6%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%95%CE%A1%CE%91

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ