Μικρά διηγήματα – ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ἐκείνην τὴν βραδιὰν εἶχε μείνει διὰ νὰ φυλάξῃ τὰ κορίτσια τὴν νύκτα, ὁποὺ εἶναι πάντοτε μυστήριον καὶ ἀβεβαιότης, ὁ μπαρμπα-Σταμάτης ὁ Καρδοπάκης. Ἦτο φαιδρὸς καὶ πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριὰ» τοῦ χωριοῦ. Ἤξευρεν ἑκάστοτε νὰ λέγῃ στὰ κορίτσια χίλια τραγούδια, ὄνειρα, παραμύθια. Παντοῦ τὸν εὕρισκες, παντοῦ ἦτο παρών, στὰ σπίτια, στὰ μαγαζιά, στὰ ξωκκλήσια, στὰ καλύβια. Ἔπινε 〈τὸ〉 ρακὶ ὁποὺ τοῦ ἔδιδες, καὶ ποτὲ δὲν σοῦ «χαλνοῦσε τὸ χατίρι» νὰ πάῃ μίαν ὥραν δρόμον, διὰ θέλημα. Ἐκεῖνο τὸ δειλινόν, καθὼς ἀνέβαινε τὸ βουνὸν πρὸς τὰ ἐπάνω, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν μύλον τοῦ Ἀντώνη τῆς Σάββαινας, κάτω στὰ Βουρλίδια, εἰς τὴν βαθεῖαν κοιλάδα τὴν σύσκιον καὶ ὑγρὰν δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους. Κ᾿ ἐκεῖ κάτι εἶχεν ἰδεῖ καὶ ἀκούσει. Ὅταν ἔφθασεν, εἶπε τὰ μαντᾶτα στὰ δύο κορίτσια, στὴν Σοφίαν τὴν νεαρὰν χήραν, καὶ τὴν Λουκρητίαν τὴν νεαρὰν ἀδελφήν της· κ᾿ αἱ δύο χαριτωμέναι κόραι τὸν ἐκράτησαν διὰ συντροφιάν, νὰ κοιμηθῇ ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην, εἰς τὸν μύλον μαζί τους, διὰ συντροφιὰν καὶ παρηγοριάν. Ἀπὸ μύλον εἰς μύλον εἶχεν ἐκδουλεύσεις ὁ Σταμάτης. Ἡ Σοφία εἶχεν ὑπανδρευθῆ μόλις πρὸ τριῶν ἐτῶν, ὅταν ἦτο δεκαοκτὼ χρόνων. Ἦσαν ὀρφαναί, καὶ εἶχον ἀνατραφῆ εἰς ἄλλον τόπον, ἂν καὶ κατήγοντο ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος. Εὑρέθησαν χωρὶς προστάτην, καὶ ὅταν ἐπαρουσιάσθη διὰ τὴν Σοφίαν ἀνέλπιστος γαμβρός, παραπάνω ἀπὸ ἑξῆντα χρόνων, καλοκαμωμένος καὶ ἀκμαῖος, ὁ Μανώλης τοῦ Ἀγάλλου, αὐτὴ τὸν ἐπῆρεν, ἂν καὶ δὲν τὸν ἤθελε. Τί νὰ κάμῃ; Φτώχεια, ὀρφάνια, ἐρημία. Ὁ Μανώλης εἶχε σύνταξιν ἀπὸ τὴν Γαλλίαν (ὅπου εἶχε ζήσει 30 χρόνια ὡς λεμβοῦχος), ― καταθέσεις εἰς τὸ Κρεντὶ Λυονναί, καὶ προσέτι, ὅταν μετὰ τόσα χρόνια ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, εὗρεν ἀρκετὰ πατρικά του κτήματα, χερσωμένα καὶ καταπατημένα, κ᾿ ἐξώδευσε πολλὰ διὰ νὰ τὰ διεκδικήσῃ καὶ τὰ καλλιεργήσῃ. Τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεός, ὅταν ἐνυμφεύθη τὴν Σοφίαν, καὶ τῆς τὰ «ἔκαμεν ὅλα ἐπάνω της». Οἱ συγγενεῖς του ἐγόγγυσαν διὰ τοῦτο, ἀλλὰ τί τοὺς ἔπταιεν ἡ πτωχὴ Σοφία; Ἂς μὴν ἐγύρευεν ὁ Ἀγάλλος πανδρειά.
Ὁ Μανώλης ἔζησε δύο χρόνια καὶ ἀπέθανεν. Ἡ Σοφία τὰ ἐκληρονόμησεν ὅλα, μαζὶ καὶ τὸν μύλον αὐτόν, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀνακαινίσει ἐσχάτως ὁ μακαρίτης. Ἐκεῖ ἔμειναν ἐπὶ ἑβδομάδας, τὸ φθινόπωρον ἐκεῖνο, αἱ δύο ἀδελφαί. Εἰς τὴν ἀρχὴν εἶχον συντροφιάν, διότι ὑπῆρχον καὶ ἄλλοι νερόμυλοι εἰς τὸ ρέμα τῆς Κεχριᾶς. Ἐκεῖ, τὸν κατήφορον, ἦτον ὁ μύλος τῆς Μοσχαδῶς τῆς χήρας, ὁ μύλος τοῦ Δήμου τοῦ Μανιάτη. Ἀλλ᾿ αἱ ἐργασίαι ὠλιγόστευσαν, κ᾿ οἱ γείτονες ἔφυγαν. Ἔλειπαν τὸν περισσότερον καιρόν, καὶ τὰ «δυὸ κορίτσια» ἐξηκολούθουν νὰ μένουν πάντοτε ἐκεῖ, μὴ ἔχουσαι ποῦ ἀλλοῦ νὰ κλίνουν τὴν κεφαλήν, διότι οἱ συγγενεῖς τοῦ Ἀγάλλου εἶχον ἀποπειραθῆ (μετὰ τὴν κηδείαν) νὰ καταλάβωσι τὴν οἰκίαν, κ᾿ ἐνήργησαν νὰ σφραγισθῇ ἡ θύρα καὶ ἡ ὑπόθεσις, εἰς τὰς χεῖρας τῶν δικολάβων καὶ τῶν δωροφάγων, ἔμενεν ἀκόμη «ἐγκρεμής». Ἐκεῖ λοιπὸν εἶχον ἀναγκασθῆ νὰ κλεισθοῦν, εἰς τὸν μύλον.
Ἐκεῖ τὰς ηὗρεν ὁ Σταμάτης ὁ Καρδοπάκης, καὶ ἀφοῦ τὲς εἶπε τί εἶχε μάθει, τὸν ἐκράτησαν νὰ κοιμηθῇ ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἐσταμάτησαν τὸν μύλον, κ᾿ ἐπῆραν τὸ «ἐξάγι»* ἀπὸ τὸ τελευταῖον ἄλεσμα τῆς ἡμέρας, ἐκάθισαν νὰ δειπνήσουν ἐλιές, τυρὶ καὶ πλακόπιτταν* ὀπτήν, τὴν ὁποίαν εἶχε ψήσει εἰς ὀλίγα λεπτά, ἀνάψασα φωτιὰν ἐν ὑπαίθρῳ, ὡς εἶδος ἑστίας ἢ καμίνου, κατὰ τὸ πρόθυρον τοῦ κτιρίου, ἡ Λουκρητία. Κατόπιν ὁ μικρὸς γέρων ἤρχισε νὰ διηγῆται παραμύθια χειμερινά, καὶ ν᾿ ἀπαγγέλλῃ αἰσθηματικὰ δίστιχα. Αἱ δύο κόραι, μὲ τὸ πλέξιμόν τους εἰς τὸ στέρνον, τὸν ἤκουον μὲ τὸ ἓν αὐτὶ κ᾿ ἐγέλων χωρὶς ὄρεξιν. Ὁ Σταμάτης ἔψαλλε καὶ τραγούδια ἀνάμεσα*, διὰ νὰ τὰς κάμῃ νὰ διασκεδάσουν καὶ ἀποσπάσῃ τὸν νοῦν των ἀπὸ τὴν τυραννοῦσαν σκέψιν. Διότι ἦτο διωγμὸς ἐναντίον των ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν τοῦ μακαρίτου, καὶ ἄλλαι ἀκόμη σκευωρίαι καὶ ρᾳδιουργίαι. Τέλος ὁ γερο-Σταμάτης ἐνύσταξεν· αἱ δύο ἀδελφαί, ἂν καὶ δέν εἶχον ὕπνον, ἐσηκώθησαν κ᾿ ἔκαμαν τὴν προσευχήν των ἐμπρὸς εἰς τὸ Τριμόρφι (εἰκόνα φέρουσαν τὸν Χριστόν, τὴν Παναγίαν καὶ τὸν Πρόδρομον) ὑπὸ τὸ ἀναμένον κανδήλι, ὁποὺ ἔφεγγε γλυκὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἐρημικὴν φωλεάν των.
Ἔστρωσαν σινδόνα καὶ βελέντζαν διὰ τὸν Σταμάτην, ἐπὶ τοῦ μικροῦ σανιδώματος, ἄνω τῶν τριῶν ἢ τεσσάρων βαθμίδων τοῦ μικροῦ πατώματος. Αὐταὶ ἐπλάγιασαν ἐντεῦθεν τῆς θύρας, τῆς μὴ ἐχούσης θυρόφυλλα, ἐπὶ τοῦ ἰδίου δαπέδου. Ὁ γερο-Σταμάτης ἦτο καλὰ ἐκεῖ, διὰ νὰ εἶναι πλησιέστερα εἰς τὴν ἔξω θύραν, καὶ ν᾿ ἀκούσῃ πάντα τυχὸν κρότον μέλλοντα ν᾿ ἀκουσθῇ ἔξω. Ἐπειδὴ ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτο ἄγρυπνος πάντοτε καὶ τὸν εἶχον ἐπονομάσει τινὲς «φύλακα τῶν κοριτσιῶν». Δίπλα εἰς τὸ μικρὸν πάτωμα ἦτο ἡ καθαυτὸ μηχανή, ὁ κύριος μύλος. Ὑποκάτω τοῦ πατώματος ἦτο ἡ διέξοδος τοῦ νερομύλου πρὸς τὸν κατήφορον, δυτικά, εἰς τὸ ρεῦμα.
*
* *
Ὁ Καρδοπάκης εἶχεν ἀποκοιμηθῆ, καὶ ἀντὶ ν᾿ ἀκούῃ αὐτὸς τοὺς κρότους τοὺς ἔξω, ἤκουον αἱ δύο κόραι τὸν ρογχαλισμόν του. Ἔξω ἐφύσα λεπτὴ αὔρα, κ᾿ ἠκούετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὁ θροῦς τῶν φύλλων. Ὁ μικρὸς χείμαρρος κατήρχετο μελαγχολικῶς ἀπὸ τὴν δροσερὰν σπηλιάν, παραπλεύρως καὶ ὀλίγον χαμηλότερα τοῦ παλαιοῦ ἐρήμου μοναστηρίου τῆς Κεχριᾶς, κ᾿ ἐκελάρυζε τὴν νύκτα ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους καὶ τοὺς θάμνους, καὶ πότε ἔπιπτεν εἰς μικροὺς καταρράκτας μὲ ὁρμήν, πότε ἐστρώνετο εἰς μαλακὸν ρεῖθρον ὡς ἔλαιον ἐπὶ τῆς ἄμμου καὶ τῶν χαλίκων. Καβούρια καὶ χέλια μικρὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ψαρεύσῃ ἐκεῖ τὴν ἡμέραν εὐκαιρῶν ἄνθρωπος. Τὰ δένδρα ἔσμιγον εἰς τρυφερὰς περιπτύξεις ἐκεῖ τὴν νύκτα, καὶ ὁ κισσὸς καὶ τὸ κλῆμα ἀνερριχῶντο εἰς τὰ ὕψη τῶν κλάδων, καὶ καρποὶ μελαμβριθεῖς ἐκρέμαντο εἰς τὰ ἀκροκλώνια, διὰ νὰ δίδεται τροφὴ εἰς ὅλα τὰ πτερωτὰ καὶ τὰ ὄρνεα, τὰ ἐπικαλούμενα τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Καὶ θνητὸς ἄνθρωπος δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀναβῇ ἐκεῖ, οὐδὲ νὰ καταβῇ, ἐκτὸς ἂν ἦτον οὐρανοπετής. «Οὐδέ κεν ἀμβαίη βροτὸς ἀνήρ, οὐ καταβαίη». Καὶ τ᾿ ἄντρα τριγύρω ἐφύσων ὡς κινύραι τῆς νυκτὸς εἰς τὸ σκότος, κ᾿ ἡ Ἠχὼ ἔμελπε τοὺς στρυφνοὺς διφορουμένους χρησμούς της: «Ἐθέλω εἰπεῖν τί-τί; ― Λέξον ὡς ἐρῶ-ἐρῶ»1. Καὶ τὰ ἄστρα κατέφεγγον ὅλην τὴν κοιλάδα, ὡς μαγευμένα, καὶ *** ὁ Γαλαξίας, κ᾿ ἡ Πήχη, καὶ ἡ Πούλια, καὶ τ᾿ Ἁμάξι, καὶ οἱ δύο Ἀδελφοί, ὁποὺ τελευταῖοι ἐβασίλευον πέραν ἐκεῖ, εἰς τὰ καταμέλανα βουνὰ τῆς Στερεᾶς, εἰς τὸ ἀνάβαθρον τοῦ οὐρανοῦ, τὸ Πήλιον. Μόνον μία νεράιδα ἐρημική, βαθυπλόκαμος, ἀπετόλμα τὴν νύκτα καὶ κατήρχετο εἰς τὸ ρεῦμα, κ᾿ ἐμπιστευομένη εἰς τὸ ἐχέμυθον τῆς νυκτὸς ἀπέβαλλε τὸν πέπλον, κ᾿ ἐλούετο εἰς τὰ κρύα νερὰ τοῦ λάκκου, τῆς στέρνας, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μύλου, ἐπάνω τῆς στέγης. Καὶ δύο δειλὰ ὄμματα σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοὶ τῆς αἰπολικῆς γενεᾶς, προέκυπτον διὰ μέσου τῶν κλάδων, ὑψηλὰ εἰς τὰ δένδρα, καὶ ἠγωνίζοντο ν᾿ ἀνακαλύψωσι τὸ μυστήριον τῆς καλλονῆς ἐκεῖ εἰς τὸ σκότος. Καὶ τότε ἡ Ἠχὼ θὰ ἠδύνατο, καθὼς τὸ πάλαι, εἰς τὴν ἐξομολόγησιν τοῦ Ἐρῶντος, νὰ ἐπαναλάβῃ: Ἐρῶ, ἐρῶ.
*
* *
Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδοπάκης δὲν εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον. Θὰ ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα καὶ ἡ Σοφία δὲν εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἀκόμη ― τόσον νέα εἶχε λάβει πικρὰν πεῖραν τοῦ κόσμου. Ἡ μικρὰ Λουκρητία εἶχε κλείσει τὰ ὄμματα, διότι ἦτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμη τὰ πάθη καὶ τὰ βάσανα. Εἰς τὰς ὥρας ἐκείνας τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς σιγῆς, ὅταν ἡ αὔρα ἡ ἑσπερινὴ εἶχεν ἀποκάμει νὰ πνέῃ καὶ ἄνεμος ὄρθριος δὲν ἐφύσα, καὶ ἦτο ζέστη φθινοπωρινή, διώκτρια τοῦ ὕπνου ―καὶ τὰ ἄστρα, ὡς μαγευμένα, τρέμοντα ἔφεγγον ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸ ἄπειρον― τότε ἠκούσθη θροῦς, κρότος μαλακός, ἐπαισθητὸς εἰς τὰ ὦτα τῆς Σοφίας. Ἠκούσθησαν ἀόριστοι ψιθυρισμοί, ἀμυδροὶ ἦχοι, ὡς ὁμιλίαι ἀνθρώπων ἐν ὀνείρῳ. Ἡ νέα ἀνεσηκώθη ἐπὶ τοῦ προσκεφάλου της, στηρίζουσα εἰς τὸν βραχίονα τὴν παρειὰν καὶ ἠκροάσθη. Οἱ ψίθυροι, ἂν καὶ πολὺ ἤρεμοι, τῆς ἐφάνηκαν πράγματι ὑπαρκτοί, καὶ δὲν τὴν ἐπλάνα ἡ φαντασία, οὔτε τὴν ἐγέλων τὰ ὦτά της.
Ἀνελογίσθη τότε τί τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὁ γερο-Καρδοπάκης, ὅταν ἔφθασε τὸ δειλινὸν εἰς τὸν μύλον. Εἰς τὰ Βουρλίδια, ἐκεῖ κάτω, ὄχι μακρὰν τοῦ χωρίου, ὁποὺ ἀπεῖχε μιᾶς καὶ πλέον ὥρας δρόμον ἀπεδῶ, ἐκεῖ ἦτο καταφύγιον καὶ τόπος συναντήσεως διὰ τοὺς ·γύρω στὸν μύλον τῆς Σάββαινας‚ νέους κυνηγούς, διὰ μερικοὺς νεαροὺς βοσκοὺς τῆς νέας γενεᾶς, ὁποὺ ἐφύσων αὐλὸν καὶ ἔψαλλον κινύραν, ἀκόμη καὶ διὰ ξεπεσμένα ἀρχοντόπουλα τῆς μικρᾶς πολίχνης, ὁποὺ ἠσχολοῦντο εἰς «ἐργολαβίας»* καὶ ἐπιχειρήσεις ἐρωτικάς. Ὁ γερο-Σταμάτης, ἂν δὲν ἠπατήθη, ἢ δὲν ἤθελε νὰ «πουλήσῃ δούλεψιν», εἶχεν ἀκούσει, εἰς τὸ πέρασμά του, σχέδια καὶ μηχανορραφίας μελετωμένας μεταξὺ τῶν νέων αὐτῶν, ἐξ ὧν εὗρε πέντε ἢ ἓξ συνηθροισμένους εἰς τὴν δροσερὰν κοιλάδα τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Φαίνεται ὅτι ἐπρόκειτο, καθὼς ὑπώπτευσεν ἐκ τῶν ὅσα ἤκουσεν ὁ εὔθυμος γέρων, «γιὰ νὰ κλέψουν ἢ τὴν Σοφιὰ ἢ τὴ Λουκρητία». Ἐγίνοντο δηλαδὴ μελέται περὶ ἀπαγωγῆς τῆς μιᾶς τῶν δύο ἀδελφῶν ὑπὸ τῶν ἐρωτύλων ἢ τῶν «κυνηγῶν» ἐκείνων. Καὶ εἰς τὰ συμβούλια ταῦτα ἦτο παρών, ὡς ἐμαρτύρει ὁ Καρδοπάκης, καὶ εἷς τῶν νεωτέρων συγγενῶν τοῦ μακαρίτου Ἀγάλλου, ἀνεψιός του ἐξ ἀδελφοῦ. Ἦτο μᾶλλον θετὸς υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ τόσον χειρότερα. Διότι καὶ χρηματικῶς καὶ ἐρωτικῶς ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐνδιεφέρετο εἰς τὴν ὑπόθεσιν. Οἱ συγγενεῖς λοιπὸν τοῦ Ἀγάλλου, ὡς ἔλεγεν ὁ γερο-Σταμάτης, «εἶχαν τὴν οὐρά τους μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ βρωμοδουλειά». Εἶχον διπλοῦν συμφέρον, νὰ δυσφημισθῇ ἡ νεαρὰ χήρα, διὰ νὰ καταφάγουν αὐτοὶ τὴν κληρονομίαν.
Ἡ Σοφία ἔτεινεν ἰσχυρῶς τὰ ὦτα, καὶ οἱ ψίθυροι ἐγίνοντο εὐκρινέστεροι. Τότε ἐσηκώθη σιγά, ἐπάτησε μὲ τοὺς πόδας γυμνοὺς δύο βήματα, καὶ ἤνοιξεν ἓν μικρὸν συρτάρι εἰς χαμηλὸν σκαμνοτράπεζον παρὰ τὸν τοῖχον.
Τὴν στιγμὴν ποὺ ἤνοιξε τὸ συρτάρι ἐνθυμήθη νὰ ἐπικαλεσθῇ τὰ θεῖα. Ἐστράφη, κ᾿ ἔκαμε τρεῖς σταυροὺς πρὸς τὸ εἰκόνισμα ὑπὸ τὸ τρέμον γλυκὺ φῶς τοῦ κανδηλίου, ὅπου ἐφαίνοντο ὡς ὄνειρον αἱ τρεῖς διαλάμπουσαι μορφαί. Εἶτα ἐπανεστράφη πρὸς τὸ ἔπιπλον, ἐβύθισε τὴν χεῖρα, κ᾿ ἔλαβεν ἐκεῖθεν ἓν ρεβόλβερ.
Ἦτο τὸ περίστροφον τοῦ μακαρίτου τοῦ ἀνδρός της, ὅστις τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ὄψιμον ἔρωτα, κ᾿ ἐφάνη τόσον καλὸς πρὸς αὐτήν. Ἡ Σοφία τὸ ἐζύγισεν εἰς τὴν χεῖρα, ἐβεβαιώθη, ἂν καὶ τὸ ἤξευρεν, ὅτι ἦτο γεμᾶτον, ἐστάθη μίαν στιγμήν, διὰ νὰ ἀκροασθῇ ἀκόμη. Δὲν ἀπεφάσισε νὰ ἐξυπνήσῃ τὴν ἀδελφήν της, ἥτις εἶχεν ἀποκοιμηθῆ πρὸ μικροῦ.
Ἐβάδισε τρία βήματα πρὸς τὴν θύραν τὴν ἄνευ παραθύρου, ὄπισθεν τῆς ὁποίας ἔρρεγχεν ὁ γερο-Σταμάτης. Ἔκυψε, τοῦ ἔθιξε τὸν ὦμον, τὸν ἔσεισεν. Ὁ γέρων ἔβλεπε νεανικὰ ὄνειρα εἰς τὸν ὕπνον του. Μόλις ᾐσθάνθη τὸ σείσιμον, ἐγύρισε νὰ στραφῇ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, κ᾿ ἐμορμύρισε μὲ θρηνώδη φωνήν:
― Τί μὲ πικραίνεις, Κατερίνα, Κατερινάκι μου;… Γονάτισα, μοιρολόησα ἀπάνω στὸν τάφο σου, σὰ γυναίκα… σοῦ εἶπα τόσα λυπητερὰ τραγούδια.
Ἐνθυμεῖτο τὴν μακαρίτισσαν τὴν γυναῖκά του, ὁποὺ τὴν εἶχε θάψει πρὸ ἑπτὰ ἐτῶν καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε παρηγορηθῆ διὰ τὴν στέρησίν της.
― Μπαρμπα-Σταμάτῃ σήκω!… ἦρθαν κεῖνοι πού ᾽λεγες… Μᾶς περικύκλωσαν ἀπόξω.
Καὶ πάλι τὸν ἔσεισε σφοδρότερον εἰς τὸν ὦμον. Ὁ γερο-Σταμάτης ἔτριψε τὰ ὄμματα, ἔκαμε ν᾿ ἀνασηκωθῇ, καὶ πάλιν ἔπεσεν εἰς τὸ πενιχρόν, σκληρὸν προσκέφαλον ἡ κεφαλή του. Ἐντοσούτῳ τὴν ἀνεγνώρισε.
― Τί μολογᾷς, Σοφία; τῆς εἶπε. Γλυκὸς ὁ ὕπνος τὴν αὐγή.
― Δὲν εἶναι ἀκόμη αὐγή, μπαρμπα-Σταμάτη, εἶπεν ἀγωνιῶσα ἡ Σοφία, μὰ εἶναι ἀπόξω, εἶναι… ποὺ τὸ μάτι τους νὰ βγῇ!
― Καὶ τί θὰ καταλάβῃς νὰ τοὺς βγῇ τὸ μάτι, Σοφία; εἶπεν ἐμπνεόμενος εἰς ἀντιλογίαν, μὲ ὅλην τὴν νύσταν του, ὁ Καρδοπάκης. Μήπως θ᾿ ἀποχτήσῃς ποτέ σου ἐσὺ τρία μάτια; Πάντα μὲ δυὸ μάτια θά ᾽σαι.
―Ἄχ! χρειάζονται τέσσερα μάτια τὴν ὥραν αὐτήν, ἀπήντησε μὲ πάθος ἡ Σοφία.
Ἐκράτησε τὸν γέρον ἀπὸ τῶν δύο ὤμων, καὶ τοῦ εἶπε μὲ τόσον ἁπαλήν, ἀλλὰ καὶ λεπτὴν φωνήν, ὥστε καὶ κωφὸς θὰ ἤκουε:
―Ἀκοῦς, γέρο;… Ἦρθαν ἐκεῖνοι, νὰ μᾶς κλέψουν τὴν Λουκρητία, ἢ νὰ μᾶς πάρουν τὸν μύλο καὶ τὰ κτήματα… Ἔχω ἐδῶ τὸ ρεβόλβερο… Σήκω, νὰ ἰδοῦμε τί θὰ κάμωμε… μὴ μᾶς σπάσουν τὴν πόρτα, γερο-Σταμάτη.
Ὁ γέρων ἔτριψε τὸ μέτωπον, τὴν κεφαλήν, καὶ τοὺς κροτάφους του, καί εἶπε:
― Τότε, σιωπή. Μὴ μᾶς ἀκούσουν… Τσιμουδιὰ μὴ βγάλῃς… γιὰ νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶν᾿ ἐδῶ κανείς.
―Ἄ! ὅσο γι᾿ αὐτό, εἶπεν ἡ Σοφία, θὰ μπορούσαμε νὰ κάμωμε τὸν ψόφιο, μπαρμπα-Σταμάτη. Τί σὲ θέλαμε σένα;… Μπάρμπα, νὰ φύγῃς. Νὰ φερθοῦμε…
―Ἀμέσως! ἀλέστα*! βάρ᾿ τα, χάλασ᾿ τα! ἔκραξε τότε ὁ Καρδοπάκης καὶ ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὴν στρωμνήν του.
Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἐξυπνήσει κ᾿ ἡ Λουκρητία, ὡς νὰ τῆς ὡμίλησέ τις καθ᾿ ὕπνον εἰς τὸ ὠτίον καὶ νὰ τῆς εἶπε: Σήκω. Ἐσηκώθη, ἔτριψε τὰ μάτια της, κ᾿ εἶπε:
― Τί τρέχει;
*
* *
Οἱ ἄνθρωποι εἶχον ἔλθει πράγματι ἔξωθεν τοῦ μύλου, κ᾿ ἡ Σοφία δὲν εἶχεν ἀπατηθῆ εἰς τὴν ἀυπνίαν της. Ἦσαν τρεῖς νέοι κρατοῦντες τουφέκια, ὁ Κῶτσος ὁ Κ., ὁ Ἀντώνης ὁ Β. καὶ ὁ Ἀλέκος ὁ Π., δημοδιδάσκαλος «ἀριστοβάθμιος» τῆς νέας ἐποχῆς. Ἐξ αὐτῶν ὁ πρῶτος ἴσως εἶχε μέσα του σκοπὸν καὶ ἀπόφασιν, τῇ βοηθείᾳ τῶν φίλων του, τοὺς ὁποίους εἶχε κατηχήσει, ν᾿ ἁρπάσῃ τὴν Λουκρητίαν, νὰ τὴν στεφανωθῇ λάθρα, καὶ νὰ λάβῃ τὴν προῖκά της διὰ ψυχολογικῆς βίας ἀπὸ τὴν κληρονομίαν τῆς Σοφίας ἐκ τῆς περιουσίας τοῦ μακαρίτου. Ὁ δεύτερος, ὅστις ἦτο συγγενὴς τοῦ ἀποθανόντος, μὲ ἀπροθυμίαν ἐφαίνετο νὰ ἐπινεύῃ εἰς τὸ σχέδιον τοῦτο, μὲ τὴν πλαγίαν σκέψιν νὰ στενοχωρήσῃ τὴν Σοφίαν, διὰ νὰ «τὸ κάμῃ χειρότερα», ὡς ἔλεγεν. Ὁ τρίτος ἤρχετο ἁπλῶς διὰ «ρομάντζα», ὅπως λάβῃ πεῖραν πῶς κλέπτονται τὰ κορίτσια.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὅταν εἶχε σηκωθῆ ἡ Λουκρητία, ἠκούσθη βραδὺς καὶ μελετημένος κτύπος εἰς τὴν οἰκίαν. Ἐκεῖνος, ὅστις εἶχε κρούσει τὴν θύραν, ἐφαίνετο ὅτι ἐκτύπα ἄλλον τόσον ἡ καρδία του, καὶ δὲν ἦτο πρόθυμος νὰ ἐπαναλάβῃ τὸν κτύπον δευτέραν καὶ τρίτην φοράν. Ἐντούτοις μετὰ δύο λεπτὰ δεύτερος κτύπος ἠκούσθη, ἀκόμη μαλακώτερος.
Εἰς τὸν κτύπον τοῦτον ἀπήντησεν ἄλλος κρότος, γνώριμος εἰς ὅλων τὰς ἀκοάς. Ἡ Σοφία ἔσυρε τὴν σκανδάλην τοῦ πιστολίου της καὶ ἀνεσήκωσε τὸν λύκον.
Συγχρόνως ἠκούσθησαν ψιθυρισμοὶ ἔξωθεν, ὡς νὰ συνεννοοῦντο μεταξύ των οἱ πολιορκηταί. Κάτωθεν τοῦ μικροῦ πατώματος πρὸς τὸν τοῖχον ἤχησεν ἀλλόκοτος, ἀσυνήθης κρότος.
Ἡ Σοφία ἔβαλε τὸν δάκτυλον στὸ στόμα καὶ ἀκουσίως ἐγέλασε.
― Τὴν φτερωτή… Τὴν φτερωτὴ σπάζουν· γιὰ νὰ μποῦν ἀπ᾿ τὴ μυλότρυπα.
―Ἐκεῖ εἶναι διαβολότρυπα, εἶπεν ὁ γέρων Σταμάτης.
Καὶ συγχρόνως χωρὶς νὰ συμβουλευθῇ τὰς δύο κόρας, ἔβαλεν ἀγρίαν φωνήν:
― Μωρέ, τί κόσμος εἶν᾿ ἐδῶ; Στοιχειὰ ἦρθαν ἀπόξου, νὰ μᾶς φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανᾶ… δῶσ᾿ μου τὸ τουφέκι νὰ ρίξω. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο, ψηλά, ψηλά, ἀπ᾿ τὸν φεγγίτη ἐκεῖ!…
Ἡ θεατρικὴ αὕτη κραυγὴ ἔσχε τὸ ἀποτέλεσμά της. Πρῶτος ὁ δημοδιδάσκαλος ἔδωκε τὸ σημεῖον τῆς ἀποχωρήσεως. Δεύτερος τὸν ἐμιμήθη ὁ συγγενὴς τοῦ μακαρίτου, καὶ τελευταῖος ἔφυγεν, ἅμα εἶδεν ὅτι ἀπεμονώθη, ὁ Κ., ὁ ἐπιχειρηματίας καὶ ἐραστὴς τῆς Λουκρητίας. Καὶ οὕτως ἐφηρμόσθη καὶ ἐδῶ, ὅπως πάντοτε, τὸ Εὐαγγελικόν: Καὶ ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι, καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι.
(1914)
1. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀρχαίου ἐπιγράμματος εἶναι: Εἰπὲ ὅτι τὴν ἀγαπῶ – θὰ τὸ πῶ.
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/413-04-63-ta-symbanta-ston-mylo-1914