ΠΟΥ ΣΕ ΒΡΙΣΚΩ ΧΩΡΑ ΜΟΥ…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

keimeno
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Κει που σε βρίσκω χώρα μου είναι οι τόποι της ψυχής μου, που ζητούν ρίζα σ’ εσέ, στοιχειωμένη στη γης, δεμένη στην ευγένειά σου. Αναζήτα λοιπόν ψυχή τους τόπους σου κι απάντεχε στην Ελλάδα της ωραιότη σου…
Βρίσκω τη χώρα μου σ’ ό,τι η ψυχή μου αναζητά ως σημαντικό στους τόπους της, ό,τι μικρό κι απλό, ό,τι αγνό και θαρρετό, ό,τι πλέριο και σύστολο την κάμει να πάλλει από ζωή κι απ’ αίσθηση, μπόι να παίρνει από τις αξίες της και πνοή να φέρνεται με την ανάσα της.
Σε βρίσκω χώρα μου στην άχνα του πελάου σου σαν ο φλοίσβος απαλαίνει τις αισθήσεις και το πελαγίσιο αγέρι μουρμουρίζει φέρνοντας ολοτρόγυρα και μεθυστικά την ανασαιμιά της θάλασσάς σου.
Σε βρίσκω χώρα μου στην αναζητητή γιαλόπετρα του κόλπου σου, στην ασημίζουσα άμμο σου, που γλυκαίνει τον γήλιο στην αντανάκλασή του πάνου της κάμοντας ποιητικές τις ακρογιαλιές και μεθυστικιά την αρμυρή μοσκοβολιά της ξηρότης σου.
Σε βρίσκω χώρα μου στην ορεχτικιά δροσερή σου άρμη και στην αλισάχνη που πασπαλίζει τα μαλλιά κάμοντας αλατισμένο το σύμπαν να προσλαμβάνεται στην ξερή σου αγερωχία.
Σε βρίσκω χώρα μου στο ρημμοκλήσι της κορυφής σου, στον κάθε Αι-Λια και Αι-Νικόλα, οπού ωσά βίγλα στέκονται στο ρηχτό κορμί σου, και γένονται σεβαστικά σύμβολα της καρτερίας σου μα και της αγιοσύνης σου.
Σε βρίσκω χώρα μου στ’ αερικά βουνά σου, στα βραχόβουνα και στα δασοτόπια σου, τα γιομάτα την πνοή των λόγγων σου και των γυμνών πλαγιών σου, που δίνουν ένταση και λαλιά στη πάλη της φύσης με τα στοιχεία της, κάμοντας το σύμπαν να βοά ζωή˙ μια ζωή που την αισθάνεσαι κι ας μην τη βλέπεις, καθώς στέργεται ολούθε και συντονεί την πλάση, χωρίς ν’ αποδίνεται.
Σε βρίσκω χώρα μου στον ηλίβατο τόπο σου, στο πετραδερό μονοπάτι σου, το γιομάτο τρόχαλους κι αγκωνάρια, που κάμνουν το πόδι γυμνασμένο νάναι στην πόνεψη της γης, για νάναι φλογισμένη η βηματιά κι ασκημένη στη μπόρεσή της.
Σε βρίσκω χώρα μου στη γη που γεννά χορτάρι και καλεί τον αμνό να χορταστεί, το άλογο να βοσκήσει, το ζουζούνι να βυζάξει, την κόρη να κυλιστεί πάνου στο γήινο χαλί και να οσμιστεί τη δημιουργία στην πρωτογένειά της, να πυρωθεί από τον έρωτα της γης και να φουσκώσει τα στήθη της με χόρταση.
Σε βρίσκω χώρα μου στο τζιτζίκι σου, τον ελληνόφωνο τέττιγα, που χαίρει την πλάση, που της δίνει κανόνα μουσικό, παρά τη μονοτονία του, στην πύρα του καλοκαιριού, κάμοντας αλαναρία το σύμπαν, συμμέτοχο ως όλον στην ευφροσύνη της φύσης, που χαίρεται τη ζωή.
Σε βρίσκω χώρα μου στου ελατιού σου το δασό τόπο, στο γιομάτο πληθώρα φύσης βουνό σου, στον ορεινό σου φυσικό πλούτο του μαυρόπευκου, της ερυθρελάτης, της δρυός, της οξυάς, της καστανιάς…
Σε βρίσκω χώρα μου στον ξέρακα της χαρακωμένης γης σου και στο απειλητικό χειμάρρι σου, στα καβάκια της ακροποταμιάς, στον ρύακα του αγρού και στο γιομάτο ποτάμι του κάμπου σου, που σε ρέουν και σε γιομίζουν ζωή.
Σε βρίσκω χώρα μου στων αγριοβοτάνων σου τον ευωδερό παράδεισο –του θυμαριού, της ρίγανης, του δίκταμου, του φασκόμηλου, της κάπαρης, του αμάραντου, του φλισκουνιού…–, στου φρυγάνου τη γιομάτη φύση μυρουδιά σου –του φλόμου, της ασφάκας, της λαδανιάς, της ψυλλήθρας…–, που κάμνουν το σύμπαν σου ιδιότροπο μα βλογημένο και μοναδικό.
Σε βρίσκω χώρα μου στου θάμνου σου το ρουμάνι, στους λόγγους με τις κουμαριές, τα ρείκια, τα σπάρτα, τους πρίνους…, στους χερσότοπους με τις αχαμνές γκορτσιές, τις κουτσουπιές, τις χαρουπιές, τις συκιές…, όλα τους με την αξία της φυσικής τους προόρησης.
Σε βρίσκω χώρα μου στου πεύκου την πνιχτή ανάσα ρετσινιού και στου κυπαρισσιού σου το σχήμα, στης ελιάς το στέργιο περβόλι και στις οπώρες της γης σου, στο ρημοδένδρι του βραχόβουνου και στης ξεροβραχιάς σου την εσθήτα.
Σε βρίσκω χώρα μου στο βούισμα των μελισσών σου και στο ανθοτόπι της φύσης σου, στον ίσκιο των σπανών βουνών σου, στ’ άνυδρο τοπίο της φρυγμένης γης σου, οπού γένεται παράδεισος ζωής το εκεί «πλουσιότατον του ελαχίστου».
Σε βρίσκω χώρα μου στο χαμομηλάκι των ξέφωτών σου, στο χωράφι με τις παπαρούνες, στον γιομάτο ανθούς της άνοιξης αγρό σου, οπού σκορπιέται η παντοχαρά της φύσης σου και γέμεται ο έντρυφός σου πονητής στ’ ολόγιομό σου σύμπαν.
Σε βρίσκω χώρα μου στον ήλιο σου τον πυρό, τον γλυκύ και πρόσχαρο, τον φιλικό στις αισθήσεις, που φτιάχνει φως ελληνικό, καθαρό, αιθέριο, λαμπερό, φεγγερό, αποκαλυπτικό, μα ταυτόχρονα αυστηρό −λόγω της διαφάνειας που προκαλεί−, και κάμνει ευδία την ημέρα, και τον τόπο κατάδηλο και καταλάμπον.
Σε βρίσκω χώρα μου στον ασβέστη των τοίχων, των πεζουλών και των κατωφλιών των σπιτιών σου, π’ ευωδούν παστρικότητα κι έχουν την αψύτητα της καθαρότητάς σου, κατακλυσμένος είν’ ο άσπρος οικισμός από ανάλαμπον φως, τηλαυγές, όλο λευκότη, που παραπέμπει στην αγνότη του πολιτισμού σου.
Σε βρίσκω χώρα μου στο μικρό σου αυλιδάκι, που γέμεται από τους μοσκιούς βασιλικούς της γλάστρας και από τα πάνχρωμα γεράνια της αλτάνας, από τις βιολέτες των βραγιών και τα μοσχομπίζελα, τους άνηθους, τους μαϊντανούς, τους δυόσμους των αυλακιών του κηπάκου, από την κορομηλίτσα της ακρούλας του και από τη λεμονιά του ντενεκέ.
Σε βρίσκω χώρα μου στο χειροποίητο θάμα σου, στη μορφογέννησή σου, στην κέντηση της γης σου, στις αυλακιές των λόφων σου, στις ξερολιθιές και στους πετρότοιχούς σου, στις απαλές ζαρωματιές του εδάφους σου, οπού δεντρά φυτρωμένα στέκουν στους αρμούς σου και καλλιέργειες μικρές συντηρούνται, ολιγοαπαιτητές.
Σε βρίσκω χώρα μου στις στεναξιές και στον ιδρώ των ανθρώπων σου, στις αγιές βυζαντινές φιγούρες των πονητών σου, π’ ακολουθούν το παράδειγμα της γης και φτιάχνουν πόνεμα ζωής σε μιαν ένστιχτη, εναρμόνια του τόπου πράξη, κι έχουν γι’ αυτό ευγνωμοσύνη και τιμή στο δημιουργό.
Σε βρίσκω χώρα μου στον αληθινό κι απροσποίητο Έλληνα, τον βιωτικό, τον γαιώδη άνθρωπο, τον ταπεινό κι απερηφάνευτο, με την απλή μα γιομάτη πνεύμα γνώμη, τον γουστόζο που κάμει τη ζωή πανηγύρι ζώντας την όπως πρέπει, κατά το μέτρο της, που το φτιάχνει αυτός κι όχι οι ανάγκες της κοντοζωής, και ζει ως τέτοιος μ’ ευγένεια, που τη βγάνει από την καρδιά του, σύμφωνα με το ήθος του.
Σε βρίσκω χώρα μου στου τεχνίτη την τέχνη, στην εύμορφη έμπνευση του λαϊκού δημιουργού, που είτε ως μάστορας είτε ως καλλιτέχνης αποδίδει την ποίησή του ως πράξη βιωτική ή αισθητική, ως έργο πρακτικό ή καλλιτεχνικό, που πάντως το λες τέχνη.
Σε βρίσκω χώρα μου στην πλατεία του χωριού σου, με τον πλάτανο και τον καφενέ από κάτου του, που βοά από ζωή ως πόλος της κεντρομόλας βίωσης του τόπου, και πιο κει σε βρίσκω, στο πλακόστρωτο σοκάκι και στα λιθόστρωτα καλντερίμια του οικισμού.
Σε βρίσκω χώρα μου στη δωρική σου εντέλεια, στους αρχαίους τόπους σου, τους γιομάτους πνεύμα κι αίσθηση, στο συγκλονισμό της ευθύνης νάσαι απόγονος του βαριού σου παρελθόντος.
Σε βρίσκω χώρα μου στο χούμο των μυθολογιών σου, στο πνεύμα το αρχαίο σου, στη βυζαντινή σου ταπείνωση, στην ορμήνεια των παροιμιών σου, στην ηχώ των παραμυθιών σου, στο πνεύμα κα την τέχνη των δημοτικών σου τραγουδιών, στη λαϊκή σου διάνοια, στην παράδοσή σου, στο μέσα σου που δεν άφησες να χερσώσει.
Σε βρίσκω χώρα μου στο αγιόκλημα και στο γιασεμί των θερινών σου κινηματογράφων, που μοσκόβολα γέμουν την ελληνική νύχτα και δίνουν στη μέθεξη της θέασης χαρακτήρα ποιητικό, την αίσθηση της συμμετοχής στην τέχνη του έπαφου, γενόμενος ο συμμέτοχος παυσανίας των αισθήσεων.
Σε βρίσκω χώρα μου στο ταβερνάκι της ακροθαλασσιάς με την καλαμωτή, με το ουζάκι και τους μεζέδες, με τα μπηγμένα πόδια των καρεκλών στην άμμο από το βάρος των καθήμενων σε αυτές, με το αγεράκι ν’ αναμαλλιά και το ελαφρύ κύμα να κρυφοπαίζει προσπαθώντας να φτάσει τα πόδια των θαμώνων, χωρίς να το καταφέρνει.
Σε βρίσκω χώρα μου στον υπαίθριο βίο σου, με τις αλάνες των ομαδικών παιχνιδιών, με τη γειτονιά οπού συντελείται η ευφορία της μέθεξης, με τ’ ανθισμένα μπαλκόνια του χαμογέλιου και των μοσκοβολιών, με τα δροσερά πρόσωπα των κοριτσιών στη βόλτα τους, που πειράζονται ακκίζοντας, κι ευωδούν έρωτα.
Σε βρίσκω χώρα μου στο λιβάνι της μάνας και στην πίγκωση του λιβανιστικού καπνού, στη μεθυστική μυρουδιά του θυμιάματος και στην προσευχή που τη συνοδεύει, συμπληρούμενη από ευχές και δοξασίες.
Σε βρίσκω χώρα μου στην ψυχή των τόπων σου και στο γέλιο των ανθρώπων σου, στην υπεραξία των τοπίων σου και στη δύναμή σου να πνοείς… Και σε αυτό σου το ύψος σε προσλαμβάνω και σε κάμνω συνείδησή μου…
———- ♦ ———-
(απόσπασμα από το προς έκδοση βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “Το ελληνικό τοπίο. Σπουδή του τόπου και θεώρηση του ελληνικού τοπίου”)
(φωτογραφία: Γιώργος Σεφέρης, Τράπεζα Αχαϊας, 1939)
https://dasarxeio.com/2017/11/16/155-8/

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ