Σύμφωνα με την Ομηρική μυθολογία, οι ανθρώπινες ψυχές μετά τον χωρισμό τους απ” το σώμα πηγαίνουν «στα δώματα του Άϊδος» σαν «είδωλα» των νεκρών (βροτών είδωλα καμόντων), δηλαδή «ομοιώματα νεκρών» ή αλλιώς ψυχές «ολόιδιες με σκιές». Η ιδέα του νεκρού πτώματος που προκαλούσε ανέκαθεν φόβο και αγωνία στους ανθρώπους λόγω των πανάρχαιων αντιλήψεων ότι ο νεκρός είναι εστία μόλυνσης (μίασμα), είναι ξένη στην «εσχατολογία» του, μολονότι στον Όμηρο (και στον Ησίοδο) χρησιμοποιείται συχνά η λέξη νέκυς («νεκρός»).
Αυτή η σημαντική αλλαγή στην ομηρική εικόνα για τον Κάτω Κόσμο και τις μεταθανάτιες αντιλήψεις θεωρήθηκε από τους ερευνητές ως τυπικό παράδειγμα ελληνικής προόδου, καθώς στην επική ποίηση οι αντιλήψεις των νεκρών ψυχών είναι «απελευθερωμένες από πανάρχαιες δεσμεύσεις».
Στην Οδύσσεια, λοιπόν, ο θεός Ερμής έχει την εξουσία να αποκοιμίζει ή να ξυπνάει από τον ύπνο τους ανθρώπους, όπως ακριβώς έχει τη δύναμη να οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων στον Κάτω Κόσμο, περνώντας τους – όλες σαν σκιές- από το «λιβάδι του ασφοδέλου», το οποίο συνορεύει με τη «χώρα των ονείρων» (δήμος ονείρων). Επίσης, όπως ο Αχιλλέας θέλει να αγκαλιάσει τον Πάτροκλο, έτσι και ο Οδυσσέας στον Κάτω Κόσμο συνομιλώντας με τη μητέρα του Αντίκλεια προσπαθεί τρεις φορές να την αγκαλιάσει, αλλά εξαπατάται, γιατί η ψυχή της μητέρας του είναι «είδωλον» και σαν «όνειρο» και «σκιά» πετιέται κάθε φορά μέσα από τα χέρια του, «μεγαλώνοντας τον πόνο του».
Συγκρίνοντας κανείς τα παραπάνω χωρία της Οδύσσειας με τα χωρία της Ιλιάδας για τους δίδυμους αδελφούς (δηλαδή τον Ύπνο και τον Θάνατο) και τη γνωστή παράστασή τους να κουβαλούν το πτώμα του Σαρπηδόνα, μπορεί μιλήσει για ομηρική αναφορά στη σχέση ανάμεσα στο όνειρο και την ψυχή, η οποία είναι ενδεικτική της σχέσης του ύπνου με τον θάνατο.
Όπως αναφέρει ο Rohde, σύμφωνα με την ομηρική άποψη, οι άνθρωποι ζουν δύο φορές• την πρώτη με μια σωματική και ορατή μορφή, και την άλλη σαν μία αόρατη «εικόνα» που ελευθερώνεται μόνο τη στιγμή του θανάτου, δηλαδή ως Ψυχή. Στο συγκεκριμένο συμπέρασμα βοήθησε η εμπειρία ενός άϋλου ομοιώματος της ανθρώπινης υπόστασης, όπως εκδηλώνεται στο όνειρο και στις λιποθυμίες. Ο Πίνδαρος (απόσπ. 131), με μεγαλύτερη βέβαια σαφήνεια απ” τον Όμηρο, αναφέρει ότι το σώμα υπακούει στον παντοδύναμο Θάνατο, αλλά η εικόνα του ζωντανού πλάσματος συνεχίζει να ζει «μιας και μόνο αυτή προέρχεται από τους θεούς» (δοξασία που φυσικά δεν είναι ομηρική), και αυτό διότι αυτό το είδωλον (ψυχή) κοιμάται, όταν τα μέλη είναι δραστήρια, αλλά όταν το σώμα κοιμάται, το άτομο ονειρεύεται.
«Ο κόσμος της εικόνας-ψυχής είναι ο κόσμος του ύπνου», γράφει χαρακτηριστικά ο Ε. Rohde και διευκρινίζει ότι, «μολονότι το σώμα βυθίζεται στον ύπνο, ακίνητο, ο κοιμισμένος ζει στο όνειρό του και βλέπει πολλά και παράξενα και θαυμαστά πράγματα». Το ίδιο συμβαίνει και σε στιγμές «λιποθυμίας», όπου το σώμα «ναρκώνεται» και η ψυχή φαίνεται να το εγκαταλείπει προσωρινά -άλλωστε υπάρχει η ομηρική έκφραση «η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα»-, αλλά το άτομο που λιποθυμά εξακολουθεί να ζει. Έτσι και στην περίπτωση του θανάτου, μολονότι η ψυχή δεν θα επιστρέψει ποτέ στο σώμα, δε θα χαθεί στην ανυπαρξία, όπως δε χάθηκε στους παροδικούς αποχωρισμούς της «λιποθυμίας».
Οι επικοί ποιητές, λοιπόν, εκφράζοντας τις μεταθανάτιες ιδέες της εποχής τους, παρομοιάζουν τον Θάνατο με τον Ύπνο ή και το αντίθετο. Έτσι ο Όμηρος, παρομοιάζοντας τον ωραίο και ήσυχο ύπνο του Οδυσσέα πάνω σε πλοίο, την ώρα που πλέει προς την Ιθάκη, με τον θάνατο, γράψει χαρακτηριστικά ότι «βάραινε τα βλέφαρά του ένας ύπνος ήσυχος και γλυκός, ολόιδιος με το θάνατο».
Κατά τον Ησίοδο, ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί, έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στα Τάρταρα, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει». Ο πρώτος (ο Ύπνος) τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους, ενώ ο δεύτερος (ο Θάνατος) είναι σκληρός και ανάλγητος θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ” αυτούς ακόμη τους αθάνατους θεούς.
Ο Ύπνος στον Όμηρο, αντίθετα από τον Ησίοδο, δεν έχει την κατοικία του στα Τάρταρα, αλλά στη Λήμνο και εκεί, με τη βοήθεια της Ήρας, παίρνει γυναίκα του την Πασιθέη (μία από τις Χάριτες). Ο μύθος αναφέρει ότι η Ήρα, η οποία ήθελε να αποκοιμίσει τον Δία για να επηρεάσει η ίδια τη διεξαγωγή του Τρωικού Πολέμου, πήγε στη Λήμνο, συνάντησε τον Ύπνο και, αφού τον προσφώνησε «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ” ανθρώπων», του υποσχέθηκε να του δώσει για γυναίκα του την Πασιθέη, με την προϋπόθεση όμως ο Ύπνος να κρατήσει κοιμισμένο για ένα διάστημα τον πατέρα των θεών. Τελικά ο Ύπνος, αφού πείσθηκε από την Ήρα, κατάφερε ν” αποκοιμίσει τον Δία, πλησιάζοντάς τον με τη μορφή ενός πουλιού της νύχτας (νυχτοπούλι).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι τον Ύπνο οι καλλιτέχνες τον φαντάζονταν και τον παρίσταναν νέο με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους, καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς χύνει υπνωτικούς χυμούς, κουνώντας τα φτερά του.
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση της λήξης της ζωής, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο «μόρος» και το ουσιαστικό «κηρ», ενώ υποδηλώνεται ακόμη με τις φράσεις «μαύρη μοίρα» «κήρ μέλαινα», «ερεβενή νυξ», «νυξ μέλαινα», «νηλεές ήμαρ», «μόρος αινός», «στυγερόν σκότος», «θανάτου μέλαν νέφος», «μοίρα κακή θανάτοιο», «κηρ κακή μέλανος θανάτου», «τέλος θανάτοιο». Ο Ησίοδος χαρακτηρίζει τις Μοίρες και τις Κήρες, τις αδελφές του Θανάτου και θυγατέρες της Νύχτας, ως «νηλεόπηνοι», δηλαδή αυτές που τιμωρούν ανελέητα, χαρακτηρισμός που συνήθως αφορά τις Ερινύες.
Ως προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης «μελάμπεπλος άναξ νεκρών», «κακός», «τανηλεγής», «αιέννυπνος», «δυσηλεγής», «δυσηχής» κ.λπ. Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται «κακός δαίμων», «βαρύς», «άκριτος», «λυπηρός», «βάσκανος», «αλόγιστος», «κακός», κ.ά. Μερικές φορές πιστεύεται ότι έπινε και το αίμα των νεκρών.
Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και μάλιστα από τη Μοίρα και την Αίσα. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, «εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς στυγουμένους». Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη. Ο Θάνατος δε δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο οποίος «ου δώρων ερά», ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι. Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες• με άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Γι” αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του.
Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ (1574-8) ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη (24-76), μετριάζουν τη σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι” αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια». Πώς παριστανόταν όμως ο Θάνατος στην τέχνη;
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, όπως και τον αδελφό του Ύπνο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις. Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη.
Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα! Άλλωστε, έτσι περιγράφει και ο Όμηρος τη μεταφορά του «μισοπεθαμένου» ή «υπνωτισμένου» Σαρπηδόνα από το στρατόπεδο της Τροίας στην πατρίδα του, τη Λυκία, θανάσιμα χτυπημένο από τον Πάτροκλο, όχι όμως νεκρό ακόμη, διότι ο θεός πατέρας του Δίας δεν θέλει να εκπνεύσει ο Σαρπηδόνας μακριά από τους δικούς του.
Απεικονίσεις της καταλυτικής δύναμης του Θανάτου έχουμε και στην ασπίδα του Ηρακλή, στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και μαζί με τον Ύπνο στην αγκαλιά της μητέρας τους της Νύκτας στη λάρνακα του Κυψέλου. Ο Παυσανίας επίσης μας πληροφορεί για ένα άγαλμα του Θανάτου στη Σπάρτη.
Ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Στυγός, στα όψιμα ιστορικά χρόνια ήταν γνωστός στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ως δαιμονική υποχθόνια ύπαρξη. Αργότερα και κυρίως κατά την κλασική περίοδο, εξελίχθηκε σε πορθμέα των ψυχών, ίσως από ξενική επίδραση (αιγυπτιακή ή μινωική). Μερικές φορές ο Χάρων παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη, είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με το δικό του καραβάκι στην απέναντι όχθη της Αχερουσίας λίμνης, δηλαδή με το ακάτιόν του, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Ο Λουκιανός στο έργο του Περί πένθους, αναρωτιέται «εφόσον για να γίνει δεκτός στον Κάτω Κόσμο ο νεκρός πρέπει να έχει μαζί του έναν οβολό για την αμοιβή του περαματάρη (sic), δεν θα ήταν προτιμότερο να μην έχει «ναύλα» μαζί του, ώστε να τον στείλουν και πάλι πίσω στη ζωή»!
Ως θεϊκός πορθμέας ήταν εξαρτημένος από το βασιλιά του Κάτω Κόσμου (Άδης), ο οποίος είχε εγκρίνει και την αμοιβή του Χάρωνα με τον οβολό, απαγόρευε όμως τη μεταφορά ζωντανών ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αμοιβή. Αξίζει να μνημονεύσουμε τον γνωστό μύθο της κατάβασης του Ηρακλή στον Άδη, έναν από τους ελάχιστους μύθους για τον Χάροντα, σύμφωνα με τον οποίο, όταν ο Χάρων αρνήθηκε να μεταφέρει τον Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο, ο ήρωας κατάφερε να συλλάβει τον Χάροντα και, αφού τον ξυλοκόπησε, τον ανάγκασε να συμμορφωθεί με την επιθυμία του. Τότε ο Άδης τιμώρησε κι αυτός με τη σειρά του τον Χάροντα επειδή παραβίασε τις ρητές εντολές του.
Πάντως, η έννοια του Χάρωνα, σαν εκτελεστή των εντολών του Άδη και σαν πορθμέα ψυχοπομπού, είναι άγνωστη στον Όμηρο και στον Ησίοδο. Κατ” αυτούς οι ψυχές έφταναν στον Άδη μόνες τους ή με τη συνοδεία του πορθμέα Ψυχοπομπού Ερμή. Φαίνεται επομένως ότι ο Χάρων των αρχαίων Ελλήνων έχει καθαρά λαϊκή βάση. Συγκεκριμένα, μνημονεύεται για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα στο χαμένο έπος «Μινυάς», το οποίο αποδίδεται στον ποιητή Πρόδικο τον Φωκαέα. Είναι γνωστό ότι από μία σκηνή, σχετικά με τον Άδη, που υπήρχε στο έπος αυτό, εμπνεύστηκε, όπως προαναφέραμε, ο ζωγράφος Πολύγνωτος και ζωγράφισε σε τοίχο της Λέσχης των Κνιδίων στους Δελφούς τον Χάρωνα, σαν γέροντα πορθμέα, να μεταφέρει από τη μια όχθη του Αχέροντα ποταμού στην άλλη, τις ψυχές του έφηβου Τέλιδα και της κόρης Κλεοβοίας.
Από την τοιχογραφία αυτή στη Λέσχη των Δελφών προέκυψαν μεταγενέστερες παραδόσεις και εμπνεύσεις των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών για τον Χάρωνα (Χάροντα), ο οποίος από τότε μνημονεύεται από τον Αισχύλο, κυρίως τον Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη, τον Λουκιανό και τον Βιργίλιο, άλλοτε ταυτιζόμενος ή εναλλασσόμενος με τον Θάνατο και άλλοτε πάλι συγχεόμενος στη λαϊκή φαντασία με τον Θάνατο και τον Άδη. Μάλιστα ο Λουκιανός, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, στα έργα του αντιμετωπίζει τις νεκρικές αντιλήψεις και συνήθειες της εποχής του με ορθολογική κριτική και με ειρωνική και σκωπτική διάθεση, στο έργο του Κατάπλους ή Τύραννος παρουσιάζει τον Χάροντα να παραπονιέται στην Κλωθώ σαν επιχειρηματίας για διαφυγόντα κέρδη, αντιμετωπίζοντας εντελώς κερδοσκοπικά τον ρόλο του πορθμέα. Ο Ευριπίδης, Άλκηστις, χρησιμοποιεί για τον Χάροντα το επίθετο νεκροπομπός, το οποίο ο Λουκιανός και οι άλλοι συγγραφείς συνηθίζουν να χρησιμοποιούν για τον θεό Ερμή.
Ο Χάρων παριστανόταν συνήθως σαν ρωμαλέος αυστηρός γέροντας με ξανθά μαλλιά, με σπινθηροβόλα μάτια, μαυροφορεμένος, με βρώμικο χιτώνα από τις λάσπες του Αχέροντα ποταμού. Η μορφή του Χάροντα είναι πιο ήπια στα ανάγλυφα και τις νεκρικές ληκύθους της αττικής τέχνης, στα έργα της οποίας απεικονίζεται «με πολύ γλυκιά και γενικά υπομονετική και μελαγχολική φυσιογνωμία, σαν συμπονετικός φίλος των νεκρών».
Από τις διάφορες παραστάσεις του Χάροντα καλύτερη είναι αυτή της αττικής ληκύθου (Εθνικό Μουσείο), κατά την οποία απεικονίζεται «ως γέρων ναύτης του αρχαίου ναυτικού στόλου του Πειραιά, προς το πλοιάριο του οποίου ο Έρμης οδηγεί μια νεκρή, ενώ γύρω από αυτόν πετούν στον αέρα πολλές μικρές φτερωτές μορφές, δηλαδή οι ψυχές των νεκρών, τα είδωλά τους».
Τέλος, στις νεότερες λαϊκές παραδόσεις, ο ελληνικός λαός φαντάζεται το Χάροντα μαυροφορεμένο, καβαλάρη πάνω σε μαύρο άλογο, που στο πέρασμά του μαυρίζουν τα πάντα, να μεταφέρει τις ψυχές στο σκοτεινό βασίλειο. Με την πάροδο του χρόνου ο νεοελληνικός Χάρος έγινε τόσο δημοφιλής, ώστε αντικατέστησε πρώτα τον Άδη και ύστερα τον επίσης δημοφιλή Θάνατο των αρχαίων Ελλήνων.
pythiablog