Ενας Σερ κατευθείαν από τα σπλάχνα του λαού

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Ήταν σαν σήμερα, πριν από 11 χρόνια, απόγευμα της 7ης Απριλίου του 2005, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο «Σερ» του ελληνικού πενταγράμμου όπως ήταν γνωστός, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο, μετά από πολύμηνη νοσηλεία του, σε ηλικία 84 ετών.
Τρία χρόνια πριν είχε δηλώσει όταν ρωτήθηκε από τον Θανάση Λάλα σε μια συνέντευξη του για το αν φοβάται τον θάνατο: «Οχι, είναι νόμος. Σήμερα που μιλάμε πιστεύω ότι η ζωή μας είναι σαν μαραμένο φύλλο από δέντρο, που το παίρνει ο αέρας και το πάει τσάρκες. Αυτή είναι η τσάρκα της ζωής. Τόσο λίγο κρατάει στο διάστημα των αιώνων και των εκατομμυρίων χρόνων».
Και η τσάρκα του Μπιθικώτση ήταν πράγματι μια ξεχωριστή και συναρπαστική διαδρομή που τον ταξίδεψε από την φτωχογειτονιά του Περιστερίου, όπου και γεννήθηκε, κατευθείαν στο επίκεντρο του μαγικού κόσμου της μουσικής.
Ο Μπιθικώτσης γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 και ήταν το στερνοπαίδι μιας πολυμελούς φτωχικής οικογένειας. Ο Μπιθικωτσης έτσι αναγκάστηκε αν βγει στην βιοπάλη από πολύ μικρός εργαζόμενος αρχικά ως υδραυλικός σε μαγαζί στην Πλατεία Βάθης. Παράλληλα όμως άρχιζαν να εκδηλώνονται και τα πρώτα σημάδια της μεγάλης του αγάπης για την μουσική, μαθαίνοντας να παίζει κιθάρα από ηλικία μόλις 7 ετών.
Ήταν όμως το 1937 που το ταλέντο του θα βρει «διέξοδο» όταν ο 15χρονος τότε Γρηγόρης πήγε να ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν σε ένα μικρο ταβερνάκι λαϊκά τραγούδια υπό τους ήχους του μπουζουκιού. Οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες ήταν τα τρία «ιερά τέρατα» του ελληνικού πενταγράμμου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής.
Η νύχτα αυτή έμελε να αλλάξει την ζωή του νεαρού, που ενθουσιασμένος από την πρώτη του αυτή γνωριμία, λάτρεψε το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι.
Το 1947 στέλνεται στην Μακρόνησο όπου υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία ως πολιτικός κρατούμενος. Το 1948 θα συναντήσει τυχαία στην Κερατέα, τον Μίκη Θεοδωράκη, όταν ένα καμιόνι που μετέφερε κρατούμενους στο Λαύριο για να σταλούν από εκεί απέναντι στην Μακρόνησο, σταμάτησε σε μια βρύση για να πιουν λίγο νερό. Η γνωριμία αυτή θα καθορίσει την μελλοντική καλλιτεχνική του διαδρομή.
Η Μακρόνησος αποτέλεσε ίσως το μέρος στο οποίο ξετυλίχθηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, τόσο η αγάπη του για το τραγούδι όσο και το ταλέντο του στην μουσική. Εκεί θα γράφει το πρωί τραγούδια και το βράδυ θα διασκεδάζει τους αξιωματικούς του στρατοπέδου, παίζοντας τα τραγούδια του στην Λέσχη τους.
Εκεί θα γράψει και το πρώτο του τραγούδι, τον Νοέμβριο του 1947, «το καντήλι τρεμοσβήνει» σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη που ηχογραφεί τον Σεπτέμβρη 1949 όταν πια έχει εγκαταλείψει το κολαστήριο της Μακρονήσου.
 

Αυτό θα είναι η αρχή μιας μεγάλης παραγωγής τραγουδιών, πάνω από 200, που θα συνθέσει ο Μπιθικώτσης, μεταξύ αυτών «του Βοτανικού ο μάγκας»,«Σε τούτο το στενό», «Επίσημη αγαπημένη», «Τρελοκόριτσο», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα» και δεκάδες άλλα.
 
 

Η καταξίωση του όμως ήρθε ερμηνεύοντας τραγούδια των δυο γνωστότερων και πιο σημαντικών συνθετών της χώρας, του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζηδάκη. Η γνωριμία του άλλωστε με τον Μίκη που είχε προηγηθεί στα χρόνια της Μακρονήσου, είχε οδηγήσει σε μια πολύ στενή σχέση μεταξύ των δυο δημιουργών.
 
 

Συγκλονιστική η ερμηνεία του στον «Επιτάφιο» (Θεοδωράκης-Ρίτσος) και στο «Άξιον Εστί» (Θεοδωράκης-Ελύτης) που τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές.
 
Ο Δημήτρης Ψαθάς μάλιστα έγραψε ενα χρονογράφημα στα «Νέα»χαρακτηρίζοντας τον ως «Σερ Μπιθι», μια προσωνυμία που θα τον χαρακτηρίζει για το υπόλοιπο του βίου του, εμπνεόμενος από ένα του τραγούδι που έλεγε «μια βαθιά υπόκλιση, ένα χειροφίλημα».
Ο Μπιθικώτσης ερμήνευσε όλους τους σπουδαίους συνθέτες της εποχής, ενώ συνεργάστηκε και με τα μεγαλύτερα ονόματα του πενταγράμμου.
Από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζηδάκη μέχρι τον Ξαρχάκο και τον Μούτση και από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη μέχρι τις Πόλυ Πάνου και Βίκυ Μοσχολιού, τις οποίες και πρωτοσύστησε στο αθηναϊκό κοινό, ο Μπιθικώτσης συνεργάστηκε με ότι καλύτερο υπήρχε.
Μια δύσκολη περίοδος για τον Μπιθικώτση θα είναι η περίοδος της 7ετιας. Έχοντας θέσει τον Θεοδωράκη στην μαύρη λίστα και έχοντας απαγορεύσει τα τραγούδια του, η δικτατορία ανάγκασε τον Μπιθικώτση να αποστασιοποιηθεί από τις παλιές του «παρέες».
Πολλοί υποστηρίζουν ότι σε εκείνα τα χρόνια ο Μπιθικώτσης χάνει ακόμα και το καλλιτεχνικό του στίγμα, καθώς μεταξύ άλλων, τα τραγούδια του γίνονται πιο «ελαφρά». Είναι άλλωστε και ο πρώτος που τραγουδά τον «Ύμνο της 21ης Απριλίου» μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού στα «Δειλινά» στις 13 Ιουλίου του 1967. Λίγο νωρίτερα ο Μπιθικώτσης έλαβε μια επιστολή από τον Μίκη που τον καλούσε να μην συμμετάσχει στην  φιέστα, την οποία και προφανώς αγνόησε.
 

Μετά το τέλος της δικτατορίας οι δυο άνδρες θα ξανασυναντηθούν, όταν το 1976 ερμηνεύουν και πάλι το Άξιον Εστί, αυτην την φορά στο κατάμεστο Ηρώδειο και το 1978 κυκλοφορούν την τελευταία τους δισκογραφική συνεργασία, το «Οκτώβρης 78».
Ο Μπιθικώτσης θα δώσει την τελευταία του συναυλία το 1984 στο Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ θα τιμηθεί τελικά από την ελληνική πολιτεία για το έργο του το 2003 με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα.
 
Δυο χρόνια αργότερα, ο άνθρωπος που έδωσε μια νέα διάσταση στο έργο των σημαντικότερων συνθετών της χωράς με την χαρακτηριστική του φωνή και την ιδιαίτερη ερμηνεία του και έφερε πιο κοντά στον λαό σπουδαίους ποιητές όπως ο Ελύτης και ο Ρίτσος, άφησε την τελευταία του πνοή, σηματοδοτώντας το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ