75 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την άθλια και ύπουλη επίθεση των ναζιστικών στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας εναντίων της Ελλάδας. Σαν σήμερα στις 6 απριλίου 1941, ξεκινάει η “μάχη των οχυρών”.
Όπως τότε έτσι και σήμερα το ελληνικό Έθνος βρίσκεται αντιμέτωπο, με τον ολοκληρωτισμό της φασιστικής Γερμανίας η οποία έχει την αμέριστη συμπαράσταση των Ηνωμένων Πολιτειών και απο κοινού μαζί με τις εγχώριες δοσίλογες κυβερνήσεις, προχωρούν σε έναν ακόμα διαμελισμό της Ελλάδας.
Από 6 ως 10 Απριλίου 1941, οι μαχητές του Ρούπελ και των υπόλοιπων οχυρών της Γραμμής Μεταξά αντιμετώπισαν με ηρωισμό την επίθεση της 12ης γερμανικής στρατιάς υπό τον στρατάρχη Λιστ, αντιτάσσοντας την ανδρεία τους στην αριθμητική και τεχνολογική υπεροχή του αντιπάλου.
Η εισβολή άρχισε στις 6 Απριλίου 1941, στις 5.15′ το πρωί. Ενα τέταρτο νωρίτερα δηλαδή από τη στιγμή που επιδόθηκε η σχετική διακοίνωση στον Eλληνα πρωθυπουργό. Τα γερμανικά στρατεύματα προσέβαλαν τις ελληνικές θέσεις στη Μακεδονία, κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών και ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων.
Ταυτόχρονα με την Ελλάδα η Χιτλερική Γερμανία επιτέθηκε και στη Γιουγκοσλαβία ή δε επίθεση της και στις δύο χώρες πραγματοποιήθηκε με τρομακτική σφοδρότητα. Η γιουγκοσλαβική αντίσταση κατέρρευσε ταχύτατα και μεγάλα τμήματα του στρατού της γειτονικής χώρας υποχωρούσαν στο ελληνικό έδαφος.
Αντίθετα, ο ελληνικός στρατός στα οχυρά παρουσίαζε μια ανέλπιστη αντίσταση απέναντι σ’ έναν εχθρό απείρως ισχυρότερο. Κι αυτή η αντίσταση αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψιν ότι τόσο στο μέτωπο, όσο και στην Αθήνα – και στους στρατιωτικούς και στους πολιτικούς κύκλους- ήταν φανερή μια διάθεση για γρήγορη συνθηκολόγηση και παράδοση της χώρας στους Γερμανούς εισβολείς.
Τα πρώτα οχυρά επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου κατασκευάστηκαν την περίοδο 1913- 14, βάσει εισηγήσεως του τότε αντισυνταγματάρχη Ι. Μεταξά, διευθυντή της Β` Επιτελικής Διευθύνσεως. Τα οχυρά που κατασκευάστηκαν τότε ήταν εννέα: Ρούπελ, Φαιά Πέτρα, Περιθώρι, Λίσσε, Τούλουμπαρ, Παρανέστιο, Παράδεισος, Δόβα Τεπέ. Κατά τον μεσοπόλεμο και ιδίως επί πρωθυπουργίας Μεταξά η κατασκευή της γραμμής των οχυρών εντατικοποιήθηκε. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 ήταν σχεδόν ολοκληρωμένα 21 οχυρά:
* Περιοχή Μπέλες: Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι, Παλιουριώνες
* Περιοχή Αγκίστρου: Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη
* Περιοχή Αλή Μπουτούς και Μαύρο Βουνό: Περσέκ
* Υψίπεδο Κάτω Νευροκοπίου: Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Ντασαβλή, Λίσσε, Πυραμιδοειδές
* Περιοχή Βώλακα: Καστίλλο, Άγιος Νικόλαος, Μπαρτισέβα
* Ξάνθη: Εχίνος
* Κομοτηνή: Νυμφαία
Τα οχυρά είχαν αρχικά σχεδιαστεί με σκοπό την απόκρουση αιφνιδιαστικής επίθεσης από τη Βουλγαρία. Μετά την ανάληψη της αρχηγίας του ΓΕΣ από τον Αλέξανδρο Παπάγο, σχεδιάστηκε και η δυνατότητα χρήσης των οχυρών ως τοποθεσίας αντίστασης ολόκληρης της Στρατιάς και ως ορμητηρίου για την ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας προς τη Βουλγαρία. Οπωσδήποτε, εν όψει των δυνατοτήτων του βουλγαρικού στρατού αλλά και των διπλωματικών δεδομένων (στάση Γιουγκοσλαβίας) δεν είχε ληφθεί υπόψη η πιθανότητα παράκαμψης των οχυρών από ισχυρές μηχανοκίνητες δυνάμεις, όπως αυτές που παρέταξε ο γερμανικός στρατός.
Από τακτική άποψη, τα οχυρά επιτέλεσαν πλήρως το σκοπό τους, καθώς άντεξαν στις επιθέσεις (η κατασκευή τους θαυμάστηκε από τους Γερμανούς αξιωματικούς) και έφραξαν τη διέλευση του εχθρού μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα. Από επιχειρησιακή άποψη όμως, οι γερμανικές δυνάμεις πέτυχαν την παράκαμψη των οχυρών μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, καθώς η 2η τεθωρακισμένη μεραρχία κινήθηκε μέσω Στρώμνιτσας, Δοϊράνης και Κιλκίς προς τη Θεσσαλονίκη.
Η εφεδρεία του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), η ΧΙΧ μεραρχία, μηχανοκίνητη μόνο κατ” όνομα και με ελάχιστα τεθωρακισμένα, ήταν αδύνατο να ανακόψει τη γερμανική προέλαση, ενώ το αίτημα του διοικητή του ΤΣΑΜ, αντιστράτηγου Μπακόπουλου, να επιχειρηθεί πλευροκόπηση των γερμανικών δυνάμεων από την βρετανική 1η τεθωρακισμένη ταξιαρχία, δεν ικανοποιήθηκε. Κατόπιν τούτου τα πρώτα γερμανικά τμήματα έφτασαν στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της 8ης Απριλίου, καθιστώντας την αντίσταση των οχυρών μάταιη.
Το θρυλικό οχυρό Ρούπελ
Το οχυρό Ρούπελ ήταν το μεγαλύτερο από όλα τα οχυρά της «γραμμής Μεταξά», εκτεινόμενο σε μέτωπο 2.500μ. Περιελάμβανε 123 ενεργητικά σκέπαστρα, το ανάπτυγμα των υπόγειων χώρων ήταν 1.849 τ.μ., ενώ οι στοές συγκοινωνίας ανέρχονταν σε 4.251 μ. Η συνολική έκταση ήταν 6.100 μ. και το σύνολο της φρουράς ήταν 1.397 άνδρες. Το κόστος κατασκευής του ήταν 111.540.000 δρχ. Το οχυρό διέθετε:
•Πέντε αντιαρματικά πυροβόλα των 37 χιλ. στο λόφο Ουσίτας, στα αντερείσματα Μολών Λαβέ και στο λόφο Εξόδου
•Δύο ορειβατικά πυροβολεία 75/19 σε πυροβολεία πλαγιοφύλαξης
•Τρία πεδινά των 75 χιλ. σε ρόλο αντιαρματικής άμυνας του οχυρού σε ημιμόνιμα πυροβολεία (μαζί με τα δυο ορειβατικά συγκροτούσαν τον ουλαμό πυροβολικού του οχυρού)
•Τρία πεδινά πυροβόλα των 75 χιλ. σε αντίστοιχα αντιαρματικά περιπόλια επί της εθνικής οδού Κούλας – Σιδηροκάστρου
•Ένα κινητό αντιαρματικό των 47 χιλ. από ιταλικά λάφυρα
•Ένα αντιαεροπορικό των 20χιλ. στην Ουσίτα και ένα των 37 χιλ. στον Προφήτη Ηλία. Ήταν ακόμα εξοπλισμένο με 85 πολυβόλα, 5 όλμους, 25 οπλοπολυβόλα και 53 βομβιδοβόλα.
Από γερμανικής πλευράς, στη στενωπό του Ρούπελ ενήργησε το ανεξάρτητο 125ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε πείρα σε πόλεμο εναντίον οχυρών από τις μάχες της Γραμμής Μαζινό στη Γαλλία, μαζί με το 1ο Τάγμα του 100ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών, έχοντας αποστολή να διασπάσουν τη στενωπό και να καταλάβουν τη γέφυρα του Στρυμόνα στο νότιο άκρο της.
Το σχέδιο επίθεσης προέβλεπε προσβολή από τρεις πλευρές. Η μεσαία φάλαγγα, αποτελούμενη από το 1ο τάγμα του 125ου συντάγματος (Ι/125), θα διασπούσε την κυρίως στενωπό και θα εξασφάλιζε το ρήγμα καταλαμβάνοντας με επίθεση τις οχυρές θέσεις της δυτικής πλευράς του οχυρού Ρούπελ. Το τρίτο τάγμα του συντάγματος (ΙΙΙ/125) διατάχθηκε να επιτεθεί στην ανατολική πλευρά του οχυρού Ρούπελ, ενώ το δεύτερο τάγμα (ΙΙ/125) είχε αποστολή να προωθηθεί μεταξύ των οχυρών Ρούπελ και Καρατάς για να καταλάβει τη γέφυρα του Στρυμόνα και να αποκλείσει την έξοδο από τη στενωπό του Ρούπελ. Τέλος, από τη δεξιά όχθη του Στρυμόνα το 1ο Τάγμα Ορεινών Κυνηγών θα διενεργούσε επίθεση κατά του γειτονικού οχυρού Παλιουριώνες.
H γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05.15 της 6ης Απριλίου 1941, με βολές πυροβολικού και μαζικές επιθέσεις αεροσκαφών κάθετης εφόρμησης Ju-87 (γνωστότερων ως Stukas). Για τον κανονισμό των βολών πυροβολικού είχε μεταφερθεί στα βόρεια του Στρυμόνα ένα δέσμιο στη γη αερόστατο.
Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε γερμανική κίνηση με φουσκωτές βάρκες στον ποταμό, με σκοπό να διευκολυνθεί η επίθεση του Ι/125 τάγματος κατά μήκος του δρόμου. Σημειωτέον ότι η κίνηση αυτή έγινε από σκαπανείς του 125 Συντάγματος και όχι του συντάγματος Brandenburg, όπως λανθασμένα αναφέρουν κάποιες πηγές – το αρχικό γερμανικό σχέδιο πράγματι προέβλεπε συμμετοχή καταδρομέων του συντάγματος Brandenburg, αλλά αυτοί δεν είχαν φτάσει. Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική κίνηση απέτυχε, καθώς οι βάρκες καθηλώθηκαν σε συρματόπλεγμα που είχε προβλεφθεί από ελληνικής πλευράς για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και οι επιβάτες τους αποδεκατίστηκαν από τα συγκεντρωτικά πυρά των οχυρών.
Το Ι/125 γερμανικό τάγμα κινήθηκε ως την περιοχή του Προμαχώνα, όπου καθηλώθηκε από τα μαζικά ελληνικά πυρά, και ιδίως από τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού. Η επίθεση του ΙΙΙ/125 τάγματος στο αριστερό του οχυρού απέτυχε επίσης. Σε όλη τη διάρκεια της 6ης Απριλίου, τα συγκεντρωτικά πυρά του Ρούπελ, αλλά και τα πλευρικά πυρά των οχυρών Παλιουριώνες και Καρατάς προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στα τάγματα αυτά, αλλά και στα βαρέα όπλα του γερμανικού 125ου συντάγματος. Μόνον το ΙΙ/125 τάγμα μπόρεσε να εισχωρήσει ανάμεσα στο Ρούπελ και το Καρατάς και να βρεθεί το βράδυ στα νώτα του Ρούπελ, έχοντας όμως χάσει πάνω από τους μισούς άνδρες του.
Την αυγή του 7ης Απριλίου συγκροτήθηκαν τρεις περίπολοι του Ρούπελ με αποστολή την εκκαθάριση της περιοχής από τους εχθρούς και την αποκατάσταση της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη 14 αιχμαλώτων με 3 συσκευές ασυρμάτου και 2 όλμους. Όλη τη μέρα οι γερμανικές επιθέσεις κατά του οχυρού αποκρούστηκαν, με βαριές απώλειες. Η ελληνική πλευρά είχε και εκείνη απώλειες, ιδίως την καταστροφή της 2ης πυροβολαρχίας, που εντοπίστηκε και βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τα γερμανικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα το θάνατο του διοικητή της, λοχαγού Κυριακίδη. Όμως το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών παρέμενε υψηλό, σε βαθμό που υποδέχονταν τους βομβαρδισμούς με ζητωκραυγές. Μόνο το ΙΙ/125 γερμανικό τάγμα, που είχε απομείνει με περίπου 200 άνδρες, κατέλαβε το ύψωμα Γκολιάμα στα νώτα του οχυρού, ανατολικώς της εξόδου της στενωπού.
Στις 6:00 το πρωί της 8ης Απριλίου το οχυρό Ρούπελ δέχτηκε νέο σφοδρό βομβαρδισμό από την αεροπορία και το πυροβολικό, που συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Όμως οι επιθέσεις των γερμανικών Στούκας, που έρχονταν σε κύματα 40 και 50 αεροσκαφών, δεν έκαμψαν το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών. Όπως σχολίασε αργότερα Γερμανός αξιωματικός, ήταν η πρώτη φορά που οι γερμανοί αεροπόροι βομβάρδιζαν αντιπάλους που δεν τρέπονταν σε φυγή, αλλά αντίθετα άνοιγαν πυρ με τα τυφέκιά τους κατά των αεροσκαφών από τις θέσεις τους. Όταν, το μεσημέρι της 8ης Απριλίου, παρατάχθηκε το ΙΙΙ/125 τάγμα για νέα επίθεση, διαπιστώθηκε ότι το αμυντικό σύστημα του οχυρού λειτουργούσε ακόμα πλήρως. Επιπλέον, οι ελληνικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν κατά του ΙΙ/125 τάγματος στο ύψωμα Γκολιάμα, προξενώντας στους Γερμανούς τόσο βαριές απώλειες, ώστε η διοίκηση του τάγματος ανέφερε προς το Σύνταγμα ότι εφ” εξής ήταν μειωμένης μαχητικής ικανότητας.
Το απόγευμα οι Γερμανοί ζήτησαν εξάωρη εκεχειρία για περισυλλογή των νεκρών και τραυματιών τους.
Κατά την 9η Απριλίου οι γερμανικοί βομβαρδισμοί ήταν μειωμένοι, και στις 15.00 σταμάτησε κάθε εχθρική δραστηριότητα. Την 17:00` επιβατικό αυτοκίνητο που έφερε λευκή σημαία εμφανίσθηκε στην οδό Κούλας- Σιδηροκάστρου. Οι Γερμανοί επιβάτες κατέβηκαν, ύψωσαν λευκή σημαία, καλύφθηκαν και περίμεναν.
Ο Διοικητής του Οχυρού, ταγματάρχης Δουράτσος Γεώργιος, αποστέλλει τον Ανθυπολοχαγό Δαμιανό Ιωάννη με τρεις στρατιώτες στο σημείο συνάντησης για να πληροφορηθεί τι ζητούν αυτοί.
Ο Γερμανός απεσταλμένος ζητούσε την παράδοση του οχυρού διότι υπεγράφη ανακωχή και τα Γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη. Αφού ο Δαμιανός διαβίβασε τους όρους στον Διοικητή Δουράτσο Γεώργιο, αυτός τον διέταξε να επανέλθει προς συνάντηση με τον Γερμανό αξιωματικό και να του ανακοινώσει τα κατωτέρω:
Α) Ότι τα οχυρά παραδίδονται ΜΟΝΟΝ όταν κυριευθώσιν παρά του αντιπάλου.
Β) Ότι τοιούτων διαταγών περί ανακωχής κλπ. στερούμεθα παρά των ιεραρχικώς προϊσταμένων μας αρχών.
Γ) Ότι διαταγάς λαμβάνομεν και εκτελούμεν μόνον τας προερχομένας εκ των προϊσταμένων μας Αρχών.
Δ) Ότι ο αγών θα συνεχιστεί πάσα δε απόπειρα προσεγγίσεως του οχυρού θα συντριβεί.
Ο κήρυκας διαβεβαίωσε στην στρατιωτική του τιμή ότι δεν επρόκειτο για απάτη και όρισε συνάντηση για την 6:00 της επόμενης 10/4. Περί την 23:30` ώρα ελήφθη διαταγή πρώτα τηλεφωνικά και μετά εγγράφως για κατάπαυση του πυρός. Μετά την λήψη των διαταγών αυτών η διοίκηση των οχυρών αποφάσισε ομόφωνα την συνέχιση του αγώνα, καθώς και η αντίδραση των ανδρών του οχυρού ήταν ότι ο αγώνας έπρεπε να συνεχιστή. Κατόπιν νέας τηλεφωνικής επικοινωνίας όμως, διαπιστώθηκε ότι η περαιτέρω θυσία ήταν μάταια.
Την επομένη 10 Απριλίου 1941 έλαβε χώρα η παράδοση του οχυρού. Έξω από το οχυρό ήταν παραταγμένο γερμανικό τμήμα που απέδωσε τιμές. Ο εντεταλμένος για την παραλαβή του οχυρού Γερμανός συνταγματάρχης συνεχάρη τον διοικητή του, Ταγματάρχη Δουράτσο, διαβεβαιώνοντας τα συγχαρητήρια και το θαυμασμό των ανωτέρων του. Τόνισε μάλιστα ότι για τους Γερμανούς αποτελούσε τιμή και υπερηφάνεια ότι είχαν ως αντίπαλο έναν τόσον ηρωικό στρατό.
Έτσι έληξε η μάχη του Ρούπελ, που επάξια κατατάσσεται στην κατηγορία των απόρθητων οχυρών, καθώς δεν καταλήφθηκε από τον αντίπαλο αλλά συνθηκολόγησε λόγω εξωτερικών περιστάσεων και κατόπιν διαταγής. Το 125ο γερμανικό Σύνταγμα πλήρωσε τις μάταιες προσπάθειες κατάληψής του με 400 νεκρούς και τραυματίες, ενώ το 100 Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών που ενήργησε κατά του οχυρού Παλιουριώνες είχε 27 νεκρούς και 75 τραυματίες. Οι απώλειες της φρουράς του Ρούπελ ανήλθαν σε 44 νεκρούς και 152 τραυματίες.