Ήταν Παρασκευή 28 Μαρτίου 1941, όταν η πασίγνωστη συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ, εμφανώς ταραγμένη από μια ακόμη καταθλιπτική κρίση, βγήκε από το σπίτι της, γέμισε τις τσέπες του παλτού της με βαριές πέτρες και ρίχτηκε στον ποταμό Ουζ.
Το άψυχο σώμα της βρέθηκε τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 18 Απριλίου, σφραγίζοντας έτσι τον κύκλο της ζωής μιας από τις σπουδαιότερες γυναίκες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο σύζυγος της έθαψε την Βιρτζίνια κάτω από ένα δέντρο, στο σπίτι τους στο Σάσεξ, μια από τις τελευταίες επιθυμίες της συγγραφέως.
Με μια συγκινητική επιστολή που περιείχε την κραυγή απελπισίας ενός ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπου και που είχε γράψει λίγο νωρίτερα, αποχαιρέτησε τον σύντροφο της ζωής της, τον Λέοναρντ.
«Αισθάνομαι σίγουρα πως τρελαίνομαι πάλι. Αισθάνομαι ότι δε μπορούμε να ξαναπεράσουμε άλλον ένα σαν εκείνους τους φοβερούς χρόνους. Και δεν θα συνέλθω ξανά τούτη τη φορά. Αρχίζω ν’ ακούω φωνές και δε μπορώ να συγκεντρωθώ. Έτσι κάνω κείνο που μου φαίνεται καλύτερο για όλους μας. Μου ‘χεις δώσει τη μέγιστη δυνατή ευτυχία. Ήσουν με κάθε τρόπο όλ’ αυτά που κανείς δε θα μπορούσε να ‘ναι. Δε γνωρίζω δυο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ευτυχέστεροι, μέχρι που με χτύπησε τούτη η φοβερή αρρώστια», έγραψε με κόπο η Βιρτζίνια.
«Δεν μπορώ να το παλέψω άλλο. Ξέρω ότι χαλώ τη ζωή σου, που χωρίς εμένα θα μπορούσες να κάνεις. Και το ξέρεις πως το ξέρω. Βλέπεις δεν μπορώ μήτε να γράψω… ακόμη κι αυτό. Δε μπορώ να διαβάσω. Θέλω να πω πως οφείλω όλη την ευτυχία της ζωής μου σε σένα. Ήσουν ολότελα υπομονετικός μαζί μου και καλός σ’ απίστευτο βαθμό. Θέλω να σ’ το πω αυτό -ο καθένας το ξέρει. Αν κάποιος θα μπορούσε να μ’ είχε σώσει, αυτός θα ‘σουν εσύ. Όλα έχουνε χαθεί για μένα μα βεβαιώνω για την καλοσύνη σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να χαλώ τη ζωή σου άλλο. Δεν σκέφτομαι ότι δυο άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ναι ευτυχέστεροι απ’ όσο ήμασταν εμείς», καταλήγει το σημείωμα που άφησε λίγες ώρες πριν πνιγεί στα παγωμένα νερά του Ουζ.
Τα λόγια της ίσως και να μοιάζουν απίστευτα σε όσους γνώρισαν την Γουλφ μόνο μέσα από το συγγραφικό της έργο, αν και οι έμμεσες αναφορές στα βιβλία της είναι συχνές. Η δια βίου μάχη της με την κατάθλιψη είχε δείξει τα σημάδια της από πολύ νωρίς.
Η Αντελίν Βιρτζίνια Στήβεν, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 25 Ιανουαρίου του 1882, σε μια προνομιούχο οικογένεια, κόρη του Σερ Λέσλι Στήβεν και της Τζούλιας Πρίνσεπ Τζάκσον.
Ο πατέρας της ήταν ιστορικός, συγγραφέας και εξαιρετικός ορειβάτης, ενώ η μητέρα της, έχοντας εργαστεί στα νιάτα της ως μοντέλο ζωγράφων, ήταν νοσοκόμα και είχε μάλιστα γράψει και βιβλίο σχετικό το επάγγελμα της.
Ο κύκλος της οικογένειας ήταν ευρύς και ιδιαίτερα εκλεκτικός, με κάποιους από τους σπουδαιότερους διανοούμενους και αριστοκράτες της εποχής να τον απαρτίζουν. Τα καλοκαίρια η οικογένεια Στήβενς τα περνά στο εξοχικό της σπίτι, το «Ταλαντ», στο Porthminster Bay. Εκεί λένε ότι εμπνεύστηκε το βιβλίο της «Μέχρι τον Φάρο».
Η νεαρή Βιρτζίνια είχε όλα τα απαραίτητα εφόδια για να διαπρέψει. Η οικογένεια της όμως αποφάσισε ότι, σε αντίθεση με τα αγόρια της οικογένειας που εκπαιδεύτηκαν στο περίφημο Κέμπριτζ, τα κορίτσια θα εκπαιδευόντουσαν εσωτερικά στο σπίτι τους, εκμεταλλευόμενες και την πλούσια βιβλιοθήκη της οικογένειας.
Η οικογένεια της Γουλφ ήταν μια διευρυμένη ομάδα ανθρώπων που αποτελείτο από τους δυο γονείς και τα οκτώ συνολικά παιδιά τους, τέσσερα από τον μεταξύ τους γάμο και άλλα τέσσερα από προηγούμενες απόπειρες έγγαμου βίου των δυο γονιών.
Αυτό έμελε να είναι καθοριστικό στοιχείο για την ζωή και την εξέλιξη της νεαρής Βιρτζίνια. Αργότερα θα εξομολογηθεί ότι σε ηλικία 6 ετών έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τα δυο ετεροθαλή μεγαλύτερα αδέρφια της, τον Τζορτζ και τον Τζέραλντ.
Παρ όλα αυτά, η Βιρτζίνια έδειχνε ανέμελη ως παιδί. Μάλιστα σε αυτήν την ηλικία δημιούργησε μια χιουμοριστική εφημερίδα για την οικογένεια της, καταγράφοντας εκεί τα ανέκδοτα τους, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Hyde Park Gate News», εμπνευσμένο από την οδό του πατρικού της σπιτιού.
Τα τραύματα όμως σίγουρα δεν μπορούσαν να εξαφανιστούν έτσι άπλα και όταν η ετεροθαλής αδερφή της, Στέλα, με την οποία διατηρούσε πολύ στενή σχέση, πέθανε, η Βιρτζίνια κατέρρευσε. Ήταν αυτή η πρώτη της κρίση κατάθλιψης.
Η Βιρτζίνια μάζεψε τα κομμάτια της και κατάφερε να ολοκληρώσει τα μαθήματα της στο King’s College, στα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά και τα Γερμανικά. Εκεί θα γνωριστεί με σπουδαίες μορφές του φεμινιστικού κινήματος και θα αρχίσει την προσωπική της πια κοινωνική ζωή.
Το 1904 όμως, όταν και ο πατέρας της αφήνει την τελευταία του πνοή, η Βιρτζίνια δεν μπορεί να συγκρατήσει πια τους δαίμονες που μάχεται μέσα της. Ένα πολύ άσχημο καταθλιπτικό επεισόδιο την οδηγεί σε ίδρυμα όπου και κλείνεται για κάποιο διάστημα. Απο τότε θα παλεύει συνέχεια με την ύπουλη νόσο.
Μετά τον θάνατο των γονιών της, τα αδέρφια της πουλάνε το πατρικό τους σπίτι και έτσι η Βιρτζίνια μετακομίζει στην περιοχή Bloomsbury της βρετανικής πρωτεύουσας, όπου σύντομα μπαίνει σε μια ομάδα καλλιτεχνών και διανοούμενων, γνωρίζοντας έτσι τον μέλλοντα σύζυγο της, τον επίσης συγγραφέα Λέοναρντ Γουλφ.
Παντρεύονται το 1912 και θα μείνουν μαζί μέχρι και το απονενοημένο διάβημα της συγγραφέως που κατέληξε στον θάνατο της. Η Βιρτζίνια θα αποκαλεί τον σύζυγο της περιπαικτικά «Αδέκαρο Εβραίο». Ένθερμος υποστηρικτής των Εργατικών και θιασώτης του Σοσιαλισμού, ο Λέοναρντ ήταν ο «βράχος» της.
Υπάρχουν πολλές συζητήσεις γύρω από την φύση της σχέσης αυτής. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ο γάμος τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κατ’ ουσίαν, καθώς η Βιρτζίνια προτιμούσε ερωτικά τις γυναίκες. Πάντως, όπως και να έχει, οι δυο αυτοί συγγραφείς βρήκαν ο ένας στον άλλον, τον άνθρωπο της ζωής τους.
Το συγγραφικό έργο της Βιρτζίνια Γουλφ είναι γνωστό και δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις. «Το ταξίδι», «Η Κυρία Νταλαγουει», «Μέχρι τον Φάρο», «Το Δωμάτιο του Τζακομπ», «Τα Κύματα», «Τα Χρόνια» και τόσα άλλα. Μαζί με τον Τζόις και τον Προυστ θεωρείται από τους πιο καινοτόμους συγγραφείς της εποχής της, αναζητώντας συνεχώς νέες φόρμες και παρακολουθώντας τις σύγχρονες της κοινωνικές εξελίξεις.
Αν και το πρώτο της βιβλίο το ξεκίνησε πολύ πριν γνωρίσει τον Λέοναρντ, το 1906, εκδόθηκε τελικά το 1915, καταδεικνύοντας έτσι τον θετικό ρόλο που έπαιξε ο σύζυγος της ακόμα και στο συγγραφικό της έργο.
Δεν μπόρεσε να κάνει δυστυχώς όμως το ίδιο και με την ψυχική της υγεία. Τα σημάδια ήταν εμφανή καθώς έγραφε το τελευταίο της έργο, το οποίο και θα εκδοθεί τελικά μετά τον θάνατο της, το «Ανάμεσα στις Πράξεις».
Μόλις το ολοκλήρωσε, Η Βιρτζίνια έμεινε άδεια. Έχοντας ήδη επιβαρυνθεί πολύ ψυχολογικά από τους βομβαρδισμούς της Ναζιστικής αεροπορίας εναντίον του Λονδίνου και την καταστροφή των σπιτιών της, καθώς και από την ψυχρή υποδοχή που έλαβε η βιογραφία της από φίλους της, η Γουλφ ήταν έτοιμη πια να «αποχωρήσει». Απελπισμένη από την αρρώστια της, που τότε ακόμη αποτελούσε άγνωστο πεδίο, κουρασμένη από τους δαίμονες της και με την ελπίδα ότι έτσι τελικά θα έβρισκε την ηρεμία, η Γουλφ αυτοκτονεί.
Έρευνες των επιστημόνων θα ισχυριστούν μεταγενέστερα ότι η Γουλφ έπασχε από μια βαριάς μορφής διπολική διαταραχή, ενώ βιογράφοι της αναφέρουν ότι έπασχε και από ανορεξία.