ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Untitled 36 41
Διονύσιος Σολωμός..”Ύμνος εις την Ελευθερία”.


Διονύσιος Σολωμὸς
Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν
1.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !
3.- Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι» νὰ σοῦ πεῖ.
4.- Ἄργειε νὰ ‘λθει ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ ‘σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5.- Δυστυχής! ΙΙαρηγορία
μόνη σου ἔμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τὰ νὰ κλαῖς.
6.- Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά.
7.- Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἅλυσες, φωνές.
8.- Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἒσταζ’ αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
9.- Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
10.- Μοναχὴ τὸ δρόομο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή.
δὲν εἲν’ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεῖ.
11.- Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ’ ἀνάσαση καμιά.
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φριχτά.
12.- Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νάβρεις τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἐλέγαν οἳ σκληροί.
13.- Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποῦ τὴ δόξα σου ἐνθυμεῖ.
14,- Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἢ ζωή.
15.- Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανή.
16.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17.- Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τσ’ ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἒτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς,
18.- ἐγαλήνευσε. καὶ ἐχύθη
καταχθόνια μία βοή,
καὶ τοῦ Ρήγα σου ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνὴ
19.- Ὅλοι οἱ τόποι σὸν σ’ ἐκράξαν
χαιρετώντας σὲ θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
ὅσα αἴσθανετο ἢ χαρδιά.
20.- Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21.- μ’ ὄλον ποὺ ‘ναι ἁλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικά,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
22.- Γκαρδιακὰ χαροποιήθη
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
ποῦ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
23.- Ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
σὰ νὰ λέει σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανο.
24.- Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ’ ἄκρα της Ρουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ’ὀργῆς.
25.- Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει
πῶς τὰ μέλη εἲν’ δυνατά.
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
μία σπιθόβολη ματιά.
26.- Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποῦ φτεράκαι νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ.
27.- καὶ σ ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
ἒκρωζ’ ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψει, ἂν ἠμπορεῖ.
28.- Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾶς.
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισὶες ὀποῦ ἀγρικᾶς,
29.- σὰν τὸ βράχον ὀποῦ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνει
εὐκολόσβηστον ἀφρό.
30.- ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.
31.-Δυστυχιά του, ὤ, δυστυχιά του,
ὁποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
32.- Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται
πῶς. τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾶ.
33.- τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά.
34.- Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη,
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ.
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
35.- Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς.
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψεις πιθυμᾶς.
36.- Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει, πάντα ὅπως νικεῖ,
κι ἃς εἲν ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
37.- Σοὺ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδεῖς πὼς εἲν’ πολλά.
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;
38.- Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτὰ
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
ποῦ θὲ νὰ ‘βρει ἡ συμφορά!
39.- Κατεβαίνουνε καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπή.
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40.- Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγει
καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβεῖ.
41.- Μέτρα ! Εἲν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν.
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
42.- Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά.
νά, σᾶς φθάνει. ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
43.-Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
44.- Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
45.- Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποῦ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
46.- Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47.- καὶ οἱ βροντές, καὶ τὸ σκοτάδι
ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράστεναν τὸν Ἅδη
ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά.
48.- Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνοντ’ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49.- Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
50.- Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἲν’ ἄδικα σφαγμένοι,
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51.- Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς.
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.
52.- Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
53.- Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54.- ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55.- Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
ὅπου εἲν’ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά.
56.- καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
57.- Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθιὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
κι ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58.- Τόοτε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
59.- Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου.
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου
χωρὶς νὰ δευτερωθεῖ.
60.- Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει.
λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ’ τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθεῖ.
61.- Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τοὺς ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὀποῦ χουμᾶνε
περισσότερο εἲν’ γοργά.
62.- Οὐρανὸς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ.
γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63.- Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποῦ στοχάζεσαι μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη
δὲν μείνει ἒ ν ἃ ς ζωντανός.
64.- Κοίτα χέρια ἀπελπισμένα
πῶς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65.- καὶ παλάσκες καὶ σπαθὶα
μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία,
σωθικὰ λαχταριστά.
66.- Προσοχὴ καμία δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή.
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὤ, φθάνει,
φθάνει. ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67.- Ποὶος ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68.- Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
69.- Λιονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
70.- Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί.
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71.- Ἦταν τόσοι ! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
Ὅλοι χάμου ἐκεῖτοντ’ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72.- Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
73.- Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσᾶς τώρα ἐσὺ πλιο
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι.
φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!
74.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75.- Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι.
δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
76.- Εἰὶς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἄρνι.
77.- Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78.- Ὢ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
καὶ ξανάλθετε σέ μας.
τὰ παιδιά σας θέλ’ ἰδεῖτε
πόσο μοιάζουνε μέ σας.
79.- Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ.
80.- Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικό,
ποῦ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό.
81.- καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82.- Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
83.- Στηὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάκτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.
84.- Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85.- Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πῶς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυχοβύζαστο ἑτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριᾶς.
86.- Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ.
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87.- Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριὰ !
88.- Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
89.- Σοὺ ‘λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
90.- «σ’ αὐτό», ἐφώναξε, «τo χῶμα
στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
91.- Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποῦ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92.- Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή.
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93.- Ποιοὶ εἲν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι ἂρματ’, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηχες ἐσύ!
94.- Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
95.- Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός.
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96.- Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾶς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾶς.
97.- Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναὶ τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.
98.- Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε:
“Ἐγὼ εἲμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἔγω.
πέστε, ποὺ θ’ ἀποκρυφθεῖτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
99.- Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
ποῦ, μ’ αὐτὴν ἂν συγκριθεῖ
κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
100.- Κατατρώγει, ὡσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
101.- Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή”».
102.- Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει:
Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἶσαι ἀδελφή;
Ποὶος εἲν’ ἄξιος νὰ νικήσει
ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθεῖ;
103.- Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποῦ ὅλην θέλει θανατώσει
τὴ μισόχριστη σπορά.
104.- Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
105.- Κακορίζικοι, ποὺ πάτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροὴ
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
106.- νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό.
ἐκεῖ εὐρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὐρεῖτε ἀφανισμό.
107.- Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
108.- Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιτρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
109.- Ποὶος στὸ σύντροφον ἁπλώνει
χέρι, ὡσὰν νὰ βοηθηθεῖ.
ποὶος τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
ὅσο ὀποῦ νὰ νεκρωθεῖ.
110.- Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορᾶ.
111.- Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμή-
τὸ χλιμίτρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί,
112.- Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουΐξει
τὸ βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξει
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
113.- Καὶ ἐκεῖ ποὺ ‘ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ’ ἄψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114.- σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξει
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξει
ὁ ἀδελφός του Φεγγαριοῦ.
115.- Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ’ ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρᾶ.
116.- Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιο
117.- καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός.
πάντα, πάντα περισσεύει.
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρὸς
118.- Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
119.- τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.
120.- Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφή του Ἀαρῶν,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ’ ἕνα τύμπανο τερπνὸν
121.- καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ’ ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
122.- Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
123.- Εἰς αὐτήν, εἲν’ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
124.- Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποία τὴν περιζώνει,
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
125.- Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοή.
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
126.- Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιου,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127.- Δὲν νικιέσαι, εἲν’ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ.
ὅμως, ὄχι, δὲν εἲν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
128.- Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
129.-Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἲν’ πολλές,
πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
130.- Μ’ ἐπιθύμια νὰ τηράζεις
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τοὺς κεραυνό.
131.- Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
καὶ σηκώνει μία βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἱματόχροη βαφή.
132.- Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί.
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποῦ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
133.- Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ’ ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντας τὰ εἰς τὸ φιλί.
134.- Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
135.- Ὅλοι κλάψτε. ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς.
κλάψτε, κλάψτε. κρεμασμένος
ὡσὰν νὰ ‘τανε φονιάς!
136.- Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὦρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα.
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγεῖ
137.- ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθεῖ,
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμεῖ.
138.- Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
139.- Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.
140.- Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ’ ἀνησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾶ:
141.- «Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
142.- Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μία μένει
ποῦ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
143.- Μία, ποὺ ὅταν ὡσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σας τυραννεῖ.
144.- Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
“πάρ’ τό”, λέγοντας, “καὶ σύ”.
145.- Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά.
μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146.- Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
147.- Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
“Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά”.
148.- Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα.
ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149.- Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλιασθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
150.- Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθεῖ.
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθεῖτε,
πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.
151.- Ὢ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
“Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ!
152.- Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγώνα τὸ σκληρό.
153.- Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
154.- Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
155.- Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
156.- Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἀβὲλ καταβοᾶ.
δὲν εἲν’ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
157.- Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσομεν ἐμεῖς
λευθεριᾶν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
158.- Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλάτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!”».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ