Βασίλης Δημ. Χασιώτης : 100 και 1 τρόποι για να πάρει μια κυβέρνηση πίσω τα κλεμμένα από τη Μεγάλη Διαπλοκή… (Εδώ ο 101ος τρόπος)
Πώς μπορεί μια δημοκρατική κυβέρνηση να τα βάλει με τη διαπλοκή;
Και κυρίως, πώς μπορεί να τα βάλει με τρόπο ουσιαστικό μαζί της;
Ουσιαστικός τρόπος, εκτός βέβαια από την απόδοση της Δικαιοσύνης, σημαίνει και να πάρει πίσω τον με τον οποιοδήποτε τρόπο κλεμμένο δημόσιο πλούτο και δημόσιο χρήμα.
Το ερώτημα μπορεί να λάβει ακόμα πιο δραματικό τόνο, προσθέτοντας και ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά, όπως :
Πώς μπορεί μια κυβέρνηση να πάρει πίσω τα κλεμμένα, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, παρακάμπτοντας τις άκρως τυπικές και εξαιρετικά χρονοβόρες -αλλά και τις αβέβαιες εν τέλει ως προς την δικαστική έκβασή τους- νομικές διαδικασίες, όταν ταυτόχρονα η χώρα βρίσκεται κάτω από εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες, και κυρίως, είναι μια χώρα υπερχρεωμένη, υπό τον ουσιαστικό έλεγχο των ξένων δανειστών της οι οποίοι φαίνονται να ανησυχούν περισσότερο για το πώς θα γίνει να μη χαλάσει η συνταγή που είχαν επιβάλει, βάσει της οποίας, «λύση», βρίσκονταν στο να τα παίρνεις από τα ΣΥΝΗΘΗ ΥΠΟΖΥΓΙΑ αφήνοντας στην ησυχία της τη μεγάλη διαπλοκή, παρά να ανησυχούν για ο,τιδήποτε άλλο;
Οι τρόποι αναμφίβολα είναι πολλοί.
Λοιπόν, εδώ θα παρουσιάσουμε ένα απ’ αυτούς τους τρόπους, που βασίζεται στην αρχή, ότι την στρατηγική του σοκ και δέους που εφαρμόζει η Αθλιότητα εναντίον σου, μπορείς να την αντιμετωπίσεις μονάχα με μια ανάλογη στρατηγική σοκ και δέους, όταν η στρατηγική της ευπείθειας απλά εξαχρείωσε ακόμα περισσότερο την Αθλιότητα.
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι ένα απόσπασμα από το πολιτικό μου μυθιστόρημα «Η προειδοποίηση», το οποίο είχε αναρτηθεί σε συνέχειες στο «olympia.gr» τη περίοδο 17-29/3/2014, δηλαδή πριν ένα χρόνο.
Εδώ, ιστορείται με ποιο τρόπο ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός μιας χώρας με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω, πήρε πίσω τα κλεμμένα από τη μεγάλη διαπλοκή της χώρας του.
Βεβαίως, στο μυθιστόρημά μας, η τύχη του πρωθυπουργού αυτού, προδιαγράφηκε από τη στιγμή που έκανε πράξη την υπόσχεσή του να έρθει σε ρήξη με τη Μεγάλη Διαπλοκή και τους ξένους προστάτες της, και στο τέλος πληρώνει με τη ζωή του το εγχείρημα αυτό, όμως, εδώ παραμένουμε στη ειδική αυτή «σκηνή», όπου ο πρωθυπουργός εκδηλώνει την επίθεσή του εναντίον της Μεγάλης Διαπλοκής και ζητά πίσω τα χρήματα του λαού.
Η περιγραφή της σκηνής, γίνεται στο κεφάλαιο ΙΙ του μυθιστορήματος, που έχει τον τίτλο «Τα στοιχεία της ενοχής».
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την ιστορία αυτού του εγχειρήματος…
Κεφάλαιο ΙΙ : Τα στοιχεία της ενοχής
«Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, και μπήκε ο πρωθυπουργός συνοδευόμενος από τον νομικό του σύμβουλο καθηγητή Γιώργο Νομικό και τον διευθυντή του πρωθυπουργικού του γραφείου Βασίλη Βρασιώτη. Ήδη στην αίθουσα συσκέψεων, δίπλα από το πρωθυπουργικό γραφείο, περίμεναν πάνω από μία ώρα, σαράντα μεγαλοεπιχειρηματίες της χώρας : τα πιο γνωστά ονόματα, αν και έλειπαν κάποιοι άλλοι, που επίσης ανήκουν στην μεγαλοεπιχειρηματική τάξη του τόπου, κάτι που δεν αφέθηκε χωρίς σχολιασμό ούτε από τους ίδιους τους επιχειρηματίες που ήταν παρόντες στη σύσκεψη, ούτε όμως και από τους δημοσιογράφους έξω από το πρωθυπουργικό μέγαρο. Οι επιχειρηματίες, με την είσοδο του πρωθυπουργού στην αίθουσα, σηκώθηκαν όρθιοι, ενώ η παρουσία του νομικού συμβούλου του πρωθυπουργού ενέτεινε την αμηχανία τους. Ο πρωθυπουργός κατευθύνθηκε στη θέση του στη κορυφή του παραλληλόγραμμου τραπεζιού, ενώ οι δύο συνεργάτες του έκατσαν ο ένας από τα αριστερά του και ο άλλος από τα δεξιά του στο τραπέζι. Στάθηκε για λίγο όρθιος, και αφού περιέφερε το βλέμμα του σε όλους τους επιχειρηματίες, κάθισε λέγοντας ταυτόχρονα :
«Κύριοι, καθίστε».
Αφού έκατσαν όλοι τους, το λόγο πήρε ο πρωθυπουργός.
«Κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ που ανταποκριθήκατε στη πρόσκληση μου να συναντηθούμε εδώ. Γνωρίζετε πολύ καλά τις θέσεις της νέας κυβέρνησης και κυρίως τις προγραμματικές της δηλώσεις, που δεν είναι άλλες παρά η υλοποίηση των όσων υποσχέθηκε προεκλογικά στο λαό. Μια από τις υποσχέσεις μας ήταν ότι το έγκλημα που διαπράχθηκε σε βάρος του λαού τα χρόνια του μνημονίου, όχι μόνο θα λάβει τέλος, μα και ότι τα πράγματα θα επανέλθουν σταδιακά στη προτεραία τους θέση. Λέγοντας τα πράγματα εννοώ τις αδικίες που διαπράχθηκαν σε βάρος του λαού, και λέγοντας σταδιακά εννοώ όχι σε δέκα ή είκοσι χρόνια, μα σε λίγους μήνες, το πολύ σε ένα ή δύο χρόνια. Μισθοί και συντάξεις θα επανέλθουν σε πρώτη φάση εκεί που ήταν πριν την άφιξη της Τρόϊκα. Οι φόροι που πλήττουν την ατομική ιδιοκτησία της μεσαίας τάξης και κάτω απ’ αυτή, θα επανέλθουν επίσης σε πρώτη φάση εκεί που ήταν πριν την άφιξη της Τρόϊκα. Το ίδιο θα αρθούν και τα αντικίνητρα που γονάτισαν την μικρομεσαία επιχειρηματική τάξη μα και την υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα γενικότερα. Όμως το σπουδαιότερο, τουλάχιστον σε σχέση με σας, δεν είναι αυτά. Ίσως και να μη δίνετε δεκάρα για όλα αυτά, ή να ενδιαφέρεστε, όμως, από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα πληρώσουν αυτοί που πλήρωσαν πολύ λίγα ή και καθόλου στη κρίση αυτή, και κυρίως, είμαστε διατεθειμένοι να εξοικονομήσουμε τα αναγκαία χρήματα για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Κράτους, από τη διαπλοκή, την φοροδιαφυγή και το λαθρεμπόριο κάθε μορφής, αρχίζοντας από το κεφάλι του ψαριού και όχι από την ουρά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, όπου οι κυβερνήσεις λαϊκίζοντας άρχιζαν τον όποιο τους «πόλεμο», σε εισαγωγικά η λέξη, πολεμώντας την ουρά αλλά που όμως ποτέ ο χρόνος δεν ήταν αρκετός ώστε κάποτε να φτάσουν στο κεφάλι του ψαριού. Αυτή η κοροϊδία δεν θα συνεχιστεί. Μόνο από αυτές τις τρεις παρεμβάσεις εκτιμούμε ότι μπορούμε να εξοικονομούμε τουλάχιστον σαράντα δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ με την εφάπαξ επιστροφή ποσών που αφορούν τελεσθείσες παρανομίες σχετικές με τα δημόσια έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες, εκτιμούμε ότι μπορεί να υπάρξει άμεση εισροή στα κρατικά ταμεία ποσών που ίσως υπερβούν τα εκατό δισεκατομμύρια ευρώ. Και βεβαίως, θα διεκδικήσουμε από τη Γερμανία ό,τι μας οφείλεται από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, διαφορετικά, είμαστε διατεθειμένοι να συμψηφίσουμε μονομερώς αυτές τις απαιτήσεις μας με αντίστοιχε υποχρεώσεις μας προς τη χώρα αυτή.»
Ο πρωθυπουργός σ’ αυτό το σημείο σταμάτησε για να πιει ένα ποτήρι νερό, ενώ έριχνε μια ματιά στους επιχειρηματίες. Ήταν όλοι τους αμίλητοι και κοίταζαν τον πρωθυπουργό με έκδηλη αμηχανία.
«Λοιπόν», είπε συνεχίζοντας, «τώρα στα θέματα που αφορούν ειδικά εμάς, δηλαδή εσάς. Οι στιγμές είναι πολύ κρίσιμες για το έθνος και τη χώρα μας ώστε να μιλάμε με μισόλογα, και να χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Αντιλαμβάνομαι, ότι θα αναρωτιέστε γιατί κάλεσα ειδικά εσάς και όχι και άλλους.»
Ο πρωθυπουργός γύρισε προς τη πλευρά του νομικού του συμβούλου και του είπε :
«Κύριε Νομικέ, παρακαλώ».
«Κύριοι», είπε ο πρωθυπουργός στρεφόμενος προς τους επιχειρηματίες, «παρακαλώ δύο λεπτά υπομονή».
Ο νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο για να επιστρέψει σε ένα λεπτό σπρώχνοντας ένα μικρό καροτσάκι που πάνω του βρίσκονταν σαράντα φάκελοι, τους οποίους τους διένειμε ο ίδιος στους επιχειρηματίες. Ο κάθε φάκελος, είχε γραμμένο στο εξώφυλλό του το όνομα και ενός από τους επιχειρηματίες που βρίσκονταν στη σύσκεψη.
«Παρακαλώ, μην τους ανοίξετε ακόμα», είπε ο πρωθυπουργός καθώς ο νομικός του σύμβουλος τους μοίραζε τους φακέλους.
Όταν τελείωσε η διανομή, ο νομικός σύμβουλος έκατσε στη θέση του και ο πρωθυπουργός ξαναπήρε το λόγο :
«Λοιπόν, κύριοι, κάθε φάκελος που σας δόθηκε είναι προσωπικός. Περιέχει μια συνοπτική παρουσίαση κάποιων στοιχείων σχετικών με την οικονομική σας δραστηριότητα, νόμιμη και μη, όμως εδώ μας ενδιαφέρει η μη νόμιμη».
«Κύριε πρόεδρε» διέκοψε ο Λουκίδης τον πρωθυπουργό, «διαμαρτύρομαι εντονότατα. Δεν ανέχομαι αυτή τη συμπεριφορά και βεβαίως καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται. Λυπούμαι πράγματι που αρχίζετε με αυτό τον τρόπο τη θητεία σας και…»
«Κύριε Λουκίδη», είπε ήρεμα ο πρωθυπουργός, «στο εξής δεν θα ξαναδιακόψετε τον πρωθυπουργό της χώρας όταν μιλά, και κυρίως, δεν σας επιτρέπω να με λυπάστε. Όχι εμένα και όχι εσείς προσωπικά ή ο οποιοσδήποτε άλλος από εσάς μέσα σ’ αυτή την αίθουσα» είπε ο πρωθυπουργός, ενώ ο τόνος της φωνής του έγινε αυστηρός και επιτιμητικός. Αυτά που ξέρατε, ανήκουν στο παρελθόν. «Μπορείτε βεβαίως να λέτε ό,τι θέλετε για μας στις δημόσιες ομιλίες σας, ή με τους φίλους σας, ή στο σπίτι σας όπως χθες βράδυ κύριε Λουκίδη με τους καλεσμένους σας …»
«Μα, τι είναι αυτά κύριε Πρόεδρε; Παρακολουθούμαι; Μα τι είναι αυτά;» διέκοψε ο Λουκίδης αμήχανα τον πρωθυπουργό.
«Κύριε Λουκίδη», είπε ο πρωθυπουργός, «σας βεβαιώ, ότι εντός ολίγου, θα έχετε να ανησυχείτε για πολύ πιο σοβαρά πράγματα από αυτό. Λοιπόν συνεχίζω. Θα σας αφήσουμε μόνους σας για λίγη ώρα, για να ρίξετε μια ματιά στους φακέλους σας, και όταν θα επανέλθω μαζί με τους συνεργάτες μου, θα πούμε δυό ακόμα κουβέντες πριν τελειώσει αυτή η σύσκεψη. Και λυπούμαι να πω, ότι σε μερικούς φακέλους, υπάρχουν και απομαγνητοφωνημένοι διάλογοι κάποιων μεγαλοδικηγόρων που στέλνατε κάποιο από εσάς στους εκπροσώπους της Τρόϊκα για να διαπραγματευτούν μαζί τους αιτήματά σας. Το λυπούμαι πηγαίνει φυσικά, στο ότι λειτουργήσατε, μ΄ αυτό τον τρόπο, για να το πω ευθέως, προδοτικά εναντίον της ίδιας σας της πατρίδας. Και σ’ εκείνους που αφορούν αυτά τα στοιχεία, τους θεωρώ περιττό βάρος της γης, και είναι μονάχα η εθνική ανάγκη της στιγμής που δέχομαι να τους έχω εδώ μπροστά μου, παρ’ όλο ότι και η απλή τους παρουσία μου είναι ανυπόφορη».
«Κύριε πρόεδρε, τουλάχιστον έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε νομική συμπαράσταση;» ρώτησε ο Λουκίδης τον πρωθυπουργό.
«Ελάτε κύριε Λουκίδη» είπε ο πρωθυπουργός. «Δεν είναι εδώ ανακριτικό γραφείο ούτε γραφείο εισαγγελέα. Δικαστικό ενδιαφέρον θα έχει όταν οι φάκελοι αυτοί πάνε στη δικαιοσύνη, αν πάνε βεβαίως, οπότε εκεί, μπορείτε να έχετε όποια νομική συμπαράσταση θελήσετε εσείς οι ίδιοι. Εξάλλου, είστε ελεύθεροι, όποιος θέλει, αφού πρώτα παραδώσει τον φάκελό του, να αποχωρήσει τούτη τη στιγμή. Δεν κρατάμε κανέναν με το ζόρι. Μονάχα, που αν είναι να το κάνει πρέπει να το κάνει τώρα. Από τη στιγμή που θα ανοίξει τον φάκελό του, θα είναι υποχρεωμένος να παραμείνει μέχρι το τέλος της συνάντησης».
Ο πρωθυπουργός σηκώθηκε και αφού περίμενε λίγο, είπε :
«Λαμπρά! Επιστρέφουμε σε λίγα λεπτά. Διαβάστε με προσοχή το περιεχόμενο των φακέλων που σας δώσαμε, φυσικά, εννοώ, να διαβάσει ο καθένας τον δικό του, αν και η μεταξύ σας ανταλλαγή απόψεων, είναι κάτι που δεν μπορώ να σας το απαγορεύσω», και μαζί με τον νομικό του σύμβουλο και τον διευθυντή του γραφείου του βγήκαν από την αίθουσα.
Οι επιχειρηματίες, όταν σηκώθηκε ο πρωθυπουργός, είχαν ήδη ανοίξει τους φακέλους και ήταν τόσο απορροφημένοι από τη πρώτη στιγμή, που δεν σηκώθηκε κανείς τους κατά την αποχώρησή του.
Πέρασε έτσι μια ώρα. Μέσα στην αίθουσα συσκέψεων, οι επιχειρηματίες διάβαζαν διάφορα φύλλα που βρίσκονταν στο φάκελό τους. Το κάθε φύλλο αποτελούσε και μια ειδική αναφορά σε ένα συγκεκριμένο θέμα, και στην κορυφή του φύλλου υπήρχε μια επικεφαλίδα που δήλωνε το περιεχόμενό του, όπως : «Φοροδιαφυγή», «Εισφοροδιαφυγή», «Ιδιωτική Ακίνητη Περιουσία», «Εξαγορές κρατικών και δημοσίων περιουσιακών στοιχείων με αδιαφανείς διαδικασίες και με σκόπιμα υποτιμημένη την αξία τους σε βάρος του δημοσίου και εθνικού συμφέροντος», «Off Shore εταιρίες – οικονομικά και άλλα στοιχεία», «Λαθρεμπόριο», «Καταθέσεις στο εσωτερικό», «Καταθέσεις στο εξωτερικό από αδήλωτα και μη φορολογημένα εισοδήματα στη χώρα», «Δημόσια έργα, δημόσιες προμήθειες και υπερκοστολογήσεις», «Μίζες», «Εξαγορές πολιτικών προσώπων», «Μυστικές συναντήσεις με εκπροσώπους της Τρόϊκας άμεσες ή μέσω τρίτων» κ.λ.π. Ο καθένας κοίταζε τον φάκελό του, ενώ κάποιοι, ανάμεσά τους και ο Λουκίδης, άρχισαν να ιδρώνουν και σκούπιζαν τον ιδρώτα τους με το μαντήλι τους. Κάποιοι αντάλλασσαν μια ή δύο λέξεις χαμηλόφωνα με τον διπλανό τους, όμως γενικά ήταν όλοι τους απορροφημένοι ο καθένας με τον φάκελό τους.
Αφού πέρασε έτσι μια ώρα, η πόρτα άνοιξε και μπήκε πάλι ο πρωθυπουργός με τους δύο συνεργάτες του, όπως και προηγούμενα. Στην εμφάνισή τους, οι επιχειρηματίες σηκώθηκαν όρθιοι, και ξανακάθισαν όταν ο πρωθυπουργός έκατσε στην καρέκλα του, οπότε και πήρε και πάλι το λόγο :
«Κύριοι, δεν θα μασήσω πολύ τα λόγια μου, διότι οι στιγμές είναι κρίσιμες για τη χώρα, και δεν υπάρχει πολύς καιρός τουλάχιστον σε ό,τι αφορά εμένα. Όμως, σκοπεύω να δώσω πραγματική μάχη, τόσο έξω, όσο κι εδώ. Προσωπικά, αξιολογώ τη μάχη που θα δώσω στο εσωτερικό, σαν την πιο κρίσιμη. Θα είναι η μάχη εναντίον της διαπλοκής και της ατιμωρησίας. Θα ακολουθήσουν και άλλες, όμως, τούτη την ώρα, βρισκόμαστε στο σημείο αυτό, αν και, μπορώ να σας ενημερώσω, ότι λίγη ώρα πριν ο κύριος Βρασιώτης, που είναι δίπλα μου, είχε μια κρίσιμη συνάντηση με τους εκπροσώπους της Τρόϊκα, στους οποίους διαμηνύθηκε ότι και ο προσωπικός τους ρόλος όπως τον γνώριζαν έχει αλλάξει πλέον, μα και ότι το ίδιο το Μνημόνιο θα είναι εντός ολίγου ένα ανύπαρκτο έγγραφο, που θα καταργηθεί με νόμο και θα αντικατασταθεί με άλλη συμφωνία που θα είναι συμφωνία μεταξύ πραγματικών εταίρων και όχι συμφωνία μιας ξένης κατοχικής δύναμης με ελεγχόμενες από αυτή κυβερνήσεις, και επί πλέον, μια συμφωνία που θα δίνει χώρο και χρόνο στην εθνική μας οικονομία προκειμένου να ορθοποδήσει, διαφορετικά, αν είναι να μας πεθάνει υπό συνθήκες αναξιοπρέπειας, αν κι εμείς επιλέγαμε τον θάνατο, τότε θα προτιμούσαμε έναν αν όχι ένδοξο, τουλάχιστον αξιοπρεπή θάνατο. Όμως, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ένας άνθρωπος πεθαίνει, όχι όμως και ένας λαός, εκτός αν έφτασε στο έσχατο στάδιο της δουλοφροσύνης του, πράγμα που εδώ δεν συμβαίνει. Επανέρχομαι σε σας. Κύριοι, είδατε ο καθένας τον φάκελο που τον αφορά. Για να σας προλάβω, δεν πρόκειται εδώ να επιτρέψω καμιά συζήτηση. Δεν σας κάλεσα γι’ αυτό. Σας κάλεσα για να ακούσετε τις αποφάσεις μου σε ό,τι σας αφορά. Βγαίνοντας από δω, έπειτα από τη σύσκεψη αυτή, εκεί έξω στα κανάλια, κάνετε ό,τι δηλώσεις θέλετε, καταγγείλετέ με όσο θέλετε, κύριοι, ειλικρινώς, δεν δίνω δεκάρα. Εσείς θα κάνετε ό,τι θέλετε και η κυβέρνηση ό,τι πρέπει. Λοιπόν. Στον καθένα σας, αποδίδονται μια σειρά από πράξεις που δεν είναι απλά ανήθικες πλην νόμιμες, αν και τούτη την αντίφαση η νέα κυβέρνηση θα προσπαθήσει να την εξαλείψει, είναι ποινικά κολάσιμες και μάλιστα, σχεδόν όλες κακουργηματικού χαρακτήρα. Φυσικά το κριτήριο της αθωότητας το έχετε όλοι σας και το σέβομαι. Όμως, οι κατηγορίες είναι αυτές. Έχετε τη δυνατότητα να υποστηρίξετε τον εαυτό σας στα δικαστήρια, ενώ σας πληροφορώ, ότι ήδη τούτη τη στιγμή κατατίθεται από τον υπουργό δικαιοσύνης στη Βουλή τροπολογία στα πλαίσια άλλου νόμου που ψηφίζεται, ώστε οι όποιες παραγραφές που προκύπτουν από πράξεις που αναφέρονται στους φακέλους σας, να πάψουν να ισχύουν ή σε άλλες περιπτώσεις, να επεκταθεί χρονικά ο χρόνος παραγραφής. Στους φακέλους σας, υπάρχει ένα φύλλο, που τιτλοφορείται «σύνοψη οφειλών προς το δημόσιο», και εκεί αναφέρεται ένα νούμερο. Είναι η ζημία που υπολογίσαμε ότι το δημόσιο έχει υποστεί από την δραστηριότητά σας που καταγγέλλεται ως παράνομη και κολάσιμη ποινικά, και βεβαίως κολάσιμη και με βάση τον αστικό κώδικα, και εδώ βρίσκεται η πρόταση της κυβέρνησης. Ή δέχεστε να καταβάλλετε άμεσα το αναφερόμενο για τον καθένα σας ποσό και το θέμα των ευθυνών σας σταματά εδώ, ή, δεν δέχεστε και τότε πολύ απλά, από αύριο κιόλας, η κυβέρνηση θα διαβιβάσει αυτούς τους φακέλους, με όλα βεβαίως τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουμε και που υποστηρίζουν μέχρι το τελευταίο ευρώ την κάθε μας αξίωση, στη τακτική δικαιοσύνη. Και κάτι άλλο. Δεν μου διαφεύγει ότι τούτη τη στιγμή, κάνω κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα πιστεύω. Και κυρίως, με το ότι πρέπει όσοι έβλαψαν το δημόσιο συμφέρον, να πάνε φυλακή. Όμως, τούτη την ώρα έχω τούτες τις επιλογές : είτε να σας κλείσω φυλακή και να σιτίζεστε για ακόμα μια φορά δωρεάν από τον λαό, ενώ με αυτό τον τρόπο, ναι το ομολογώ, δεν θα πάρω παρά κλάσμα των χρημάτων που διεκδικώ, ή, με αντάλλαγμα την προσωπική σας ελευθερία, να δώσετε οικεία βουλήσει και με νομικό τρόπο που ο νομικός σύμβουλός μου θα σας εξηγήσει ώστε να έχει και νομικό περιεχόμενο τούτη η πρόταση, ό,τι ακριβώς σας καταλογίζεται ως ζημία που προκαλέσατε στο δημόσιο, και θα είναι τούτη η πράξη, η τελευταία ευκαιρία που έχετε να επανορθώσετε την ζημία που προξενήσατε στο τόπο και τη δυστυχία στην οποία ρίξατε τούτο το λαό, στο βαθμό που σας αφορά, και δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος τούτος ο βαθμός ευθύνης σας. Θα είναι επίσης η πρώτη και τελευταία φορά που θα καλούμε σε συμβιβασμούς τέτοιου είδους, και ούτε υπήρχε περίπτωση να κάνω τούτη τη προσπάθεια, αν βλέποντας το νούμερο αθροιστικά που προκύπτει και από τους σαράντα που παρίστασθε εδώ, δεν ήταν τέτοιο ώστε πράγματι μπορεί να χρηματοδοτήσει άνετα την επιστροφή για εκατομμύρ
ια συμπολιτών μας σε αυτό που λέμε «προτεραία κατάσταση των πραγμάτων», δηλαδή στη προ-μνημονιακή εποχή, και επί πλέον, περισσεύει και ποσόν που αρκεί για να πάει για εξυπηρέτηση όχι απλά τόκων και κεφαλαίου από το δημόσιο χρέος. Κύριοι, αυτό είναι το μέγεθος της ζημιάς που προκαλέσατε στον λαό που μεταφράζετε σε δικό σας κέρδος, όμως, αυτό το κέρδος δεν σας ανήκει, είναι προϊόν κλοπής και θα πολεμήσω όσο και αν αντιταχθείτε, να γυρίσει τούτο το ποσό στο νόμιμο ιδιοκτήτη του, τον λαό. Ακούω λοιπόν, αν δέχεστε τη πρότασή μου. Όμως, σας λέω τούτο. Μετά το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής, δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία, ακόμα και αν το ήθελα. Και μάλιστα για να δεσμευτώ κι ο ίδιος, αυτός είναι ο λόγος που αύριο το πρωΐ κιόλας οι φάκελοι αυτοί με όλο το αποδεικτικό υλικό θα πάνε στον εισαγγελέα αν αρνηθείτε τη πρόταση που σας κάνω. Προσέξτε, δεν είναι συμβιβασμός αυτό που προτείνω : είναι επιστροφή στο ακέραιο των οφειλομένων, κι ακριβώς επειδή δεν είναι συμβιβασμός, κάπως μετριάζει την λύπη που νοιώθω που δεν αποδίδεται πλήρως η δικαιοσύνη, δηλαδή και ποινικός κολασμός. Όμως είναι τόσο μεγάλο το τρέχον οικονομικό πρόβλημα της χώρας και η πίεση πάνω στο λαό, που με αναγκάζουν να κάνω ό,τι δεν εγκρίνω. Και επιπλέον, σημειώστε ότι του λοιπού θα είναι δύσκολη ως αδύνατη και η συνέχιση της όποιας οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας για όσους προτιμήσουν να παραμείνουν με τα κλοπιμαία στα χέρια τους, πράγμα που δεν θα συμβεί με τους υπόλοιπους, με μόνο περιορισμό, ότι κανείς σας πλέον, είτε συμφωνήσει είτε όχι δεν θα έχει του λοιπού καμία οικονομική δοσοληψία με το Δημόσιο. Κύριοι, παρακαλώ, όσοι δέχεστε τη πρόταση της κυβέρνησης, να σηκώστε το χέρι σας.»
Σήκωσαν το χέρι αμέσως δεκαέξι ενώ άλλοι δέκα είχαν το χέρι τους μισοσηκωμένο. Οι υπόλοιποι κοίταζαν πότε τους δεκαέξι που σήκωσαν το χέρι, πότε τους άλλους δέκα που δίσταζαν, πότε τον πρωθυπουργό, πότε κοιτάζονταν μεταξύ τους.
«Κύριοι», είπε ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στους δέκα που δίσταζαν, «θέλω να είναι ξεκάθαρη η απόφασή σας. Το χέρι υψωμένο με τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολία αν δέχεστε ή όχι. Παρακαλώ».
Οι δέκα που δίσταζαν ύψωσαν κι αυτοί το χέρι τους, και μαζί μ’ αυτούς και άλλοι οκτώ από εκείνους που δεν είχαν σηκώσει το χέρι τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Πολύ καλά», είπε ο πρωθυπουργός. «Είστε…» σταμάτησε λίγο ενώ μέτραγε με τα μάτια του τα σηκωμένα χέρια, «είστε λοιπόν τριάντα τέσσερις. Τριάντα τέσσερις λοιπόν, και χαίρομαι διότι εκπροσωπείτε το μεγαλύτερο ποσοστό των διεκδικούμενων επιστροφών», είπε ο πρωθυπουργός, και γυρίζοντας στον νομικό του σύμβουλο του είπε : «Κύριε…»
«Κύριε πρωθυπουργέ, κύριε πρωθυπουργέ…», ακούστηκε η φωνή του Λουκίδη που ήταν ανάμεσα σ΄ εκείνους που δεν είχαν σηκώσει το χέρι του.
Ο πρωθυπουργός στράφηκε προς το μέρος του.
«Ναι κύριε Λουκίδη»
«Παρακαλώ, συμπεριλάβετε και μένα στους συμφωνούντες με την πρότασή σας» είπε και σήκωσε το χέρι του.
«Καλώς» είπε ο πρωθυπουργός, και συνέχισε : «Πριν αποχωρήσω, υπάρχει μήπως και κάποιος άλλος που ξανασκέφτηκε τη πρότασή μου»;
Κανείς άλλος δεν σήκωσε το χέρι του. Ο πρωθυπουργός στράφηκε ξανά προς τον νομικό του σύμβουλο, όμως εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε μια σβησμένη φωνή από το τραπέζι :
«Κύριε πρωθυπουργέ…» ήταν ένας ακόμα που προσχωρούσε στους συμφωνούντες, όμως την ίδια στιγμή, χωρίς να πούνε λέξη, σήκωσαν τα χέρια τους και οι υπόλοιποι που μέχρι τη στιγμή εκείνη παρέμειναν στους διαφωνούντες.
«Ωραία» είπε ο πρωθυπουργός. «Άρα συμφωνείτε όλοι σας. Κύριε Νομικέ», είπε γυρνώντας στον νομικό του σύμβουλο, «εγώ με τον κύριο Βρασιώτη θα σας αφήσουμε εδώ, μαζί με τους κυρίους, για να υπογράψετε ό,τι απαιτείται για την επικύρωση των συμφωνηθέντων, και βεβαίως, για την υπογραφή των επιταγών στο όνομα του δημοσίου με τα ποσά που αντιστοιχούν στον καθένα τους. Κύριοι, σας εύχομαι καλή συνέχεια».
«Τώρα που συμφωνήσαμε, μπορούμε να καλέσουμε τους νομικούς μας συμβούλους»; ρώτησε ο Λουκίδης.
«Όχι», απάντησε ο πρωθυπουργός κοφτά. «Το κείμενο που θα υπογράψετε, θα είναι λιτό και έχετε όλοι σας εμπειρίες από τέτοια κείμενα, και από ακόμα πιο περίπλοκα. Δεν σας ζητώ να διαπραγματευθείτε μαζί μου. Με ξεχνάτε ότι δεν διαπραγματευόμαστε. Σας ζητώ πολύ απλά να επιστρέψετε τα κλοπιμαία. Όμως, ας μην επανέλθουμε στα ίδια πράγματα…»
Στο σημείο αυτό ο πρωθυπουργός σηκώθηκε, και μαζί μ’ αυτόν σηκώθηκαν όλοι οι άλλοι, και αποχώρησε συνοδευόμενος από τον διευθυντή του γραφείου του.
«Κύριοι», είπε ο νομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού απευθυνόμενος στους επιχειρηματίες που ήδη είχαν κάτσει πάλι στις θέσεις τους, «επιτρέψτε μου τώρα να σας ενημερώσω τις λεπτομέρειες υλοποίησης των όσων συμφωνήθηκαν εδώ, με τρόπο βεβαίως, που να προκύπτει ως μια ενέργεια που αναλαμβάνεται από εσάς τους ίδιους αυτοβούλως και με τρόπο που να αποκλείει την ποινική τουλάχιστον εμπλοκή σας, όπως σας υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός…»
(Ολόκληρο το πολιτικό μυθιστόρημα «Η προειδοποίηση», σε ενιαίο κείμενο βρίσκεται αναρτημένο στη προσωπική μου σελίδα στο www.academia.edu και σε συνέχειες στο «olympia.gr»)