Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Αν αναζητούσαμε τον πολυγραφότερο έλληνα πεζογράφο, πολύ εύκολα θα τον βρίσκαμε στην πνευματικά ευγενή φυσιογνωμία του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Είναι ασύλληπτος ο όγκος της πνευματικής παραγωγής που κληροδότησε στα ελληνικά γράμματα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Δημοσίευε καθημερινά εν είδει επιφυλλίδων μυθιστορήματα σε εφημερίδες και είκοσι απο αυτά σε ξεχωριστούς τόμους. Ο Ξενόπουλος που παράλληλα έγραψε πληθώρα θεατρικών έργων και κριτικές, θεωρείται ο πατέρας του υποαστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Υπήρξε βαθύτατα καλλιεργημένος άνθρωπος και πλατιά ενημερωμένος. Παρακολουθούσε στενά τα αισθητικά ρεύματα και τις πνευματικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ο Ξενόπουλος στο πρώτο στάδιο της πνευματικής του παρουσίας αποτύπωσε με ενάργεια και συγγραφική μαστοριά τα κοινωνικά ήθη και τις έκγονες απο την κοινωνική διαστρωμάτωση της Ζακύνθου ταξικές συγκρούσεις, εστιάζοντας περισσότερο στη σύγκρουση μεταξύ παλιού και νέου και ειδικότερα μεταξύ των γενεών. Στη θεματολογική προσέγγιση της οξύτατης κοινωνικής ματιάς του Ξενόπουλου αδιαμφισβήτητα ζωτικό ρόλο έπαιξε η κοινωνική ιδιοτυπία της Ζακύνθου ως μέλους των επτανήσων έναντι της υπόλοιπης Ελλάδας που βιώνει τη στέρηση και τους βραδείς ρυθμούς κοινωνικής ανάπτυξης. Η Ζάκυνθος τελούσε εκείνα τα χρόνια υπο το καθεστώς της αγγλικής αρμοστείας και δέχεται όλες τις πολιτισμικές επιρροές και τις κοινωνικές επιδράσεις των Αγγλογάλλων και των Ιταλών. Η διάκριση των τάξεών της είναι διαυγής σαφής. Το αρχοντολόι που δείχνει να χάνει τη μάχη της κοινωνικής επικυριαρχίας στον ιστορικό ορίζοντα, ανερχόμενη αστική τάξη με τους εμπόρους, τους οικονομικούς παράγοντες και οι εργάτες. Κυρίαρχες μορφές στα έργα του Ξενόπουλου είναι οι νέοι που αμφισβητούν τις παραδοσιακές αξίες των προγόνων τους. Κάτω απο την πίεση των ερωτικών τους σχέσεων πηγάζει η ανάγκη να αποτινάξουν τα στεγανά της πατριαρχικής οικογένειας και να επιλέξουν το δικό τους δρόμο στη ζωή. Υποτάσσονται ωστόσο στο κοινωνικό τους πεπρωμένο αφού δεν έχουν τις δυνάμεις να το ανατρέψουν. Αυτοί οι νέοι συνήθως στα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου δεν δικαιώνονται και πεθαίνουν. Ωστόσο καταγράφονται σαν ένα σημαντικό ορόσημο κοινωνικής ανταρσίας της εποχής τους, αλλά και ως προάγγελος κατοπινών κοινωνικών κινημάτων απέναντι στην αριστοκρατία και την οικονομική ολιγαρχία της Ζακύνθου. Ωστόσο ο Ξενόπουλος όμως που πάνω απο όλα υπήρξε άνθρωπος του μέτρου και αποστρέφονταν τις ακρότητες παρουσιάζει τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ της ταξικής διάρθρωσης της Ζακύνθου με ένα ήρεμο και γλυκύ τρόπο, χωρίς αιχμές και οξύτητα, που θα μπορούσε να υποδαυλίσει το κοινωνικό μίσος. Και έρχονταν ο έρωτας μετά να αμβλύνει αυτές τις διαφορές και να ανακαθορίσει τις σχέσεις των αντιμαχόμενων πλευρών. Όπως σημείωσε ο μεγάλος μας κριτικός Άλκης Θρύλος για αυτό τον τρόπο προσέγγισης του Ξενόπουλου «Ο έρωτας και ο γάμος που θα ακολουθήσει ύστερα απο κάποιες περιπλοκές και αντιθέσεις θα καταργήσει τις αποστάσεις, θα συνενώσει και θα συμφιλιώσει τις τάξεις που αντιμάχονται». Σύνδρομη αυτής της καλοζυγισμένης γραφής του Ξενόπουλου είναι η έμφυτη ευαισθησία του γονιμοποιημένη με τη διαίσθηση και την καλαισθησία που είχε δρέψει απο το προηγμένο πολιτισμικά κοινωνικό του περιβάλλον.
Χαρακτηριστικό μάλιστα δείγμα αυτής της προσωπικής γωνίας θέασης των κοινωνικών δρωμένων της Ζακύνθου απο τον Ξενόπουλο είναι το έργο του «Ο Ποπολάρος». Στον «Ποπολάρο» ο Ξενόπουλος όπως σημείωσε ο Αρίστος Καμπάνης, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια πάλη των τάξεων ήρεμη, ρομαντική μεταξύ της αριστοκρατίας που είναι πια νικημένη και της πλούσιας φθασμένης αστικής τάξης που δεν έχει πια τίποτα να κατακτήσει παρά τη δυνατότητα να παντρεύονται τα παιδιά της με τα παιδιά της αριστοκρατίας. Στην δεύτερη φάση που είναι και η πιο μεγάλη της πνευματικής του δημιουργίας ο Ξενόπουλος αποτυπώνει την κοινωνική τυπολογία του αττικού τοπίου, αφού εγκαθίσταται πια μόνιμα στην Αθήνα, που θα αποτελέσει το ορμητήριο της συγγραφικής του παραγωγής. Ενός αττικού τοπίου που παρόλη την νωθρότητα, τη βραδυπορία και τις υστερήσεις του, προσπαθεί τελικά να παρακολουθήσει την πρόοδο και τους ρυθμούς της Δύσης. Τηρουμένων των αναλογιών μπορεί να θεωρηθεί ότι πρώτος ο Ξνενόπουλος κατόρθωσε στην Ελλάδα να συγχρονίσει αντικειμενικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Και είχε την ευτυχία στη μακρά και υπερπαραγωγική συγγραφική του παρουσία να συνθέσει με ακρίβεια, λεπτότητα, πλατιά γνώση της σεξουαλικής ψυχολογίας, αλλά και με την προικοδοσία μιας ανεξάντλητης σκηνοθετικής και σκηνογραφικής φαντασίας, την κοινωνική ζωή της προπολεμικής Ελλάδας, που τελικά έμεινε αδιαφοροποίητη ως τον πόλεμο και πολύ μετά ακόμη. Όπως σημείωσε ο μεγάλος μας κριτικός Ανδρέας Καραντώνης για την πολύχρονη απεικόνιση της κοινωνικής ηθολογίας του Αττικού τοπίου απο τον Ξενόπουλου «Πενήντα ολόκληρα χρόνια καρφωμένος στην καρδιά της Αθήνας και περιφέροντας την οπτική ακτίνα της καθαρής φαντασίας του και της οξύτατης παρατηρητικότητάς του επάνω στην έκτασή της, την παρακολουθεί σε κάθε στιγμή της ανάπτυξής της, την μελετά την ερευνά στις παραδόσεις της και στο μοντερνισμό της, νοιώθει κατάβαθα το κοινωνικό της αίσθημα και προπαντός συμπυκνώνει μέσα του και διαχέει στην ατελείωτη σειρά των έργων του, τα ζωτικά ρεύματα και τις κοινωνικές αντανακλάσεις του ερωτισμού της».
Ο Ξενόπουλος βαθύτατα προοδευτικός άνθρωπος ήταν απο τους πρώτους διανοουμένους που βροντοφώναξε το δικαίωμα της γυναίκας να ζήσει ανεξάρτητη απο τις οικογενειακές της αντιλήψεις για την τιμή. Στο μυθιστόρημά του μάλιστα «Τερέζα Βάρμα Δακόστα» που συνιστά ένα απο τα πρωτότυπα και άρτιο τεχνικά έργα του, δίνει τα πρώτα σπέρματα της προσπάθειας της γυναίκας για την προσωπική της αυτονομία, που με όποιο κόστος σπάζει τα κοινωνικά στεγανά της πατριαρχικής ηθικής. Στο μυθιστόρημά του «Πλούσιοι και φτωχοί ο συγγραφέας αποτυπώνει την εναγώνια προσπάθεια ενός φτωχού και προικισμένου νέου για ατομική ανέλιξη και κοινωνική πρόοδο, που πάραυτα χάνει το παιχνίδι της ζωής, διότι δεν κατέχει την τέχνη να κυνηγά το χρήμα και στο τέλος μπλεγμένος σε μια παράπλευρη ιστορία της ζωής πεθαίνει άδοξα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας προικισμένος και άριστος μαθητής που φεύγει απο τη Ζάκυνθο να σπουδάσει στην Αθήνα. Η οικονομική κατάρρευση όμως του πατέρα του τον οδηγεί στο ζυγό της βιοπάλης. Τελειώνει με άριστα τις σπουδές του και ανοίγει φροντιστήριο απο το οποίο προσπορίζει τα απαραίτητα για να ζήσει την οικογένειά του. Αργότερα θα διοριστεί καθηγητής σε γυμνάσιο. Πάντα όμως εκμεταλλεύονται την καλοσύνη και την καλοπιστία του και πέφτει θύμα της ιδιοτέλειας. Σε μια κρίσιμη καμπή για αυτόν γνωρίζετε με μια σοσιαλιστική ομάδα που όπως σημειώνει ο συγγραφέας «η θεωρία της ταίριαζε στην πνευματική του διάθεση και την τωρινή οικονομική του κατάσταση. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα της ομάδας και ένα άρθρο του επισύρει την μήνη της διοίκησης. Συλλαμβάνεται κλείνετε στη φυλακή, αρρωσταίνει και τελικά πεθαίνει πριν καν δικαστεί. Ο Ξενόπουλος εδώ κατορθώνει να δώσει ηθική ζωντάνια στα πρόσωπα του, να αναλύσει διεισδυτικά την ψυχολογία τους και να τους προσδώσει ένα αληθινά ανθρώπινο ενδιαφέρον. Μια ζωντανή, συγκινητική και πειστικά δοσμένη ανθρώπινη ιστορία που επιβραβεύει απόλυτα το αναγνωστικό κοινό.
Ο Ξενόπουλος θεωρήθηκε απο την κριτική ο πιο αντιπροσωπευτικός πεζογράφος της γενιάς του Παλαμά. Ο ίδιος πίστευε πολύ στη δύναμη του πεζογραφικού του λόγου και διεκδικούσε τα πνευματικά πρωτεία. Έλεγε χαρακτηριστικά «Ισχύς μου η αγάπη του κοινού». Στη γραφίδα του βάραινε περισσότερο η παρατήρηση παρά το όραμα. Και αυτή ακόμα η διαίσθησή του διυλίζετο απο τη λογική. Όπως σημείωσε ο Κ. Θ. Δημαράς «Η δομή των έργων του απο τα πιο εκτεταμένα ως τα πιο σύντομα, είναι πάντα μελετημένη και επιμελημένη». Ο Ξενόπουλος πέρα απο την ασύλληπτων διαστάσεων διηγηματογραφική του παραγωγή, υπήρξε απο τους πρωτοπόρους του ελληνικού θεάτρου. Έγραψε πλήθος θεατρικών έργων, απλά ευκολονόητα, με ενδιαφέρουσα πλοκή και στέρεα αρχιτεκτονική κατασκευή, που υπεκατέστησαν τα κλασσικά κωμειδύλλια και αναθεώρησαν τη θεατρική μας παράδοση. Όπως σημείωσε ο Γιώργος Θεοτοκάς «Οι πιο επιτυχημένες δημιουργίες του είναι τα πρόσωπα των συναισθηματικών κοριτσιών, που τα έπλασε με ξεχωριστή στοργή και που γοητεύουν το πανελλήνιο με την αυθορμησία τους, τη δροσιά τους, τη χάρη τους και κάποτε με τη νεανική περιπάθειά τους». Αδιαμφισβήτητα ο Ζακυνθινός συγγραφέας είναι μια απο τις κορυφαίες και πρωτοπόρες φυσιογνωμίες της ελληνικής γραμματολογίας. Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και περιοδικά πολιτιστικού περιεχομένου και είναι απόσπασμα του υπο έκδοση βιβλίου μου «Κορυφαίοι της ελληνικής γραμματολογίας».
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.