Βασίλης Δημ. Χασιώτης: Η θεμελιώδης προϋπόθεση της ανεξαρτησίας της συνείδησης του βουλευτή

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

χασιωτης«… Η πολιτική συνείδηση των Ρωμιών έχει πέσει σε νάρκη. Αγαναχτούν όταν ο ηγεμόνας είναι κακός. επαναστατούν κιόλας για να τον αλλάξουν. Αλλά κανείς, ποτέ, δεν διανοήθηκε ν’ αλλάξει το πολιτικό σύστημα.»

Μ. Καραγάτσης : Σέργιος και Βάκχος

«Μα, είσαι καλά στα μυαλά σου, υποστηρίζεις στα σοβαρά, ότι η κατά συνείδηση ψήφος του βουλευτή, τελικά, υπόκειται στον οποιοδήποτε περιορισμό; Τότε τι σόι ανεξαρτησία είναι αυτή»;

Η έκρηξη του καλού μου φίλου, οφείλεται στον ισχυρισμό μου, πως κανείς αντιμνημονιακός βουλευτής, αν θέλει να ισχυρίζεται ότι ψηφίζει κατά συνείδηση, δεν έχει το δικαίωμα να ψηφίσει οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί άμεση ή έμμεση στήριξη της μνημονιακής πολιτικής.

Η αντίδραση του φίλου μου, οφείλεται στο ότι θέτω περιορισμό στην ελεύθερη βούληση του βουλευτή, και άρα της συνείδησής του.

Και είναι αλήθεια, πως ναι, έθεσα ένα περιορισμό, ο οποίος, όπως ισχυρίζομαι, είναι όχι απλά θεμελιώδης, μα και βεβαιωτικός της ίδιας της ανεξαρτησίας της συνείδησης του βουλευτή.

Η ανεξαρτησία της κάθε συνείδησης, δεν είναι κάτι το ανερμάτιστο, κάτι που δεν έχει ένα σημείο αναφοράς, και συνεπώς, μια «εξάρτηση» από κάποιο προσδιορίσιμο και σε κάθε περίπτωση προσδιορισμένο «σημείο αναφοράς».

Και αν έθεσα το ζήτημα της ανεξαρτησίας της βούλησης του βουλευτή, αναφορικά με το φλέγον και μονίμως επίκαιρο τα τελευταία χρόνια ζήτημα των μνημονίων, θα μπορούσε να τεθεί άνετα και πριν την εποχή των μνημονίων, όσο και στο μέλλον, όταν κάποια στιγμή, ελευθερωθούμε από αυτή τη σύγχρονη μνημονιακή κατοχή.

Θα μπορούσε επίσης να τεθεί, εξίσου άνετα, και σε σχέση με τους μνημονιακούς βουλευτές, αν αποφάσιζαν να ψηφίσουν εναντίον των μνημονίων.

Η θεμελιώδης προϋπόθεση της ανεξαρτησίας της βούλησης, της συνείδησης, του βουλευτή, του κάθε αιρετού εκπροσώπου, όμως εδώ εστιάζουμε στους βουλευτές, είναι η υποχρέωσή του να τηρεί τις προεκλογικές του δεσμεύσεις με βάση τις οποίες εκλέχτηκε, δεσμεύσεις που συνήθως αποτυπώνονται σε κάποιο προεκλογικό πρόγραμμα.

Η «δέσμευση» της ατομικής (και κομματικής) «βούλησης» προς το εκλογικό σώμα, δηλαδή, προς μια υπέρτερη συλλογική «βούληση», αφού αυτή η συλλογική «βούληση» είναι που έχει σημασία και ψάχνει να βρει ποιος θα μπορέσει πιο αποτελεσματικά και πιο έντιμα να την εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο, αποτελεί το ζητούμενο εν προκειμένω «σημείο αναφοράς».

Αυτή η δέσμευση δεν είναι απλά σημαντική για όλους τους βουλευτές, και, ειδικά για όσους στηρίζουν μια κυβέρνηση, είναι εξόν από σημαντική και κρίσιμη, αποτελεί τον λόγο ύπαρξης του ίδιου του βουλευτή, ως κάτοχο ενός αιρετού θεσμικού αξιώματος της Δημοκρατίας.

Από τη στιγμή που ο βουλευτής, από την προεκλογική ήδη περίοδο που ως υποψήφιος για το αξίωμα, υπόσχεται ότι θα τηρήσει συγκεκριμένη θέση απέναντι σε γενικότερα ή ειδικότερα ζητήματα, τρέχοντα ή υπάρχοντα από παλιά, και με τη ψήφο του θα τα στηρίξει ή δεν θα τα στηρίξει, είτε αυτό που υπόσχεται αφορά ατομικά τον ίδιο είτε όσα υπόσχεται τα υπόσχεται διότι αποτελούν και υποσχέσεις του προεκλογικού προγράμματος του κόμματός του, εκείνη τη στιγμή, ξεκαθαρίζει την αληθινή του βούληση και επομένως, εκθέτει δημοσίως τι του επιτάσσει η συνείδησή του.

Εφόσον με αυτά τα δεδομένα εκλεγεί, θεωρείται ήδη ότι υπάρχει μια «σύμβαση» μεταξύ αυτού και των ψηφοφόρων του, η οποία αν και μη έγγραφη, εν τούτοις δεν είναι άτυπη.

Μια δημόσια δήλωση ενώπιον του λαού, και μία δημόσια δέσμευση ενώπιον του λαού ενός προσώπου που ζητά την ψήφο του λαού να τον εκπροσωπήσει στη Βουλή, είναι πολύ πιο ισχυρή και «τυπική», από το οποιοδήποτε έγγραφο.

Όπως έχω υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα μου, το ζήτημα της «τυπικής» ισχύος ενός προεκλογικού προγράμματος ιδίως ενός κόμματος εξουσίας, αλλά και όλων των υπολοίπων βεβαίως, και συνεπώς, όσων υποψηφίων δηλώνουν ότι συντάσσονται και αποδέχονται αυτό το πρόγραμμα, δεν μπορεί να υπερισχύσει της ουσιαστικής του ισχύος και κυρίως των επίσης ουσιαστικών συνεπειών που παράγει όταν το κόμμα ανέρχεται στην εξουσία ακριβώς επειδή ο λαός επέλεξε δια της ψήφου του το πρόγραμμά του για την εξυπηρέτηση ζωτικών και όχι επουσιωδών για τα συμφέροντά του ζητημάτων, διότι διαφορετικά, θα οδηγούμασταν όχι στην με κάθε νόμιμο τρόπο εκλογική νίκη, μα στην με κάθε δυνατό τρόπο, του συνειδητού ψεύδους, μη αποκλειομένου κατάκτηση της εξουσίας και εκείθεν στον ουσιαστικό βιασμό της συλλογικής βούλησης που έχει εξαπατηθεί.

Επομένως, υπάρχει μεταξύ της βούλησης του βουλευτή, μετά την εκλογή του, και των όσων δήλωνε προεκλογικά, μια αδιάρρηκτη ενότητα υποσχέσεων και πράξεων, μια ενότητα που όσο υπάρχει διατηρεί ζωντανή και την ενότητά του με την εκλογική του βάση, στηρίζεται δε, στη συνέπεια λόγων και πράξεων.

Από τη στιγμή που η παραπάνω ενότητα διαρραγεί μετεκλογικά, χωρίς τα ουσιαστικά πραγματικά δεδομένα επί τη βάσει των οποίων εγένοντο οι δεσμεύσεις του υποψήφιου βουλευτή που ίσχυαν προεκλογικά να έχουν αλλάξει, στην ουσία ο βουλευτής αποστασιοποιείται για τους δικούς του λόγους, με όσα προεκλογικά υπόσχονταν, αποστασιοποιούμενος ταυτόχρονα και από την εκλογική του βάση, όταν δε αυτό αφορά ένα ολόκληρο κοινοβουλευτικό κόμμα, τότε αυτή η διάρρηξη της ενότητας αφορά το κόμμα συνολικά.

Εν προκειμένω, είναι ουσιώδες να αντιληφθούμε, ότι το θεμελιώδες είναι η βούληση της εκλογικής βάσης του βουλευτή (ή του κόμματος).

Ο υποψήφιος βουλευτής, δεν κατακτά εν τέλει το βουλευτικό αξίωμα με βάση τη δική του βούληση και τον δικό του λόγο, αλλά με βάση τη βούληση των ψηφοφόρων του, και τη ταύτιση της δικής του «βούλησης» με εκείνη των ψηφοφόρων του.

Ο υποψήφιος βουλευτής εκθέτει τις απόψεις του και υπόσχεται να τηρήσει όσα λέει, υπόσχεται δηλαδή ενότητα λόγων και έργων, και οι εκλογείς αποφαίνονται.

Το ότι οι εκλογείς μπορεί να παραπλανηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή και να εκβιαστεί η ψήφος τους επίσης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό δεν αλλάζει τα όσα εκτίθενται στο παρόν άρθρο, όσο σοβαρό και αν είναι το ζήτημα αυτό, το οποίο όμως, είναι άλλης μορφής και τάξεως.

Επομένως, η βούληση του βουλευτή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη βούληση της εκλογικής του βάσης, υποκείμενη σ’ αυτή, αφού ως αντιπρόσωπος, είναι αυτός που λογοδοτεί στους ψηφοφόρους του και όχι το αντίστροφο.

Το ίδιο το αξίωμα του βουλευτή, ως τέτοιο, έλκει την ύπαρξή του στη απόφαση της εκλογικής του βάσης, να τον αναδείξει εκπρόσωπό της στο Κοινοβούλιο.

Δεν εκπροσωπεί τον εαυτό του στη Βουλή, εκπροσωπεί τους ψηφοφόρους του.

Η πραγματική έννοια της ανεξαρτησίας της βούλησης του βουλευτή, ουσιαστικά εκδηλώνεται στο στάδιο της υποψηφιότητάς του.

Σ’ εκείνο το στάδιο πρέπει να είναι ο «εαυτός» του, σ’ εκείνο το στάδιο πρέπει να εκφράζεται και να μιλά «κατά συνείδηση», ώστε να μην αποδεχτεί αργότερα, αν και όταν εκλεγεί, κάποιος διαφορετικός άνθρωπος απ’ αυτόν που ζητούσε τη ψήφο.

Δεν εκπροσωπεί ως βουλευτής, όσο «βαθιά μέσα» του μπορεί να πιστεύει «άλλα πράγματα», τα οποία ίσως να μην είναι ακριβώς το ίδιο με όσα δημοσίως εξέθεσε ότι πιστεύει, όμως κι αυτό, όσο δεν είναι γνωστό, δεν έχει σημασία, και δεν θα είχε ακόμα και αν ήταν γνωστό, πλην όμως, δήλωσε ότι ακολουθεί την βούληση των εντολέων του, των ψηφοφόρων του δηλαδή, και οι τελευταίοι αποδέχτηκαν τη δήλωσή του αυτή.

Αυτή καθαυτή η ιδιότητα του αιρετού «εκπροσώπου», παραπέμπει σε έναν ή περισσότερους (εδώ : εξ ορισμού περισσότερους) εντολείς, εδώ, ψηφοφόρους.

Ο βουλευτής, όντας «εκπρόσωπος», στερείται «δικής» του βούλησης κατά την άσκηση του αξιώματός του, για τους λόγους που εξέθεσα παραπάνω.

Το «στερείται», εδώ έχει μια ειδική σημασία : δεν εκλαμβάνεται με την έννοια ότι είναι «άβουλος», σημαίνει απλώς, ότι εκπροσωπεί τη «βούληση» των εντολέων του, των ψηφοφόρων του, σημαίνει ακόμα ότι έστω και αν έχει μια διαφορετική βούληση σε ένα σημαντικό ζήτημα, εν τέλει αυτή υποτάχθηκε στη βούληση των ψηφοφόρων του, εκτός αν κατόρθωσε να αλλάξει τη βούληση των τελευταίων πριν εκλεγεί και επιβάλλει τη δική του.

Ακριβώς όπως εγώ, ως οικονομολόγος, μπορεί να έχω άλλη άποψη για τη σχεδιαζόμενη επένδυση του εργοδότη μου, και να του την είπα, όμως, αφ’ ης στιγμής έντιμα εκδήλωσα την αντίθεσή μου και αποφάσισα να μη παραιτηθώ, οφείλω να υποστηρίξω όσο πιο επαγγελματικά, και άρα αποτελεσματικά μπορώ την επιλογή του, χωρίς αυτό, δηλαδή, το να υπηρετώ κάτι που δεν με εκφράζει, κάτι μάλλον όχι σπάνιο στη ζωή, σε όλους τους τομείς, δεν σημαίνει ότι είμαι «άβουλος».

Αν η λέξη «στερείται βούλησης» που αναφέρθηκε παραπάνω στη περίπτωση του βουλευτή ηχεί άσχημα, ας πούμε τούτο : ο βουλευτής, άπαξ και εκλεγεί, ταυτίζει πλέον τη δική του «βούληση» με αυτή των ψηφοφόρων του, αφού ακριβώς χάρη σ’ αυτή τη «ταύτιση» κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, και τη ψήφο τους!

Συνάγεται κατά συνέπεια, ότι η «συνείδηση» του βουλευτή, όχι ως συγκεκριμένης ανθρώπινης οντότητας, μας ως κατόχου ενός συγκεκριμένου αιρετού αξιώματος, είναι «ετεροπροσδιορισμένη», διότι εκπροσωπεί τη βούληση όχι τη δική του, μα των ψηφοφόρων του, και αυτό είναι εντελώς αδιάφορο και ξεχωριστό, από το βαθμό της γνήσιας ή λιγότερο γνήσιας, καθολικής ή μερικής ταύτισης της δικής του «βούλησης» (επί ενός ή πολλών σημαντικών θεμάτων) με αυτή των εντολέων – ψηφοφόρων του.

Σε περίπτωση διάρρηξης της ενότητας των «βουλήσεων» εκπροσώπου – εντολέων, υπό την προϋπόθεση που είπαμε, ότι δηλαδή, τα σημαντικά γεγονότα που ίσχυαν προεκλογικά δεν μεταβλήθηκαν μετεκλογικά, είναι φανερό, ότι ο βουλευτής παύει να εκπροσωπεί τους εντολείς του, και υποχρεούται να επιστρέψει την εντολή, με άλλα λόγια, να παραιτηθεί και όχι να «ανεξαρτοποιηθεί».

Αυτή η διάρρηξη, δεν είναι κατ’ εμέ, κάτι εξ ορισμού εναντίον της πολιτικής και ηθικής ακεραιότητας (ατομικής και πολιτικής) του βουλευτή.

Έχει τα δικαίωμα εκ των υστέρων να αναθεωρήσει απόψεις, όπως ο κάθε πολίτης.

Δεν έχει όμως το δικαίωμα, σ’ αυτή τη περίπτωση, να καμώνεται τον «εκπρόσωπο» του λαού, εξακολουθώντας να κατέχει τη βουλευτική έδρα, μαζί βεβαίως με την βουλευτική αποζημίωση, διότι απλά, από τη στιγμή αυτή δεν εκπροσωπεί παρά τον εαυτό του.

Παρόλα αυτά, δεν υποχρεούται να παραιτηθεί, μάλλον υποχρεούται να ανεξαρτητοποιηθεί διατηρώντας τη βουλευτική του έδρα, αν συνολικά το κόμμα του διέρρηξε τη «σύμβασή» του με την εκλογική του βάση κατά τις πιο πρόσφατες εκλογές, οπότε, είναι το κόμμα συνολικά που πρέπει να επιστρέψει την εντολή μαζί με τις έδρες που κατέχει, αν δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι δια του ψεύδους ή δια πλαγίων μη ηθικών πολιτικών μεθοδεύσεων υφάρπαζε τις ψήφους των πολιτών.

Η «συνείδηση» του βουλευτή, εκπροσωπεί την εντός του Κοινοβουλίου συλλογική συνείδηση των εντολέων του, η φωνή του είναι η φωνή τους, η βούλησή του, είναι η βούλησή τους.

Θα τονίσω και πάλι, αυτό που σε προηγούμενα άρθρα μου έχω τονίσει, ότι δηλαδή, υπάρχει ζήτημα συνταγματικότητας στη περίπτωση που ένα κόμμα εξουσίας κυβερνά με άλλο πρόγραμμα από αυτό που υποσχέθηκε, διότι διαφορετικά νομιμοποιείται αυτό που είπαμε, δηλαδή, η κατάληψη της εξουσίας δια παντός δυνατού τρόπου.

Και μια παρένθεση για το ηθικό στοιχείο που ανέφερα παραπάνω.

Αυτό το «είναι νόμιμο αλλά μη ηθικό», το έχουμε ακούσει συχνά.

Χωρίς να επεκταθώ στο ζήτημα αυτό στο παρόν άρθρο, δια μιας προτάσεως θα πω τούτο, κλείνοντας και το άρθρο :

Η ανοχή του νόμου στο ανήθικο, νομιμοποιεί στο τέλος την ανηθικότητα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ