Συνεχίζει να πετάει «βόμβες» το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, αυτή τη φορά αναφερόμενο στην εποχή μετά το μνημόνιο.
Στην τριμηνιαία έκθεσή του για την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2014, το γραφείο παρατηρεί ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα σχεδιασμού από την πλευρά της κυβέρνησης.
«Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιούνται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές κι ευρωπαϊκό περιβάλλον, σαν να είναι “πάνω σε κινούμενη άμμο”» σημειώνει στο εισαγωγικό της σημείωμα η τριμηνιαία έκθεση.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην ίδια έκθεση, «συμπτωματικό της ρευστής κατάστασης είναι, επίσης, ότι δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί ένα εθνικό πρόγραμμα για την εποχή μετά το τρέχον “μνημόνιο” (που τελειώνει το 2014)».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «το μείζον σήμερα είναι η ανάπτυξη που εστιάζει στην καινοτομία και παραγωγικότητα και, συναφώς στην αναδιάρθρωση της παραγωγής και όχι στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε καταστήματα εστίασης κλπ».
Στο πλαίσιο αυτό, στην έκθεση σημειώνεται: «Κάθε σχέδιο ανάπτυξης προϋποθέτει ένα σαφές σχέδιο διανομής κι επομένως, μέτρα αναδιανομής αυτόν το σκοπό πρέπει να υπηρετούν. Αναδιανομή για την ανάπτυξη επιβάλλει μια βαθιά φορολογική μεταρρύθμιση, όπως άλλωστε έχουν αναγνωρίσει οι μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις. Επίσης, κοινωνική πολιτική σε σαθρά οικονομικά θεμέλια δεν γίνεται».
Όπως επισημαίνεται, «στο ζήτημα της ανάπτυξης προβάλλονται διαφορετικές αντιλήψεις, που όμως, δεν εξηγούνται ούτε τεκμηριώνονται επαρκώς. Έτσι, από τη μια μεριά, η έμφαση στον ρόλο των ιδιωτικών επενδύσεων τείνει να παραβλέψει τη σημασία σταθερών κανόνων του παιχνιδιού, ποιοτικής “διακυβέρνησης” και καλά επιλεγμένων κρατικών επενδύσεων σε υποδομές και από την άλλη, η πεποίθηση ότι το κράτος είναι η λύση, παραβλέπει τις ιστορικές εμπειρίες εδώ και αλλού. Κατά τη γνώμη μας κάθε κυβέρνηση, επιζητώντας την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα σε κράτος και αγορά θα πρέπει να λάβει υπόψη (α) τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εμπειρίες, (β) τον μη αμφισβητούμενο πυρήνα της εξελισσόμενης συναίνεσης στην Ευρώπη και (γ) τις ιδιαιτερότητες μιας οικονομίας, όπως η ελληνική, που είναι παγιδευμένη σε φαύλους κύκλους. Σε διαφορετική διατύπωση: το τέλος του “μνημονίου” και η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δε σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δε βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν με την εφαρμογή ενός πειστικού αναπτυξιακού προγράμματος, που όμως δεν υπάρχει ή δεν έχει ανακοινωθεί».
Όπως τονίζεται στην ίδια έκθεση, «σε ένα τέτοιο πλαίσιο εθνικών πρωτοβουλιών την περίοδο μετάβασης από τη σταθεροποίηση στην διατηρήσιμη ανάπτυξη εκτιμούμε, ότι η συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι απολύτως απαραίτητη. Ένα νέο πρόγραμμα που θα στόχευε στην ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωτίστως να είναι δική μας υπόθεση. Ωστόσο, η σύνταξη ενός αξιόπιστου αναπτυξιακού προγράμματος πρέπει να στηρίζεται σε φθηνούς πόρους που προέρχονται από τον ΕΜΣ, ΕΚΤ και άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς».