του Παντελή Καρύκα
Από την ώρα που ο Ιμπραήμ εδραιώθηκε στην Πελοπόννησο, η ελληνική επανάσταση έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια. Μόνο ένας άνθρωπος στάθηκε όρθιος απέναντί του, ο Κολοκοτρώνης, τον οποίο οι πολιτικοί του αντίπαλοι υποχρεώθηκαν να αποφυλακίσουν.
Ο Κολοκοτρώνης είχε υπάρξει κλέφτης από τα γεννοφάσκια του. Είχε δει την οικογένειά του ολόκληρη να πέφτει από μαχαίρι του Τούρκου. Δεν ήταν λοιπόν ο άνθρωπος που θα έσκυβε το κεφάλι, όχι απέναντι στον Ιμπραήμ, αλλά σε κανέναν άνθρωπο. Μόνο ενώπιον του Θεού ο Γέρος έσκυβε ευλαβικά το σεβάσμιο κεφάλι.
Αν λοιπόν οι άλλοι Έλληνες είχαν δειλιάσει αυτός παρέμενε ακλόνητος και θα έκανε τα πάντα για να τους ξανακάνει πολεμιστές. Με πίκρα μεγάλη, αλλά και αποφασιστικότητα δεν δίσταζε να εκτελεί επί τόπου όσους αρνούνταν να πιάσουν όπλο. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να συγκεντρώσει δυνάμεις. Στην Αλωνίστενα ο Γέρος τσάκισε ένα αιγυπτιακό απόσπασμα και ξέφυγε υποδειγματικά από τον κλοιό που του ετοίμαζε ο Ιμπραήμ. Απάντησε μάλιστα με επιτυχημένες επιθέσεις στην Πιάνα και κυρίως στη Δαβιά, όπου ένα αιγυπτιακό σύνταγμα διαλύθηκε, αφήνοντας στο πεδίο 500 νεκρούς, 200 μουσκέτα και τις σημαίες του.
Ο Ιμπραήμ κατάλαβε ότι τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δεν περνούσε μέρα που ο Κολοκοτρώνης να μην δέχεται «δώρο» 50 αιγυπτιακά κεφάλια τουλάχιστον. Πολεμιστές και βοσκοί, αγρότες, γυναίκες και παιδία κτυπούσαν τους Αιγύπτιους όπου τους έβρισκαν. Ο ανεφοδιασμός του Ιμπραήμ κατέστη προβληματικός. Για πρώτη φορά βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση. Προσπαθώντας να προκαλέσει τον Κολοκοτρώνη του έστειλε μια επιστολή στην οποία τον ονόμαζε δειλό. Ο Γέρος απάντησε αγέρωχα : «…Αν είσαι πραγματικά παλικάρι, όπως μου γράφεις, πάρε όσους ανθρώπους σου θελήσεις, να πάρω και εγώ άλλους τόσους και έλα να κάνουμε δίκαιο πόλεμο. Ή αν αγαπάς πάλι έλα μονάχος σου εσύ και μονάχος μου εγώ να μετρηθούμε».
Ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ενισχύσει τον Κιουταχή πασά που πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Δυστυχώς αφέθηκε να κατευθυνθεί ανενόχλητος προς τα Μεσολόγγι. Ο Γέρος γνώριζε, από αιχμαλώτους, τις προθέσεις και το δρομολόγιό του. Ζήτησε λοιπόν από την κυβέρνηση να του διαθέσει τροφές και πολεμοφόδια για να επιχειρήσει να τον αναχαιτίσει. Δεν εισακούσθηκε. Έτσι ο Ιμπραήμ πέρασε, λίγο αργότερα, «ατουφέκιστος» και έφτασε στο Μεσολόγγι, σφραγίζοντας τη μοίρα της ένδοξης πόλης.
Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε τότε τουλάχιστον να εκμεταλλευτεί την απουσία του Ιμπραήμ για να ανακαταλάβει την Τριπολιτσά. Το σχέδιό του έγινε δεκτό, αλλά, η κυβέρνηση φρόντισε να το ανακοινώσει μέσω του τύπου ! «Το έβαλαν στις εφημερίδες», αναφέρει με πικρία στα απομνημονεύματά του ο Γέρος, «έλεγαν ότι ο γενικός αρχηγός εσυμφώνησε με την κυβέρνηση να του δώσουν ζαϊρέ (τρόφιμα) και πολεμοφόδια να ρεσαλτάρει την Τριπολιτσά. και οι εφημερίδες βγήκαν πριν ετοιμαστώ. Τέτοια μυστικότητα είχαν. Έδιναν είδηση εις το εχθρόν» !
Έτσι, όπως ήταν φυσικό, η επίθεση απέτυχε.
Το 1826 ήταν το πιο κρίσιμο έτος για τη επανάσταση και το πιο αιματοβαμμένο. Το Απρίλιο του 1826 αποφασίστηκε να γίνει νέα εθνοσυνέλευση στο Άργος. Τις εργασίες όμως της συνέλευσης πρόλαβε μια τρομακτική είδηση. Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Οι πολιορκημένοι, στερημένοι από όλα τα αναγκαία είχαν επιχειρήσει την ηρωική έξοδο που τους πέρασε στην αθανασία. «Μισή ώρα εστάθηκε σιωπή και δεν έκρινε κανένας, αλλά εμέτραε καθένας τον αφανισμό μας», αναφέρει παραστατικά ο Κολοκοτρώνης. Αυτός και πάλι στάθηκε όρθιος και μέσα στη βαθιά συμφορά. «Το Μεσολόγγι χάθηκε ένδοξα. Το παράδειγμά του θα μείνει στον αιώνα. Εμείς όμως αν τα βάψουμε μαύρα και οκνέψουμε θα πάρουμε στους ώμους μας το ανάθεμα και το κρίμα για το χαμό του λαού», είπε με την βροντερή του φωνή. «Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε», ακούστηκαν μουδιασμένες φωνές. «Τι να κάνουμε; Να αποφασίσουμε γρήγορα μια επιτροπή να μας κυβερνά προσωρινά και εμείς οι υπόλοιποι να γυρίσουμε στους τόπους μας και να πιάσουμε τα άρματα όπως στην αρχή.
Κι αν γλιτώσουμε μαζευόμαστε πάλι και τελειώνουμε τη συνέλευση», ήταν η απάντηση του Γέρου.
Ο Ιμπραήμ από τη στιγμή που πάτησε και πάλι το πόδι του στην Πελοπόννησο φάνηκε αποφασισμένος να τσακίσει την επανάσταση με κάθε τρόπο. Αφού απέτυχε με τα όπλα άρχισε να αλλάζει τακτική επιχειρώντας να κερδίσει τους αποκαμωμένους Έλληνες. Ο στρατός του περιόρισε το καταστροφικό του έργο και τις αρπαγές. Σε αντάλλαγμα ζητούσε από τους Έλληνες να «προσκυνήσουν» δηλαδή να υποταχθούν ξανά. Πολλοί αρχίζουν να «προσκυνούν» να υποτάσσονται δηλαδή στους Τούρκους και τους συμμάχους τους. Το κακό του προσκυνήματος πήρε μεγάλες διαστάσει. Οι δε προσκυνημένοι έφτασαν στο σημείο να συγκροτήσουν σώμα 2.000 ανδρών το οποίο πολέμησε κατά των επαναστατημένων Ελλήνων. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή η Ελλάδα ήταν τυχερή που είχε έναν Κολοκοτρώνη.
Ο Γέρος έλαβε άμεσα μέτρα κατά του προσκυνήματος και των προσκυνημένων. «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ήταν το σύνθημά του.
Περιόδευε στα χωριά, μιλούσε τους Έλληνες, τους εμψύχωνε και να χρειαζόταν τους απειλούσε. «Δώστε μου τα προσκυνοχάρτια του Μπραίμη να σας δώσω του έθνους», έλεγε. Αλλοίμονο στα χωριά που προσκυνούσαν. «Από το ένα μέρος θα βγαίνουν οι αραπάδες, από το άλλο θα μπαίνω εγώ και θα ρημάζω», απειλούσε.
Ο Ιμπραήμ όταν είδε ότι ο Κολοκοτρώνης με το σθένος του και την αποφασιστικότητά του περιόρισε το κακό με το προσκύνημα, προσπάθησε να τον δολοφονήσει. Πλήρωσε έναν Έλληνα ο οποίος δέχτηκε να σκοτώσει τον Γέρο. Ο Κολοκοτρώνης όμως το έμαθε, το έπιασε και τον κρέμασε σε ένα δέντρο, απαγορεύοντας να τον κατεβάσουν. Στο λαιμό του, του κρέμασε πινακίδα που έγραφε : «Αυτό κερδίζει όποιος γίνεται προδότης της πατρίδος του».
Τότε ο Ιμπραήμ εξαπέλυσε τις καταστροφικότερες επιδρομές του σε όλο το Μοριά. Στην Μεσσηνία οι Αιγύπτιοι έκαψαν τα σπίτια, έκοψαν ή ξερίζωσαν τα δέντρα, σκότωσαν τα ζώα, τίποτα δεν άφησαν όρθιο. Παρόμοια έκαναν και στην Κυνουρία και στην Κορινθία. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τότε μια επιστολή στον Ιμπραήμ. «Το δίκαιο του πολέμου είναι να τα βάνης με τους ανθρώπους και όχι με τα δέντρα. Γιατί τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται. Όχι τα σπίτια που μας έκαψες, αλλά τίποτα να μην μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει ζωντανός θα σε πολεμάει και μην ελπίζεις ότι θα κάμεις δική στου τη γη που μας άφησαν τα γονικά μας», του έγραφε.
Ο Ιμπραήμ συνέχισε πάντως το καταστροφικό του έργο και ο Κολοκοτρώνης τον κλεφτοπόλεμο. Ο Ιμπραήμ σταδιακά άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Ο Γέρος δεν τον άφηνε «σε χλωρό κλαρί». Κινούνταν συνέχεια, χτυπούσε και έφευγε. Οι προσκυνημένοι – με κύριο εκπρόσωπο τον διαβόητο Δημήτρη Νενέκο – τσάκισαν πρώτοι. Οι Αιγύπτιοι ακολούθησαν. Χωρίς να διακινδυνεύει σε ανοικτές μάχες ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να περιορίσει τον Ιμπραήμ. Εξάλλου είχε ήδη υπογραφεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, το οποίο έθετε τις βάσεις της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μοίρες του στόλου τους στην Ελλάδα και ακολούθησε η ναυμαχία του Ναβαρίνου που θεμελίωσε την ελληνική ανεξαρτησία. Ωστόσο στα δύσκολα χρόνια, από το 1825 μέχρι το 1827, μόνο ένας άνθρωπος στάθηκε απέναντι στον μεγάλο Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, ο μεγάλος Έλληνας Θοδωρής Κολοκοτρώνης.
Από την ώρα που ο Ιμπραήμ εδραιώθηκε στην Πελοπόννησο, η ελληνική επανάσταση έμοιαζε να πνέει τα λοίσθια. Μόνο ένας άνθρωπος στάθηκε όρθιος απέναντί του, ο Κολοκοτρώνης, τον οποίο οι πολιτικοί του αντίπαλοι υποχρεώθηκαν να αποφυλακίσουν.
Ο Κολοκοτρώνης είχε υπάρξει κλέφτης από τα γεννοφάσκια του. Είχε δει την οικογένειά του ολόκληρη να πέφτει από μαχαίρι του Τούρκου. Δεν ήταν λοιπόν ο άνθρωπος που θα έσκυβε το κεφάλι, όχι απέναντι στον Ιμπραήμ, αλλά σε κανέναν άνθρωπο. Μόνο ενώπιον του Θεού ο Γέρος έσκυβε ευλαβικά το σεβάσμιο κεφάλι.
Αν λοιπόν οι άλλοι Έλληνες είχαν δειλιάσει αυτός παρέμενε ακλόνητος και θα έκανε τα πάντα για να τους ξανακάνει πολεμιστές. Με πίκρα μεγάλη, αλλά και αποφασιστικότητα δεν δίσταζε να εκτελεί επί τόπου όσους αρνούνταν να πιάσουν όπλο. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να συγκεντρώσει δυνάμεις. Στην Αλωνίστενα ο Γέρος τσάκισε ένα αιγυπτιακό απόσπασμα και ξέφυγε υποδειγματικά από τον κλοιό που του ετοίμαζε ο Ιμπραήμ. Απάντησε μάλιστα με επιτυχημένες επιθέσεις στην Πιάνα και κυρίως στη Δαβιά, όπου ένα αιγυπτιακό σύνταγμα διαλύθηκε, αφήνοντας στο πεδίο 500 νεκρούς, 200 μουσκέτα και τις σημαίες του.
Ο Ιμπραήμ κατάλαβε ότι τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δεν περνούσε μέρα που ο Κολοκοτρώνης να μην δέχεται «δώρο» 50 αιγυπτιακά κεφάλια τουλάχιστον. Πολεμιστές και βοσκοί, αγρότες, γυναίκες και παιδία κτυπούσαν τους Αιγύπτιους όπου τους έβρισκαν. Ο ανεφοδιασμός του Ιμπραήμ κατέστη προβληματικός. Για πρώτη φορά βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση. Προσπαθώντας να προκαλέσει τον Κολοκοτρώνη του έστειλε μια επιστολή στην οποία τον ονόμαζε δειλό. Ο Γέρος απάντησε αγέρωχα : «…Αν είσαι πραγματικά παλικάρι, όπως μου γράφεις, πάρε όσους ανθρώπους σου θελήσεις, να πάρω και εγώ άλλους τόσους και έλα να κάνουμε δίκαιο πόλεμο. Ή αν αγαπάς πάλι έλα μονάχος σου εσύ και μονάχος μου εγώ να μετρηθούμε».
Ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ενισχύσει τον Κιουταχή πασά που πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Δυστυχώς αφέθηκε να κατευθυνθεί ανενόχλητος προς τα Μεσολόγγι. Ο Γέρος γνώριζε, από αιχμαλώτους, τις προθέσεις και το δρομολόγιό του. Ζήτησε λοιπόν από την κυβέρνηση να του διαθέσει τροφές και πολεμοφόδια για να επιχειρήσει να τον αναχαιτίσει. Δεν εισακούσθηκε. Έτσι ο Ιμπραήμ πέρασε, λίγο αργότερα, «ατουφέκιστος» και έφτασε στο Μεσολόγγι, σφραγίζοντας τη μοίρα της ένδοξης πόλης.
Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε τότε τουλάχιστον να εκμεταλλευτεί την απουσία του Ιμπραήμ για να ανακαταλάβει την Τριπολιτσά. Το σχέδιό του έγινε δεκτό, αλλά, η κυβέρνηση φρόντισε να το ανακοινώσει μέσω του τύπου ! «Το έβαλαν στις εφημερίδες», αναφέρει με πικρία στα απομνημονεύματά του ο Γέρος, «έλεγαν ότι ο γενικός αρχηγός εσυμφώνησε με την κυβέρνηση να του δώσουν ζαϊρέ (τρόφιμα) και πολεμοφόδια να ρεσαλτάρει την Τριπολιτσά. και οι εφημερίδες βγήκαν πριν ετοιμαστώ. Τέτοια μυστικότητα είχαν. Έδιναν είδηση εις το εχθρόν» !
Έτσι, όπως ήταν φυσικό, η επίθεση απέτυχε.
Το 1826 ήταν το πιο κρίσιμο έτος για τη επανάσταση και το πιο αιματοβαμμένο. Το Απρίλιο του 1826 αποφασίστηκε να γίνει νέα εθνοσυνέλευση στο Άργος. Τις εργασίες όμως της συνέλευσης πρόλαβε μια τρομακτική είδηση. Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Οι πολιορκημένοι, στερημένοι από όλα τα αναγκαία είχαν επιχειρήσει την ηρωική έξοδο που τους πέρασε στην αθανασία. «Μισή ώρα εστάθηκε σιωπή και δεν έκρινε κανένας, αλλά εμέτραε καθένας τον αφανισμό μας», αναφέρει παραστατικά ο Κολοκοτρώνης. Αυτός και πάλι στάθηκε όρθιος και μέσα στη βαθιά συμφορά. «Το Μεσολόγγι χάθηκε ένδοξα. Το παράδειγμά του θα μείνει στον αιώνα. Εμείς όμως αν τα βάψουμε μαύρα και οκνέψουμε θα πάρουμε στους ώμους μας το ανάθεμα και το κρίμα για το χαμό του λαού», είπε με την βροντερή του φωνή. «Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε», ακούστηκαν μουδιασμένες φωνές. «Τι να κάνουμε; Να αποφασίσουμε γρήγορα μια επιτροπή να μας κυβερνά προσωρινά και εμείς οι υπόλοιποι να γυρίσουμε στους τόπους μας και να πιάσουμε τα άρματα όπως στην αρχή.
Κι αν γλιτώσουμε μαζευόμαστε πάλι και τελειώνουμε τη συνέλευση», ήταν η απάντηση του Γέρου.
Ο Ιμπραήμ από τη στιγμή που πάτησε και πάλι το πόδι του στην Πελοπόννησο φάνηκε αποφασισμένος να τσακίσει την επανάσταση με κάθε τρόπο. Αφού απέτυχε με τα όπλα άρχισε να αλλάζει τακτική επιχειρώντας να κερδίσει τους αποκαμωμένους Έλληνες. Ο στρατός του περιόρισε το καταστροφικό του έργο και τις αρπαγές. Σε αντάλλαγμα ζητούσε από τους Έλληνες να «προσκυνήσουν» δηλαδή να υποταχθούν ξανά. Πολλοί αρχίζουν να «προσκυνούν» να υποτάσσονται δηλαδή στους Τούρκους και τους συμμάχους τους. Το κακό του προσκυνήματος πήρε μεγάλες διαστάσει. Οι δε προσκυνημένοι έφτασαν στο σημείο να συγκροτήσουν σώμα 2.000 ανδρών το οποίο πολέμησε κατά των επαναστατημένων Ελλήνων. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή η Ελλάδα ήταν τυχερή που είχε έναν Κολοκοτρώνη.
Ο Γέρος έλαβε άμεσα μέτρα κατά του προσκυνήματος και των προσκυνημένων. «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ήταν το σύνθημά του.
Περιόδευε στα χωριά, μιλούσε τους Έλληνες, τους εμψύχωνε και να χρειαζόταν τους απειλούσε. «Δώστε μου τα προσκυνοχάρτια του Μπραίμη να σας δώσω του έθνους», έλεγε. Αλλοίμονο στα χωριά που προσκυνούσαν. «Από το ένα μέρος θα βγαίνουν οι αραπάδες, από το άλλο θα μπαίνω εγώ και θα ρημάζω», απειλούσε.
Ο Ιμπραήμ όταν είδε ότι ο Κολοκοτρώνης με το σθένος του και την αποφασιστικότητά του περιόρισε το κακό με το προσκύνημα, προσπάθησε να τον δολοφονήσει. Πλήρωσε έναν Έλληνα ο οποίος δέχτηκε να σκοτώσει τον Γέρο. Ο Κολοκοτρώνης όμως το έμαθε, το έπιασε και τον κρέμασε σε ένα δέντρο, απαγορεύοντας να τον κατεβάσουν. Στο λαιμό του, του κρέμασε πινακίδα που έγραφε : «Αυτό κερδίζει όποιος γίνεται προδότης της πατρίδος του».
Τότε ο Ιμπραήμ εξαπέλυσε τις καταστροφικότερες επιδρομές του σε όλο το Μοριά. Στην Μεσσηνία οι Αιγύπτιοι έκαψαν τα σπίτια, έκοψαν ή ξερίζωσαν τα δέντρα, σκότωσαν τα ζώα, τίποτα δεν άφησαν όρθιο. Παρόμοια έκαναν και στην Κυνουρία και στην Κορινθία. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε τότε μια επιστολή στον Ιμπραήμ. «Το δίκαιο του πολέμου είναι να τα βάνης με τους ανθρώπους και όχι με τα δέντρα. Γιατί τα άψυχα δέντρα δεν εναντιώνονται. Όχι τα σπίτια που μας έκαψες, αλλά τίποτα να μην μείνει, εμείς δεν προσκυνάμε. Μόνο ένας Έλληνας να μείνει ζωντανός θα σε πολεμάει και μην ελπίζεις ότι θα κάμεις δική στου τη γη που μας άφησαν τα γονικά μας», του έγραφε.
Ο Ιμπραήμ συνέχισε πάντως το καταστροφικό του έργο και ο Κολοκοτρώνης τον κλεφτοπόλεμο. Ο Ιμπραήμ σταδιακά άρχισε να αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Ο Γέρος δεν τον άφηνε «σε χλωρό κλαρί». Κινούνταν συνέχεια, χτυπούσε και έφευγε. Οι προσκυνημένοι – με κύριο εκπρόσωπο τον διαβόητο Δημήτρη Νενέκο – τσάκισαν πρώτοι. Οι Αιγύπτιοι ακολούθησαν. Χωρίς να διακινδυνεύει σε ανοικτές μάχες ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να περιορίσει τον Ιμπραήμ. Εξάλλου είχε ήδη υπογραφεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, το οποίο έθετε τις βάσεις της ελληνικής ανεξαρτησίας.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μοίρες του στόλου τους στην Ελλάδα και ακολούθησε η ναυμαχία του Ναβαρίνου που θεμελίωσε την ελληνική ανεξαρτησία. Ωστόσο στα δύσκολα χρόνια, από το 1825 μέχρι το 1827, μόνο ένας άνθρωπος στάθηκε απέναντι στον μεγάλο Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου, ο μεγάλος Έλληνας Θοδωρής Κολοκοτρώνης.