Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όχι μόνο στον επίσημο πολιτικό λόγο, αλλά και στις καθημερινές συναναστροφές, υπήρχε μια απαγορευμένη λέξη: η λέξη «εξορία» και τα παράγωγα της. Το φαινόμενο, παρότι ήταν οικείο στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ποτέ δεν συζητιόταν δημόσια.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τις αυτοκτονίες, που έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα για την Ελλάδα, με τις επίσημες εκτιμήσεις να τις υπολογίζουν σε τουλάχιστον 2.500, αλλά στην πραγματικότητα το νούμερο να είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.
Ο συγκεκριμένος αριθμός υπολείπεται σημαντικά του πραγματικού, ο οποίος αποκρύπτεται συστηματικά για πολλούς λόγους, που αξιοποιούν και τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνέβη το περιστατικό.
Έτσι, αν η μέθοδος που επέλεξε ο αυτόχειρας είναι η πτώση από ταράτσα, το περιστατικό καταγράφεται ως ατύχημα, αν επέλεξε την κατάποση φαρμάκων, ως δηλητηρίαση, κ.ο.κ. Από το περιβάλλον του αυτόχειρα αποφεύγεται η αναφορά στην αυτοκτονία ως αιτία θανάτου για να αποφευχθεί ο στιγματισμός, που αγγίζει, μάλιστα, τα όρια του διασυρμού αν το περιστατικό συμβεί σε χωριό ή λαϊκή γειτονιά, όπου η γνώμη του κοινωνικού περίγυρου βαραίνει περισσότερο.
Η πρόσφατη, δε, χαλάρωση των κανόνων της Εκκλησίας, που επιτρέπει την Εξόδιο Ακολουθία, ελάχιστα έχει συνεισφέρει στην αποδραματοποίηση του περιστατικού, αποκαλύπτοντας πως το κοινωνικό υπόβαθρο ήταν αυτό που ανέκαθεν καθόριζε τους όρους πρόσληψης από την κοινωνία μιας αυτοκτονίας και όχι η στάση της Εκκλησίας.Άκρα του… τάφου σιωπή
Η σημασία του κοινωνικού υποβάθρου αποκαλύπτεται και από μια άλλη οπτική γωνία: αν δούμε τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην επιδημία των αυτοκτονιών, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια, επί Μνημονίων δηλαδή, δεν έχουν μόνο οδηγηθεί στα ύψη σε σχέση με την προ Μνημονίων εποχή. Μια εξίσου θεαματική μεταβολή έχει συμβεί και στο προφίλ του μέσου αυτόχειρα, καθώς στη θέση της διαταραγμένης ψυχικά κοπέλας των είκοσι και κάτι ετών έχει πλέον βρεθεί ο μεσήλικας άνδρας με διαταραγμένη… οικονομική ισορροπία.
Καθόλου τυχαία έτσι, η σοβαρότερη προσπάθεια για να εξαφανιστεί η συζήτηση γίνεται από την ίδια την κυβέρνηση -για την ακρίβεια απ’όλεςτις μνημονιακές κυβερνήσεις: του Παπανδρέου, του Παπαδήμου και του Σαμαρά- και το φιλικό προς αυτή Τύπο.
Τα φερέφωνα των Μνημονίων κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να κρύψουν τον αριθμό των αυτοκτονιών, όχι για να αποτρέψουν τη μετάδοση του φαινομένου.
Τα κίνητρά τους είναι πολύ πιο ιδιοτελή. Οι αυτοκτονίες απουσιάζουν από τη δημόσια συζήτηση γιατί αποτελούν τη μεγαλύτερη, την πιο ηχηρή διάψευση του «success story».
Τι τύχη θα είχαν, για παράδειγμα, οι κυβερνητικές μεγαλοστομίες για το πρωτογενές πλεόνασμα, οι διθύραμβοι για την έξοδο στις αγορές και το τέλος της κρίσης δίπλα ακόμη και στο άκουσμα της είδησης της αυτοκτονίας του 57χρονου μικροομολογιούχου από τη Θεσσαλονίκη πριν από μία εβδομάδα; Ο συγκεκριμένος, μάλιστα, ήταν ο δέκατος έβδομος ομολογιούχος που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, λόγω των απωλειών που υπέστη από την ανταλλαγή των ομολόγων με το PSI το Μάρτιο του 2012.
Η πράξη του τινάζει στον αέρα τις ανέξοδες φλυαρίες που έλεγε ο Βενιζέλος μόλις τρεις μέρες μετά στη Θεσσαλονίκη, για «νέο αναπτυξιακό πρότυπο» και για «μια νέα εθνική κοινωνική συμφωνία, που συστρατεύει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, του κέντρου και της περιφέρειας, της εργασίας, του επιχειρηματικού κόσμου και της κοινωνίας των πολιτών».
Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για επιχείρηση συγκάλυψης του μεγαλύτερου εγκλήματος που έγινε σε βάρος μιας κοινωνίας, η οποία είδε την ανεργία μέσα σε πέντε χρόνια σχεδόν να τετραπλασιάζεται και το βιοτικό της επίπεδο να γίνεται τριτοκοσμικό, με τους μισθούς να μειώνονται κατά 40%.
Στην πραγματικότητα και χωρίς εξωραϊσμούς, οι προεκλογικές φανφάρες του Βενιζέλου και του Σαμαρά αποτελούν συνειδητή πολιτική εξαπάτηση της κοινωνίας και ρεκόρ μαυρογιαλουρισμού. Οι πιθανότητες, μάλιστα, να πετύχει για μια ακόμη φορά η εξαπάτηση της κοινωνίας αυξάνονται εκθετικά όσο συγκλονιστικές ειδήσεις, όπως η αυτοκτονία του 57χρονου, «θάβονται» από την ειδησεογραφία. Κι αυτό συμβαίνει κατόπιν εντολής, όχι τυχαία…
Έλλειψη ελπίδας
Η έκταση που έχουν λάβει οι αυτοκτονίες την εποχή του Μνημονίου δεν φανερώνουν, έστω σαν κορυφή του παγόβουνου, μόνο τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουν οδηγηθεί μέχρι τώρα εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες στις πόλεις και στα χωριά. Εκφράζουν και την απουσία ελπίδας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στο παρελθόν υπήρξαν κι άλλες δραματικές ιστορικές συγκυρίες όπου δοκιμάζονταν οι αντοχές των ανθρώπων, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της γερμανικής (… στρατιωτικής) κατοχής. Ακόμη και τότε όμως η ελπίδα της απελευθέρωσης επέτρεπε την αισιοδοξία, άφηνε μια χαραμάδα φωτός να μπουν τα όνειρα για την επόμενη μέρα, επιτρέποντας στον κάθε πολίτη να θεωρεί τα βάσανά του πρόσκαιρα. Σήμερα απουσιάζει αυτή η προοπτική.
Η συχνότητα με την οποία οι πολίτες καταφεύγουν στην αυτοχειρία αποκαλύπτει ότι, παρά τον πληθωρισμό υποσχέσεων από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι τουλάχιστον αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για κούφιες υποσχέσεις και η φτώχεια, με την υπερχρέωση και την ταπείνωση που τη συνοδεύουν, ήρθε για να μείνει.
Ταυτόχρονα, οι αυτοκτονίες φέρνουν στην επιφάνεια και την παντελή έλλειψη κοινωνικών δομών και κράτους πρόνοιας. Μια κατάσταση που επιδεινώθηκε ραγδαία με τη διάλυση του ΕΟΠΥΥ από τον Ά. Γεωργιάδη, που ως μοναδικό ζητούμενο είχε να μειωθούν οι δαπάνες για την υγεία και έτσι να μπορούν πιο εύκολα Σαμαράς και Βενιζέλος να καμαρώνουν για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος – που κι αυτό ήταν αποτέλεσμα «δημιουργικής λογιστικής».
Κι επίσης να έχουν την εύνοια της τρόικας. Έτσι, τα σοβαρότατα προβλήματα που προκάλεσε η κρίση με την έλλειψη δουλειάς και τα δάνεια που έπρεπε σε κάθε περίπτωση να πληρωθούν για να μην χαθεί το σπίτι ή η οποιαδήποτε άλλη εγγύηση (από τη στιγμή που Σαμαράς και Βενιζέλος άναψαν το «πράσινο φως» για κατασχέσεις κατοικιών από την εφορία) οδηγήθηκαν σε παροξυσμό λόγω της καταστροφής ακόμη και των δομών αντιμετώπισης προβλημάτων ψυχικής υγείας που προϋπήρχαν και τώρα θα μπορούσαν να απορροφήσουν τους κραδασμούς. Αντί, λοιπόν, να ενισχύσουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις αυτούς τους μηχανισμούς, τους διέλυσαν για λόγους κόστους. Σαν να ετοιμάζεσαι για περίοδο με υψηλό κίνδυνο πυρκαγιών και να διαλύεις την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Αυτό ακριβώς έκαναν Παπανδρέου, Παπαδήμος, Σαμαράς και Βενιζέλος, αναλαμβάνοντας τεράστια προσωπική και εγκληματική ευθύνη για την αλματώδη αύξηση των αυτοκτονιών.
Επίσης, η ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας είναι καθοριστική για τις χιλιάδες αυτοκτονίες, γιατί από την αρχή της κρίσης επιχείρησαν να ενοχοποιήσουν κάθε έναν πολίτη αυτής της χώρας.
Πίσω από τις πράξεις απελπισίας δεν υπάρχει μόνο η ανεργία, το αίσθημα της ντροπής αν δεν μπορεί ο γονιός να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ στα παιδιά του ή τα φροντιστήρια και η απουσία ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, πάνω και πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει το «μαζί τα φάγαμε» που μπορεί να χρεώνεται στον Πάγκαλο, στην πραγματικότητα όμως όλοι μαζί οι μνημονιακοί πολιτικοί το είπαν απευθυνόμενοι στην κοινωνία: από τους «κηπουρούς» του Παπανδρέου (Λοβέρδο, Παμπούκη κ,λπ.) μέχρι τους ακροδεξιούς του Σαμαρά (Βορίδη, Γεωργιάδη κ.λπ.). Ο στόχος τους ήταν να ενοχοποιηθεί ο κάθε ένας μας προσωπικά, έτσι ώστε οι ίδιοι να εμφανίζονται όχι μόνο άμοιροι ευθυνών για τα δεινά που προκάλεσαν με την πολιτική δρακόντειας λιτότητας, αλλά και ως σωτήρες. Προϋπόθεση, λοιπόν, για τη δική τους πολιτική επιβίωση και σωτηρία ήταν να παραδοθεί όλη η κοινωνία στις Ερινύες και οι πιο ευάλωτοι να θυσιαστούν…
Επομένως, δεν πρόκειται για αυτοκτονίες, αλλά για συνειδητές και προσχεδιασμένες δολοφονίες, με ηθικούς αυτουργούς τα Μνημόνια και τις πρόσφατες κυβερνήσεις…
EΠΙΚΑΙΡΑ