Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Ι. ΚΩΣΤΑΡΑΣ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΑΝ 171 χρόνια από την κοίμηση του ελευθερωτή του Γένους, του αρχιστράτηγου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (4-2-1843). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770, Δευτέρα της Λαμπρής, στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας και μεγάλωσε στο Λιμποβίσι της Αρκαδίας. Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός και στα δεκαπέντε του χρόνια ήταν καπετάνιος. Θα αναφερθούμε συνοπτικά στην άγνωστη ναυτική του δράση. Πριν από την Επανάσταση του Εικοσιένα έγινε κουρσάρος. Ο Κολοκοτρώνης εκπαιδεύτηκε ως θαλασσινός όταν βρισκόταν στη Μάνη και συχνά εγκατέλειπε τα κατσάβραχα, για να πιάσει το τιμόνι και να κάνει τα πειρατικά του «ρεσάλτα» κρατώντας το «σαλτιρμά» (μαχαίρι) στα δόντια του και το «λεμπούτι» (κεφαλοθραύστη)
στο χέρι.
Μια δράση που ξετυλίγεται στα προεπαναστατικά χρόνια όταν ο κλέφτης του Μοριά έγινε κουρσάρος στα πέλαγα και πολέμησε τον Τούρκο με ορμητήριο τη Μάνη και τα Επτάνησα. ‘Όταν ήταν στη Ζάκυνθο, δέχτηκε να γίνει καπετάνιος σ’ ένα σεμπέκο-μίοτικο ιστιοφόρο- που το έλεγαν «Άγιος Γεώργιος», με ρώσικη σημαία. Έκανε κούρσο στα παράλια της Αχαΐας. Ρημάζει τις αποθήκες του Σαΐτ Αγά και γυρίζει στη Ζάκυνθο με σκλάβους και πλιάτσικα. Γι’ αυτό μετά τον έστειλαν στην «Ευαγγελίστρια», ναυαρχίδα του μικρού καταδρομικού στόλου που είχαν οι Έλληνες υπό ρωσική σημαία.
Κι ύστερα άνοιξε αλληλογραφία με τους αρματολούς του Ολύμπου και τέλος αποφάσισε να φύγει από τα Επτάνησα με τον Κεφαλλονίτη καπετάν Αλεξανδρή Ραυτόπουλο για τη Σκιάθο, τα «Ψαρά» της Θεσσαλίας. Έφτασε στην Άσπρη Θάλασσα (το Αιγαίο Πέλαγος) και ενώνοντας τη δική του πολεμική μοίρα «Μοριάς» με τα μαύρα καράβια των αρματοκουρσάρων του Ολύμπου, που συγκροτούσαν καταδρομικό στόλο εβδομήντα περίπου πλοιαρίων με επτά μοίρες (Βάλτος, Μοριάς, Ρούμελη, Όλυμπος, Άσπρη Θάλασσα, Σκιάθος και Κασσάνδρα).
Ο ίδιος ο καπετάν Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με λακωνικά λόγια σημειώνει τη θαλασσινή του δράση στην Άσπρη Θάλασσα με τους αρματοκουρσάρους του Ολύμπου, γιατί «ο Κολοκοτρώνης έγραψεν ιστορίαν με το σπαθί του, δεν την έγραψεν με τα απομνημονεύματα του», όπως σημειώνει ο ιστορικός Γ. Γριτσόπουλος (Τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, σελ. 91) – «Επήγα με τον καπετάν Αλεξανδρή εις το Λεβάντε, δέκα μήνες εναντίον των Τούρκων. Εκεί επήγα εις το Άγιον Όρος, μας επολιόρκησαν τρία καράβια τούρκικα πολεμικά, δύο κορβέτα και μία φρεγάδα εις την Σκιάθον. Εδώκαμε είδηση μιας φρεγάδας αγγλικής, και ήλθεν εις βοήθειάν μας. Τα δύο κορβέτα τα εβούλιαξε και την φρεγάδα την επήρεν ζωντανήν. Είμεθα ημείς οι Έλληνες 1.400, όλοι οι καπεταναίοι του Ολύμπου, καθώς παπά Μπλαχάβας, Λιόλος, Λαζόπουλος, του Τζάρα οι καπεταναίοι. Αυτοί ευρέθησαν εις την Σκιάθον κατατρεγμένοι από τον Μουχτάρ πασά και λοιπούς Τούρκους της ξηράς. Μας πήρε ο χειμώνας, επήγαμε εις την Μάνην απ’ εκεί επήγα εις την Ζάκυνθον».
Αργότερα ως καπετάνιος κατήχησε διάφορους καπεταναίους σπετσιώτικων και υδραίικων καραβιών. Η κουρσάρικη περιπέτεια στην Άσπρη Θάλασσα του γαλβάνισε τον χαρακτήρα και του χάρισε εμπειρία για τις ευθύνες και τους αγώνες που θα τον περίμεναν με τον ξεσηκωμό του 1821. Όπως αναφέρει ο Ι. Πετρώφ (Περίδοξος Κλεφτουριά της Μακεδονίας, σελ. 139): «Ο κατά Θάλασσαν δεκάμηνος ούτος πόλεμος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη διεξαχθείς υπό την σημαίαν των κορυφαίων της εποχής εκείνης αγωνιστών, Βλαχάβα και Νικοτσάρα, σπουδαίως ωφέλησε τον προκείμενον ήρωα, ενισχύσας την πολεμικήν αυτού δεινότητα και πείραν, προς τούτοις δε κατέστησαν αυτόν γνωστόν ανά τον αρματολικόν κόσμον και παρασκεύασεν αυτώ περίδαξον στάδιον της περαιτέρω δράσεως εν τω υπέρ εθνικής απελευθερώσεως αγώνα του 1821-1828». Και όπως τονίζει ο καθηγητής Αχιλλέας Λαζάρου (Ο Θ. Κολοκοτρώνης και η Σύμπραξη με του Αρματολούς του Ολύμπου, σελ. 11): “Η γνωριμία του Κολοκοτρώνη με τους αρματολούς του Ολύμπου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και τους ναυτικούς των παραλίων και των νησιών του Βορείου Αιγαίου υπήρξε αληθινό αναβάπτισμα στις δροσοπηγές του εθνικισμού των Ελλήνων. Η δε πολεμική σύμπραξη του αποδείχθηκε ευεργετική, γιατί του χάρισε πρωτόγνωρες εμπειρίες και πλούσια βιώματα».
Κι όλα αυτά τα γράψαμε γιατί αρκετοί δεν γνωρίζουν ακόμα τη ναυτική του ζωή στα προεπαναστατικά χρόνια. Αυτός είναι και ο λόγος που αραδιάσαμε εξεπίτηδες τις διάφορες πηγές -κι άλλες που παραλείψαμε- που αναφέρουν τον Κολοκοτρώνη ως καπετάνιο και κουρσάρο, για να μη χαθεί από τη μνήμη μας, γιατί ένα έθνος που χάνει τη μνήμη του είναι ξοφλημένο και οδηγείται προς την υποδούλωση. Η ιστορική μνήμη αποτελεί την επιβεβαίωση της βιολογικής συνέχειας του λαού μας μέσα στη διαδρομή των τριάντα αιώνων. Γονατίζουμε με σέβας και θαυμασμό σ’ αυτούς τους ανθρώπους που πάλεψαν με νύχια και δόντια για να μας λυτρώσουν από τη σκλαβιά. Ιδιαίτερα στη μεγάλη μορφή του Κολοκοτρώνη που με την αγράμματη σοφία του διδάσκει στους λαούς πώς οι σκλάβοι γίνονται ελεύθεροι. Πώς από τα κατσάβραχα αγκάλιασε τα κύματα. Και κλείνω με τη συμβουλή του στους νέους: — «Η προκοπή σας και η μάθηση σας να μη γίνει σκερπάνι μόνο διά το άτομο σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητας και μέσα στο καλό αυτό βρίσκεται και το δικό σας”.
Αυτά έγραψαν τις ένδοξες σελίδες που σημάδεψαν τα προεπαναστατικά χρόνια και προετοίμασαν την εθνική μας απελευθέρωση. Η κουρσάρικη περιπέτεια του καπετάν Θοδωρή στην Άσπρη Θάλασσα του γαλβάνισε τον χαρακτήρα και του χάρισε εμπειρία για τις ευθύνες και τους αγώνες που θα τον περίμεναν για τον μεγάλο ξεσηκωμό του Εικοσιένα. Ο Καποδίστριας, δείχνοντας κάποτε τον Κολοκοτρώνη στον Παρί ντε Βενσάν του είπε: «Να ο καινούργιος μας Οδυσσέας». Ο καπετάν Θόδωρος Κολοκοτρώνης εκτίμησε τη θάλασσα και μονολογούσε αγναντεύοντας το Αιγαίο: «Από τα δύο στοιχεία, γη και πέλαγος, το δεύτερο είναι πολυτιμότερο για μας. Φεύγουν οι στεριές· από παντού αγναντεύουμε θάλασσα. Και στις μέρες μας, που έδωσε ο Θεός να’ χουμε δύναμη, με τα σιτοκάραβα πολεμήσαμε τα βασέλα. Ο άξιος γεμιτζής παίρνει τα σοβράνα και μάχεται με τη βοήθεια των ανέμων κι ας είναι μικρό το καυκί του».
Κι αργότερα τόνιζε: «Εκατόν Έλληνες τα έβαλαν με πέντε χιλιάδες Τούρκους κι ένα καράβι με μια αρ-μάδα». Ήταν τότε που ήσαν μονιασμένοι οι Έλληνες. Ακόμη την απόφαση των τολμηρών καπετάνιων ανέφερε στους στρατιώτες του για παράδειγμα:
«Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα -εξήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φουρτούνα με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: “Ιδού άνθρωπος, ιδού παλικάρια, ιδού φρόνιμος και όχι σαν εμείς οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι”, και κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: “Μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια φουρτούνα, με τέτοιον άνεμο, να χαθή ο παλιάνθρωπος» επήρε τον κόσμο εις τον λαιμό του”.
«Έτσι κι εμείς ξεκινήσαμε για να κάνουμε την Επανάσταση. Αν αποτυχαίναμε, τι κατάρες θα ακούγαμε! Αλλ’ έδωσε ο Θεός και πετύχαμε και φέραμε τη λευτεριά στην πατρίδα».
Γι’ αυτό, κάπου αλλού, έλεγε χαμογελώντας: «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν…» και συμπλήρωνε: «Οι Έλληνες είναι τρελοί αλλά έχουν γνωστικό Θεό». Η κουρσάρικη σύμπραξη του αποδείχθηκε ευεργετική γιατί του χάρισε πρωτόγνωρες εμπειρίες και πλούσια βιώματα. Μάλιστα του χάρισε μια πολυδιάστατη σύνθεση: την παλικαριά του Αχιλλέα, τη σοφία του Νέστορα και την πανουργία του Οδυσσέα. Γιατί είχε την καρδιά του λιονταριού, του αϊτού το μάτι, την πονηριά της αλεπούς, του λαγού το περπάτημα και τον αιφνιδιασμό του κουρσάρου. Γι’ αυτό και αρκετά ελληνικά πλοία πήραν το όνομα του».