Τοῦ Γιώργου Νικολακάκου.
Στήν νομική φιλοσοφία πάντα διερωτῶνται ἀν θά πρέπη να γίνονται δεκτές ἀρχές ὑπερκείμενες τοῦ θεσπισμένου δικαίου, τοῦ λεγόμενου θετικοῦ δικαίου, ἀρχές ποῦ δεσμεύουν τόν νομοθέτη στήν δικανική του κρίσι. Υπάρχουν κανόνες πρίν καί πάνω ἀπό τό θετικό δίκαιον ποῦ ὑπερισχύουν σέ περίπτωσιν συγκρούσεως μαζί του; Ὁ νομικός θετικισμός ἀπαντᾶ ὄχι, ναι ο αντιθετικισμός. Ἡ διαμάχη μεταξῦ τῶν δῦο αὐτῶν τρόπων συλλήψεως τοῦ δικαίου συνεχίζεται αἰῶνες τῶρα καί ἐξακολουθῆ νά εῖναι ἐπίκαιρη καί
σήμερα. Οἰ θετικιστές ἀρνοῦνται κἀθε ἄλλη πηγή κανόνων δικαίου πέρα ἀπό τήν νομοθετική ἐξουσία τῆς Πολιτεῖας ἥ ἀπό ἄλλες ἐξουσίες ποῦ διαμορφώνονται στήν κοινωνία, παράγοντες π.χ. ἐθιμικό δίκαιο, ή περί δικαίου συνείδησις τοῦ λαοῦ ἥ τό φυσικό δίκαιον. Ὁ δικαστής δέν δύναται νά ἀρνηθῆ τήν ἐφαρμογή ἑνός νόμου, ἐπικαλούμενος ἀντίθετη τοῦ νόμου αύτοῦ πρός ὑπερκείμενες ἀρχές. Γιά τήν ἀξία καί τήν ποιότητα τοῦ θετικοῦ δικαίου θά κρίνη ὄχι ὁ δικαστής, ἀλλά ἡ ἰστορία.
Ἀντίθετα, ὁ νομικός ἀντιθετικισμός θεωρεῖ ὄτι τά βαθύτερα θεμέλια τοῦ δικαίου βρίσκονται ἐπέκεινα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ὄτι προϋφίστανται αὐτῆς σέ ἕνα ἐπίπεδο ἀνώτερο τοῦ νομοθέτου, Οἱ ὑπερκείμενοι τοῦ θετικοῦ δικαίου κανόνες περιέχουν ἀρχές ἰσχύουσες a priori ὡς ἀξιώματα, διότι πρόκειται γιά πανανθρώπινες ἰδέες καί ἀξίες, αἰ ὀποῖαι δέν ἐξαρτοῦν τήν ἰσχύν των ἀπό τήν ὀποιαδήποτε θέσπισιν τους ἀπό κρατική ἥ ἄλλη κοινωνική ἐξουσία. Σέ αὐτές τίς ἀρχές, ποῦ ἀνήκουν στό λεγόμενον φυσικόν δίκαιον (κατ’ αντιδιαστολήν πρός τό θετικόν δίκαιον), ἀναφέρετο ὁ Σοφοκλῆς, ὄταν μιλοῦσε, στήν πασίγνωστη περικοπή τῆς Αντιγόνης γιά τά «ἄγραπτα κἀσφαλή θεῶν νόμιμα», τά ὄποῖα, προσθέτει, «αείποτε ζῆ κουδεῖς οίδεν ἐξ ὀτου ‘φάνη». Στήν νεωτέραν ἐποχή καί ἰδίως σήμερα γίνεται ἀπό τούς ἀντιθετικιστές λιγότερο λόγος γιά φυσικό δίκαιον καί περισσότερο γιά ἀρχές δικαιοσύνης ποῦ πάντως δεσμεύουν τόν νομοθέτη.
Εἶναι προφανές ὄτι στήν νομική θεωρία στήν Ελλαδα ἔχουν ἐπικρατήσει οἰ θετικιστικές ἀντιληψεις παρά τὀ γεγονός ὄτι εἶχαν καταβληθῆ ἐντατικές προσπάθειες ἀπό πολλούς ἐπιφανεῖς θεωριτικούς τοῦ δικαίου νά ἐπιβάλουν ἀντιλήψεις πού θά ἔκαναν ἀποδεκτή μιά νομική θεωρία πού θά επέτρεπε στόν δικάστή νά ἐρμηνεύη τήν κειμένη νομοθεσία μέ τρόπον ἀξιολογικό. Στήν νομική σκέψι πολλῶν ἐπιφανῶν νομοδιδάσκάλων ὑπάρχει καθαρά ή ἀναπαράστασις τῶν ἰδεῶν τῶν προγόνων μας. Ὁ κοινωνικός προσανατολισμός τοῦ δικαίου, ό ὀποῖος εἶναι ἔντονος στήν νομική σκέψι αὐτῶν τῶν θεωριτικών του δικαίου εἶναι μιἀ ἀναπαράστασις τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Αριστοτέλους καί πολλῶν ἄλλων φιλοσοφόφων. Ὁ Ἀριστοτέλης ἀπέρριπτε τήν ιδέα ὄτι τό θετικό δίκαιο ἤταν τό άριστον, διότι ἀποβέπει σέ σχετικής αξίας σκοπούς. Κατά τόν Αριστοτέλην, τό θετικό δίκαιον δέν προσαρμόζεται πρός τήν ἀπειρότητα τῶν μορφῶν πού προσλαμβάνει ή κοινωνική πράξις, ἐκτός άν διατυπώνη γενικούς ὀρισμούς ὦστε νά ἐπιτρέπη τήν ἄρσιν τῆς ἀντινομίας πού ανακύπτει μεταξύ τῶν ὀρισμῶν τοῦ νόμου καί τῆς λύσεως πού ὑπαγορεύει ή δικαιοσύνη.
Πολύ διαδεδομένη στήν νεωτέρα νομική ἱστορια τῆς Ελλάδος ὑπῆρξε ἡ θεωρία τῆς ἐλευθερίας ερμηνεῖας τοῦ δικαίου.Η θεωρία τής ελευθερίας ἐρμηνεῖας τοῦ δικαίου ὑπό ὀποιανδήποτε μορφήν καί ἀν ἐμφανίζεται, ἀπέτελεσε πάντως μιά σημαντική πνευματική δραστηριότητα μεταξύ τών ελλήνων νομοδιδασκάλων οί οποίοι αναγνωρίζουν τήν ανάγκη τῆς αῖτιολογήσεως τῶν δικανικῶν κρίσεων διότι «ἀποτελεῖ αἴτημα ὀρθολογικῆς ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης, πού ἀποτελεῖ πολιτισμική κατάκτηση τών Νεωτέρων Χρόνων» (Σταμάτης, Κωστας, Εισαγωγή στήν Μεθοδολογία τού Δικαιου, σ.15). Οί αντιλήψεις αυτές βρῆκαν πολύ πρόσφορο ἔδαφος στίς Αγγλοσαξωνικές χῶρες καί σήμερα διαχέουν ὄλην τήν νομική σκέψι σέ αυτές τίς χῶρες. Ο δικαστής ἔχει ἐξυψωθῆ σέ μεγάλον δικαιοπλαστικόν παράγοντα καί ἔχει ὑποκαταστήσει σέ πολλές περιπτώσεις τήν βούλησι τού νομοθέτου. Κανεῖς δέν μπορεῖ να αμφισβητήση ὄτι ή τάσις αὐτή ἔχει συμβάλλει στήν διαμόρφωσι κανόνων δικαίου πού ανταποκρίνονται πιο πολύ πρός τήν κοινή συνείδησιν. Μέ τό νά ἀπονέμη ὁ δικαστής πολλές φορές δίκαιον πού θέτει ὁ ἴδιος συμβάλλει στόν έλεγχο τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας καί προσαρμόζει τό δίκαιον περισσότερον πρός τήν βούλησιν τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας.
Τόν 20ον αἰῶνα ὑπῆρξε ἓνας μαχητικός νομικός λόγος θετικιστικοῦ προσανατολισμοῦ ό ὁποῖος διετυπώθη ἀπό τήν αριστερά καί ο ὀποῖος ἐπεκράτησε τελικά. Θά ἤταν πολύ περίεργο εάν ἤταν τυχαἶο τό γεγονός ὄτι οί ἀριστερά τάξις τῶν Ἑλλήνων νομοδισκάλων δέν ἀναγνώριζε κανένα δικαίοπλαστικόν παράγοντα καί ὑποστήριζε ὄτι ό δικαστής ὑποχρεοῦται νά συμορφώνεται μέ τήν θέλησιν τοῦ νομοθέτου ἄνευ οὐδεμίας παρεκκλίσεως. Τό πώς καί διά ποίους λόγους ἐπεκράτησαν οί θετικιστικές αντιλήψεις στήν Ελλαδα ἐξηγεῖται κυρίως από τήν ἀνώμαλη ἐξέληξι τῆς πολιτικῆς ζωῆς στήν Ελλάδα καί ἀπό πολλές ἄλλες δυνάμεις, ὄπως ἡ Μοναρχία καί οί ξένες επεμβάσεις πού ἀλλοίωναν τόν ίδεολογικό χαρακτῆρα τῆς Ἑλληνικής σκέψεως. Κάθε προσπάθεια νά δωθῆ ή ἐρμηνεῖα ὄτι ή νομική σκέψις στήν Ελλάδα ἀποτελοῦσε ἀντανάκλασι ὡρισμένης ἰδεολογικής σκέψεως δέν δύναται να εὑσταθήση διότι δέν ἀντιστοιχεῖ σέ κάποιαν μορφή τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνικῆς συνειδήσεως, οῦτε μπόρεσε νά μετατραπῆ σε βιωμένη ἐμπειρία. Εἶναι, ὄμως, ἀξιοσημείωτον τό γεγονός ὄτι οί πιὀ ἀκραιφνεῖς οπαδοί τοῦ θετικισμοῦ προέρχονται ἀπό τόν χῶρο τῆς Ἁριστερᾶς. Ο πιό γνήσιος ἐκφραστής τῆς θετικιστικῆς σκέψεως εῖναι ὁ Ιωάννης Κορδάτος ὁ ὀποῖος ὑποστηρίζει ὄτι «ο δικαστής, ώς εφαρμοστής τοῦ ὑπό τῆς Πολιτεῖας καί ώς ὑπηρέτης τοῦ νόμου, ὀφείλει νά συμορφωθῆ μέ τήν θέλησιν τῆς ἐν τὦ Κράτει ίθυνούσης τάξεως ἡ ὁποῖα ἐπικυροῦται διά τοῦ νομοθετικοῦ ὀργάνου τοῦ Κράτους» ( Ενθα, σ. 210). O Αλέξης Βαμβέτσος ὀρίζει τό δίκαιον ώς τούς « εκ τοῦ Κράτους κανόνες, οί ρυθμίζοντες μελλούσας ανθρωπίνους πράξεις καί συνδέοντες μέ τήν παράβασιν τῶν ἐξαναγκαστικάς συνεπείας» (Θεωρία του Κράτους, σ. 113.)
Εἶναι προφανές ὄτι οἱ Ἔλληνες θετικιστές εῖναι ἐμποτισμένοι ἀπό τὀ μοιρολατρικό πνεῦμα τῆς μαρξιστικῆς φιλοσοφίας. Δέν προβάλλουν καμίαν ἀξιώσιν πού νά θέτη τήν νομοθετική λειτουργία σέ κάποιον ἔλεγχο καί σέ κάποιον περιορισμό. Αντίθετα, ἤταν ἐναντίον κάθε λύσεως πού νά μήν ἀνταποκρίνετο πρός τήν θέλησιν τῆς Πολιτεῖας. Ἔτσι, λοιπόν, βλέπομε ὄτι ή σχολή αὐτή ἐκφράζει ὄλα τά πνευματικά ρεύματα τῆς Γερμανικῆς φιλοσοφίας, ὄπως τό απολυταρχικό, τό μοιρολατρικό, τό ἰδεαλιστικό καί τό μυστικιστικό.
Τό ιδεαλιστικό ρεῦμα βρίσκει τήν ἔκφρασιν του στήν ἀντίληψιν ὄτι ή ἐρμηνεῖα τοῦ δικαίου ὑπό τοῦ δικαστού ἐνδέχεται νά περιέχη ὑποκειμενικές κρίσεις καί ἀντιλήψεις ὄτι ή πραγματικότητα πρέπει νά ἔχη μιάν ἀντικειμενική διάταξι πού εῖναι ἀναγκαῖο γιά νά αἴρωνται οί ἀντιθέσεις. Τό μοιρολατρικό πνεῦμα ἐκροσωπεῖται στήν αντίληψι ὄτι δέν πρέπει νά καταβάλλεται καμιά προσπάθεια ἐπεμβάσεως στήν νομοθετική λειτουργία, ἐπέμβασις πού θά μποροῦσε νά ἀναχαιτίση αὐταρχικές τάσεις τοῦ νομοθέτου. Μάλλον, ἰκανοποιοῦνται μέ τά τετελεσμένα γεγονότα καί ἀποποιοῦνται κάθε παραβίασι τους. Ἔτσι ὑποκλίνονται ἐνώπιον τῆς δεδομένης καταστάσεως τῶν πραγμάτων. Βέβαια, διά τόν Χεγγελ τά γεγονότα αὐτά καθ’ εαυτά δέν διαθέτουν καμίαν ἰσχύ. Ο θετικισμός ὄμως, δέν παύει νά ἐκφράζη τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Οί ιδέες τῶν ἑλλήνων θετικιστῶν ἐκφράζουν τό γενικό πνεῦμα τοῦ λογικοῦ θετικισμοῦ, τοῦ ὀποίου βασική ἀρχή ὑπῆρξε ή τελεσίδικη δικαιοδοσία τοῦ τετελεσμένου γεγονότος, ἡ τελική μέθοδος ἐπαληθεύσεως, ἀλλά καί τό απολυταρχικό πνεῦμα του ἐκφράστηκε τόσο ἔντονα καί από τούς ἐκροσώπους τῆς Γαλλικής Επαναστάσεως..