Της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Δυστυχώς, η κατάσταση είναι έτσι και χειρότερα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που πούλησε την πατρίδα του, θέτοντας τις υπογραφές του, κάτω από έγγραφα που δεν διάβασε, ήταν ανίκανος να αντιληφθεί το νόημά τους ή…..που ίσως συνέβαινε κάτι άλλο ακόμη φρικτότερο. Από την πλευρά μου ομολογώ ότι είχα προκρίνει την εμφανή, άλλωστε, πλευρά της πλήρους ανεπάρκειάς του, αφότου έβγαινε δημόσια και μας “εξηγούσε”, με στόμφο και κουνώντας το χέρι, το πως θα βγούμε στις αγορές το 2011!.
Η περίπτωση, ωστόσο, του Γιώργου Παπακωνσταντίνου δεν είναι μεμονωμένη. Αντιθέτως, από ότι αποκαλύπτεται σε καθημερινή βάση πια, αποτελεί τον κανόνα με τις απαραίτητες
πάντοτε εξαιρέσεις του. Συγκεκριμένα, αυτοί που επιλέγονται για να κυβερνήσουν αυτή τη χώρα, και φευ όχι μόνο, και που οι ψηφοφόροι μετά από συνεχείς και μεθοδευμένες πλύσεις εγκεφάλου πείθονται να στηρίξουν, ουδόλως ενδιαφέρει αν διαθέτουν, έστω και στοιχειωδώς, κάποια απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη τόσο εμπιστευτικών και απαιτητικών θέσεων. Αν, τελικά, τα διαθέτουν, αποτελεί ευχάριστη έκπληξη. Αλλά, τα απαραίτητα πρέπει αλλού να αναζητηθούν. Το πρώτο προσόν τους, θα υποστήριζα ότι είναι η τυφλή υπακοή στο σύστημα. Και δεν εννοώ, γενικά και αφηρημένα τον καπιταλισμό, αλλά θα έλεγα τον προχωρημένης σήψης καπιταλισμό, τον ληστρικό καπιταλισμό. Αυτόν, που με δυό λόγια, στηρίζεται και προχωρεί χάρη στην ανήθικη σύμπραξη της κηφηνικής υφής του μεγάλου κεφαλαίου με τους εκάστοτε πολιτικούς. Σ’ αυτό το θανάσιμο αγκάλιασμα, σ’ αυτό το ανήθικο αλισβερίσι καταποντίζονται οι ελπίδες για πρόοδο και για επιβίωση των λαών.
Η επιλογή των όσων θεωρούνται “κατάλληλοι” για την κατάληψη κυβερνητικών θέσεων, γίνεται από μια δεξαμενή ατόμων, που πρέπει να έχουν πείσει με διάφορους τρόπους στο παρελθόν, ότι “συμφωνούν”. Συμφωνούν με όλα, όσο δραματικές κι αν είναι οι συνέπειες που επιφέρουν στο λαό που τους ψήφισε. Αλλά, τις περισσότερες φορές δεν αρκεί η απλή συμφωνία, σχετικά με τις φρικαλεότητες που εν ψυχρώ δέχονται να εκτελέσουν. Απαιτείται, ακόμη, και η όσο γίνεται πιο πειστική υποστήριξή τους, ώστε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η λαϊκή εξέγερση. Συνήθως, η υπερασπιστική οδός που προκρίνεται είναι αυτή των “μονόδρομων”. Ναι, δέχονται οι αρμόδιοι, ότι είναι δύσκολο το έργο, αλλά δεν υπάρχει άλλη οδός για να βγούμε από την κρίση…. παρότι, είναι γενικά δεκτό ότι οι λύσεις στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα είναι άπειρες, ενώ μόνο ο θάνατος αποτελεί πραγματικό μονόδρομο. Αλλοίμονο, όμως, αν αυτοί οι επιλεγμένοι για να εξυπηρετήσουν το σύστημα αποτύχουν, αν παραστρατήσουν, αν τα σκάνδαλα στα οποία εμπλέκονται έρθουν στο φως. Τότε, εγκαταλείπονται στη θλιβερή τους μοίρα, και ουδείς των πάλαι ποτέ συμβαλλομένων τους αναγνωρίζει.
Εξυπακούεται, ότι η άγρια αυτή εξέλιξη του καπιταλισμού, που είχε αισθητά αναχαιτιστεί στο διάστημα ανάμεσα στο πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και στη δεκαετία του’70, επιταχύνθηκε στη συνέχεια με όχημα την παγκοσμιοποίηση. Η οποία, να υπενθυμίσω ότι και αυτή επιβλήθηκε στην υφήλιο με τη βοήθεια μονόδρομων. Σε κάποια στιγμή, ο μέσος πολίτης, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις, και χωρίς δυνατότητες αποκρυπτογράφησης των άκρως περίπλοκων και άκρως απειλητικών ενδόμυχων της παγκοσμιοποίησης, δήλωνε ωστόσο με ασύγγνωστη ελαφρότητα ότι ήταν φανατικός οπαδός της.
Φυσικά, τα νήματα δεν κινούνται από ανθρώπους όπως ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και η παρέα του, αλλά από ένα διεθνές λόμπυ, που δεν έχει καμία σχέση με περιεχόμενα και έννοιες αλληλεγγύης και συνοχής, παρά μόνο και αποκλειστικά με στυγνά συμφέροντα: οικονομικά, εξουσίας, επεκτατικά. Αυτό το λόμπυ κατακεραυνώνει τους πολιτικούς χωρών με χρέος, μέχρις ότου ισοπεδωθούν πλήρως με τις εντολές τους, και στη συνέχεια τους επαινούν απαριθμώντας τα “επιτεύγματά τους”. Όπως, τελευταίως και στην Ελλάδα, πληροφορηθήκαμε εντελώς ξαφνικά, ότι “κάναμε σημαντικές προόδους” και γι αυτό έχουμε κερδίσει εμπιστοσύνη και συμπάθεια, σε διεθνή κλίμακα. Τώρα, τι είδους προόδους έχουμε κάνει, όταν το εισόδημά μας έχει κατρακυλήσει και εξακολουθεί να εξανεμίζεται, όταν η ανεργία μας πλησιάζει το 30%, για να μη μιλήσουμε και για την ανεργία των νέων, όταν υποχρεωνόμαστε να ξαναγοράσουμε το όποιο ακίνητο διαθέτουμε, όταν παγώνουμε ακόμη και σε διαμερίσματα που βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων, όταν δύο στα τρία καταστήματα έχουν βάλει λουκέτο και όταν οι άστεγοι κατακλύζουν τους δρόμους και έχουν στήσει υπαίθρια και εξαθλιωμένα ξενοδοχεία στις εσοχές κτιρίων. Και, όμως, ο νέος έλληνας υπουργός Οικονομίας εμφανίζεται αισιόδοξος. Μας διαβεβαιώνει ότι βλέπει ανάκαμψη στο δεύτερο εξάμηνο του 2013, οπότε, σύμφωνα πάντοτε με τα οράματά του, θα αρχίσει να ανασταίνεται η οικονομία μας. Βέβαια, ο κ Στουρνάρας αποφεύγει συστηματικά να εξηγήσει το πως θα συντελεστεί αυτό το θαύμα, όταν κάθε αναπτυξιακή ροπή της οικονομίας μας έχει νεκρωθεί και όταν κάνουν κούρσες ταχύτητας στο πτώμα της τα αμέτρητα αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Θα μπορούσε, ασφαλώς, να νεκραναστηθεί η οικονομία μας, αν ρίχναμε μέσα σ’ αυτήν, αρχίζοντας από την ενίσχυση χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων, τουλάχιστον 30Ε δισεκατομμύρια. Ένα τέτοιο μέτρο, όμως, είναι θεωρείται εκ προοιμίου απορριπτέο, δεδομένου ότι ανήκει στη φατρία των μέτρων του Κέυνς, που όπως είναι γνωστό θεωρείται επικίνδυνος κομμουνιστής από τους κρατούντες, διεθνώς όπως και στην Ελλάδα. Αντιθέτως, κατ’ αυτούς, η λιτότητα αποτελεί μονόδρομο και η ίδια πολιτική οφείλει απαρέγκλιτα να εξακολουθήσει, αν και έχει αποδειχθεί οικτρά αποτυχημένη.
Παρότι αποφεύγω να εμφανίζομαι με λύσεις μαγικές, πιστεύω ωστόσο ότι στο δικό μας οδυνηρό αδιέξοδο, όπως άλλωστε και σ’αυτό ολόκληρου σχεδόν του ευρωπαϊκού Νότου, υπάρχει λύση, αυτή είναι γνωστή και βρίσκεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που ακολουθούμε. Δηλαδή, αύξηση και όχι μείωση της δαπάνης, δημόσιας και ιδιωτικής, για να αφυπνιστεί η οικονομία και για να μην εξακολουθήσει αυτός ο τραγέλαφος της αύξησης της τιμής -πρόσφατα του πετρελαίου-που να καταλήγει σε συρρίκνωση των εσόδων, αλλά σε καθαρή αύξησή τους. Εγκατάλειψη, δηλαδή, αυτής της απάνθρωπης και συνάμα αναποτελεσματικής μακροοικονομικής πολιτικής, που κατέστρεψε την ελληνική οικονομία, εξαθλίωσε το λαό, και ήδη απειλεί πολύ σοβαρά να καταποντίσει την Ευρωζώνη.
Αλλά, πως να το θέσω; Πώς να το εκφράσω; Τελικά, το μπορούμε; Οφείλω να παραδεχθώ ότι είναι πολύ, πάρα πολύ δύσκολο, γιατί το τέλος της λυπηρής αυτής ιστορίας είναι ότι αυτό το διεθνές λόμπυ των πολιτικών έχει, ουσιαστικά, παραιτηθεί από τα εξουσιαστικά του δικαιώματα, τα οποία έχει εν λευκώ εκχωρήσει στο αδηφάγο κεφάλαιο. Σ’αυτό, που οι δικαιούχοι του, αν και εκπροσωπούν μικρότερο ποσοστό από το 0,1% του παγκόσμιου πληθυσμού, ωστόσο συγκεντρώνουν τα τελευταία 10 χρόνια, σχεδόν το σύνολο της αύξησης του εισοδήματος της υφηλίου. Αυτό, δηλαδή, το λόμπυ των πολιτικών, που εκπροσωπούν τους δανειστές μας και κόπτονται να βάλουν χέρι στη γή, στις θάλασσες και στον ουρανό μας, αφήνοντάς μας ρακένδυτους για το εγγύς και απώτερο μέλλον, δεν είναι παρά υπηρέτες του μεγάλου κεφαλαίου και υποχρεωμένοι να μαζεύουν τον πλούτο της γης και να τον θέτουν στα πόδια του.
Είναι, κάπως, έτσι η εκλαϊκευμένη ανάγνωση του καθημερινού μας μαρτυρίου. Και ερωτάται πάλι, τι θα μπορούσε να γίνει με την απαγορευτική υπόθεση ότι αυτό το σύστημα που καθιερώθηκε σε διεθνή κλίμακα, μόνο με επανάσταση μπορεί να καταλυθεί. Άλλωστε, είναι και ο κυριότερος ίσως λόγος, για τον οποίον η πολιτική δεν συγκεντρώνει πια, όπως στο παρελθόν, τους ικανότερους από κάθε χώρα, αλλά αυτούς που υφιστάμεθα, όχι μόνο εμείς, αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο του κόσμου μας.
Συμπερασματικά, τα πράγματα δεν είναι εύκολα, όσο κι αν είναι άκρως εκνευριστικά τα απερίγραπτα καμώματα κάποιων πολιτικών μας. Παρά τις αντικειμενικές αυτές δυσκολίες, θα ήταν δυνατή μια θεαματική βελτίωση της τύχης μας, αν διαθέταμε κάποιον πολιτικό, με αντίστοιχους συνεργάτες, που επιτέλους, να σήκωνε το ανάστημά του, το ελληνικό ανάστημα με ότι αυτό περικλείει, απέναντι στους όψιμους φίλους μας, και με σοβαρότητα, με το ειδικό βάρος της όλης προσωπικότητάς του, τους έδινε να καταλάβουν ότι θα πολεμήσουμε μέχρις ενός για να μη γίνουμε γερμανική αποικία, για να περισώσουμε το δημόσιο πλούτο μας, για να διατηρήσουμε την εθνική μας αξιοπρέπεια, που είναι συνάρτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, και ακόμη ότι βεβαίως θα ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, αλλά με όρους ανθρώπινους, που δεν θα οδηγούν, όπως συμβαίνει τώρα, σε οικονομική γενοκτονία. Με όρους, που οι ευρωπαϊκές μας καταβολές οφείλουν να μας εξασφαλίζουν την αξιολόγηση του ανθρώπου, ως ανώτερη από την άμεση αποπληρωμή του χρέους. Τη διατήρηση του ευρωπαϊκού κράτους Πρόνοιας, ως σημαντικότερη του άμεσου πλουτισμού των τραπεζών.
Μαρία Νεγρεπόντη – Δελιβάνη