Ο περιορισμός της κυριαρχίας δεν σταματά στην οικονομία. Όπως ακριβώς αυτός που έχει πέσει στα χέρια του τοκογλύφου είναι υποχρεωμένος να παζαρέψει τα πάντα στην απέλπιδα… προσπάθεια του να διασωθεί, έτσι και μια χρεοκοπημένη χώρα, όπως η Ελλάδα στην προκειμένη περίπτωση, είναι αναγκασμένη να συζητήσει μια σειρά απαιτήσεων που προβάλλουν οι δανειστές. Απαιτήσεις, οι οποίες θα πρέπει να σημειωθεί δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την οικονομία και την αναζητούμενη εξασφάλιση των κεφαλαίων που αενάως δανείζουν οι πιστωτές προκειμένου να εξυπηρετηθούν προηγούμενα δάνεια και τόκοι και να διαιωνιστεί ο κύκλος της εξάρτησης της χώρας.
Είναι προφανές και αυτονόητο ότι μια χρεοκοπημένη χώρα, όπως η Ελλάδα αυτήν την περίοδο, παραδίδεται ολόκληρη στα χέρια των πιστωτών της, οι οποίοι- όπως ακριβώς και οι τοκογλύφοι της καθημερινής οδυνηρής πραγματικότητας – έχουν και εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να προωθήσουν τα συμφέροντά τους σε κάθε επίπεδο.
Στην προκειμένη ελληνική περίπτωση, τα συμφέροντα των πιστωτών δεν είναι μόνο οικονομικά, ούτε οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνται μόνο με την αρπαγή της Δημόσιας Περιουσίας και των πόρων της χώρας. Ζητούν κάτι περισσότερο, δηλαδή την απόλυτη συμμόρφωση της χώρας στις στρατηγικές κινήσεις και επιλογές τους. Με πιο απλά λόγια, η εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας για την οποία τόσο εύκολα μίλησε ο τότε πρωθυπουργός Γ.Παπανδρέου σημαίνει την υποτίμηση αυτού που ονομάζουμε ιδιαίτερο εθνικό συμφέρον και την προσαρμογή του σε μια ξένη ατζέντα εξωτερικής πολιτικής .
Η εθελοντική εκχώρηση της κυριαρχίας αποτελεί ασφαλώς προϋπόθεση για μια χώρα που επιθυμεί να συμμετέχει στο διεθνές γίγνεσθαι, αναζητά οικονομικούς συνεταίρους και στρατιωτικούς συμμάχους. Αυτονόητο είναι επίσης ότι κάθε χώρα έχει διαφορετικό ειδικό βάρος εντός των συμμαχιών στις οποίες συμμετέχει. Στην προκειμένη περίπτωση και αυτήν την περίοδο στην χρεοκοπημένη Ελλάδα, έχει απομείνει ελάχιστο «βάρος» για να αντιμετωπίσει τις πιέσεις, απαιτήσεις και εκβιασμούς οι οποίοι ανοιχτά διατυπώνονται από εταίρους και συμμάχους για τη ρύθμιση μια σειρά εκκρεμοτήτων που άπτονται ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι Αμερικανοί, όσο και οι Ευρωπαίοι Εταίροι (Γερμανοί) θυμήθηκαν αυτήν ακριβώς τη στιγμή τη χρονίζουσα εκκρεμότητα με το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Τυχαίο δεν μπορεί να είναι επίσης ότι εντός και των δύο διεθνών οργανισμών στους οποίους η Ελλάδα συμμετέχει (ΝΑΤΟ και ΕΕ) αναπτύσσεται η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία και προτείνεται η ίδια ακριβώς μεθοδολογία για την διευθέτηση αυτής της εκκρεμότητας σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Με πιο απλά λόγια, αυτό που ζητούν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι από την κυβέρνηση Σαμαρά (η ειρωνεία της ιστορίας χαμογελά χαιρέκακα στον άνθρωπο που σηματοδότησε την πολιτική του ύπαρξη με το ζήτημα των Σκοπίων) είναι να αποδεχτεί την ελληνική ήττα στο ζήτημα της ονομασίας, το οποίο—κακώς– αποτέλεσε σημαία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία.
Τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όσο και σε αυτό της ΕΕ, οι σύμμαχοι, φίλοι και εταίροι ζητούν από την κυβέρνηση να καταπιεί την εθνική «υπερηφάνεια» και να δεχτεί την ένταξη της ΠΓΔΜ στους ευρωατλαντικούς θεσμούς χωρίς την προηγούμενη επίλυση του ζητήματος της ονομασίας. Δηλαδή, να παραδώσει και το τελευταίοι χαρτί διαπραγμάτευσης. Με αντάλλαγμα τη…δόση.