«Παράδοξες» ομοιότητες;
του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τ. 157 της 18/10/2012)
Όπως μαρτυρούν τα σημεία των καιρών, οι επόμενοι μήνες –επαναλαμβάνω μήνες και όχι τα επόμενα χρόνια- θα δείξουν αν η Γερμανία έχει διδαχθεί, γενικώς, από την ιστορία. Και, το κυριότερο, αν έχει συνειδητοποιήσει τις τεράστιες ευθύνες που της αναλογούν για όσα δεινά ταλάνισαν, από τα «έργα και τις ημέρες» των ηγετών της κατά τους δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, τόσο το γερμανικό έθνος όσο και, κυρίως, την Ανθρωπότητα σχεδόν στο σύνολό της.
Ι. Προς το παρόν πολλά, δυστυχώς, γεγονότα οδηγούν στη διαπίστωση ότι οι πολιτικοί ταγοί της Γερμανίας μάλλον δεν έχουν συναγάγει τα ιστορικά συμπεράσματα που τους αναλογούν. Και τούτο προκύπτει αβιάστως από το ότι, έχοντας και πάλι στα χέρια τους μια τεράστια δύναμη –αυτή τη φορά κυρίως οικονομική, λόγω των μεγάλων ωφελημάτων που προνομιακώς απέδωσε στη γερμανική οικονομία η ως τώρα λειτουργία της Ευρωζώνης- μάλλον προσανατολίζονται να την χρησιμοποιήσουν σε βάρος της παγκόσμιας κοινότητας. Έτσι ακριβώς όπως συνέβη και στις δύο παγκόσμιες συρράξεις. Κι όμως η Γερμανία, πρώτη αυτή, θα έπρεπε να έχει προβληματισθεί σοβαρώς από τις επιπτώσεις που βίωσε ιδίως τόσο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου όσο και μετά απ’ αυτόν.
ΙΙ. Ας θυμηθούμε, συνοπτικώς, τα γεγονότα:
Α. Στις 7 Μαΐου του 1919, η ηττημένη –όχι όμως ολοκληρωτικά- Γερμανία αποδεχόταν τους «ειρηνευτικούς όρους των Συμμάχων και των συμμαχικών και συνεργαζόμενων Κυβερνήσεων». Οι όροι αυτοί εξουθένωναν, κατ’ αποτέλεσμα, τον γερμανικό λαό μέσα από τρεις ταπεινωτικούς όρους, οι οποίοι αφορούσαν πρώτον, τον εδαφικό διαμελισμό της Γερμανίας, δεύτερον, τη στρατιωτική της αποδυνάμωση και, τρίτον, την οικονομική της επιβάρυνση, μέσω των πολεμικών επανορθώσεων, τις οποίες καθιέρωνε, ως δείγμα «πολεμικής ενοχής», το άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Β. Το αν οι ως άνω όροι ήταν δίκαιοι, λόγω των ανυπολόγιστων ευθυνών της Γερμανίας ως προς την έκρηξη και τις συνέπειες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, λίγη σημασία έχει. Άλλωστε, η ιστορία γράφεται αντικειμενικώς. Το δεδομένο είναι ότι οι Σύμμαχοι που τους επέβαλαν, ακόμη και αν είχαν το αίσθημα δικαίου με το μέρος τους εκείνη την περίοδο, δεν υπολόγισαν τις συνέπειες που επακολούθησαν. Και οι συνέπειες αυτές κυοφόρησαν, δυστυχώς:
1. Από τη μια πλευρά την έκρηξη του γερμανικού λαού, ο οποίος αισθάνθηκε ότι οδηγείται στο περιθώριο της εξαθλίωσης και, επέκεινα, της κοινωνικής έκρηξης. Με τελικό απολογισμό την ιστορική επιβεβαίωση της έκρηξης αυτής.
2. Και, από την άλλη, τη γέννηση μιας θνησιγενούς δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η οποία αντί να δημιουργήσει το κοινωνικό κράτος, που για πρώτη φορά θεσπιζόταν στο γερμανικό σύνταγμα του 1919, έφερε τελικώς στην επιφάνεια το τέρας του αυταρχισμού, το οποίο προέκυψε και μέσα από την ανεξέλεγκτη προσφυγή στις υπερεξουσίες του προέδρου της δημοκρατίας. Υπερεξουσίες οι οποίες επιτάχυναν το δρόμο για την κατάλυση της γερμανικής δημοκρατίας, αφού λειτούργησαν, κατ’ αποτέλεσμα, υπέρ των «ταγμάτων εφόδου» του Ερνστ Ρεμ που διέρρηξαν τον γερμανικό κοινωνικό ιστό και επώασαν το ναζιστικό «αυγό του φιδιού».
ΙΙΙ. Τι, άραγε, μπορεί να μας αποφέρει σήμερα το ιστορικό ίζημα της γέννησης της Συνθήκης των Βερσαλλιών και η συνακόλουθη ιστορική μνήμη των συνεπειών της εφαρμογής της;
Α. Δίχως, βεβαίως, να παραγνωρίζει κανείς τις πολύ μεγάλες διαφορές ως προς τα θεσμικά και, ιδίως, πραγματικά και οικονομικά δεδομένα, αρκετά, και ήδη αξιοσημείωτα, είναι τα στοιχεία, τα οποία κατατείνουν προς τον παραλληλισμό –φυσικά στο σύγχρονο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι- των συνεπειών της εφαρμογής της Συνθήκης των Βερσαλλιών με τις αντίστοιχες συνέπειες της ως τώρα εφαρμογής της πολιτικής των «Μνημονίων» μέσα στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο της Ευρωζώνης.
1. «Αιχμάλωτοι» των, ακραίας νεοφιλελεύθερης αντίληψης, απόψεων, οι οποίες περιορίζουν την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική πάνω στην επίτευξη αμιγώς δημοσιονομικών στόχων –του χρέους και του ελλείμματος- η Γερμανία και, σε μεγάλο βαθμό, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφάσισαν, την άνοιξη του 2010 και με αφετηρία την άφρονα πολιτική της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου στην Ελλάδα, να εξαναγκάσουν τις χώρες εκείνες της Ευρωζώνης που δεν επιτυγχάνουν τους ως άνω στόχους στην εφαρμογή «Μνημονίων». Ήτοι πολιτικών οι οποίες, ως άλλα «καυδιανά δίκρανα», υποχρεώνουν τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις να προσαρμοσθούν στην άμεση επίτευξη των προμνημονευόμενων δημοσιονομικών στόχων με κάθε κόστος. Όχι μόνον οικονομικό αλλά, πρωτίστως, κοινωνικό. Υπό διαφορετική εκδοχή επικρέμαται η έξοδός τους από την Ευρωζώνη, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες.
2. Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία –και κατά πάσα πιθανότητα οσονούπω η Ισπανία- βιώνουν ήδη το Γολγοθά αυτής της μνημονιακής πολιτικής. Και το παράδοξο –ταυτοχρόνως δε άκρως αντιδημοκρατικό και άδικο –είναι πως η Γερμανία, ως ευρωπαϊκό «δημοσιονομικό πρότυπο», συμπεριφέρεται προς τις «απείθαρχες» χώρες δίκην «αυστηρού διδασκάλου» ή και «τιμωρού», όταν καθένας γνωρίζει πως η μη επίτευξη των κατά τ’ ανωτέρω δημοσιονομικών στόχων απ’ αυτές οφείλεται όχι μόνο στις εγγενείς αδυναμίες των οικονομιών τους. Αλλά, κατά βάση, στο ότι η ίδια η δομή της Ευρωζώνης τις οδήγησε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό τους, δεδομένου ότι οι ισχυρές εξωστρεφείς οικονομίες -όπως είναι κατ’ εξοχήν η γερμανική- απομύζησαν απ’ αυτές τον κύριο όγκο των πόρων τους. Με άλλες λέξεις η γερμανική οικονομική «ευρωστία» δεν είναι, στην πραγματικότητα, το παράδειγμα προς μίμηση αλλά η καρδιά του δημοσιονομικού προβλήματος για τις οικονομικώς ασθενέστερες χώρες της Ευρωζώνης.
Β. Αυτή, λοιπόν, η οιονεί «πειθαρχική» ως και «τιμωρητική» δομή των «Μνημονίων» και των πολιτικών που συνεπάγονται οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, τις χώρες της Ευρωζώνης που την υφίστανται σε κοινωνική εξαθλίωση και, επέκεινα, σε κοινωνική έκρηξη. Και μάλιστα υπό όρους –πράγμα αναμενόμενο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες- πλήρους αποδόμησης των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, άρα ρήξης του κοινωνικού ιστού.
1. Η τραγική αυτή κατάληξη συνοδεύεται και από μιαν ακόμη πιο επικίνδυνη εξέλιξη: Τα πολιτικά άκρα, ιδίως δε η ακροδεξιά που μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία αποκτά μεγαλύτερο λαϊκό «ακροατήριο», υποσκάπτουν ανοιχτά τα θεμέλια της Δημοκρατίας. Και τούτο διότι η «άνθησή» τους, η οποία συμπίπτει με την εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που εξουθενώνουν όχι το λεγόμενο «μεγάλο κεφάλαιο» αλλά τα μεσαία οικονομικώς στρώματα, οδηγεί στη πλήρη περιθωριοποίηση της πάλαι ποτέ «αστικής τάξης». Μόνο που η τάξη αυτή ήταν και παραμένει, ως μεγάλη πλειοψηφία στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, ο στυλοβάτης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Άρα η πτώση της συμπαρασύρει, μοιραία, και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
2. Η επώδυνη ελληνική εμπειρία, μέσα από τη ραγδαία άνοδο της «Χρυσής Αυγής» η οποία, με μεθόδους που παραπέμπουν ευθέως στη ναζιστική ιδεολογία, στις πρακτικές των «ταγμάτων εφόδου» και στους χιτλερικούς επιγόνους τους, καταφέρνει να βρίσκει απήχηση κυρίως στις εξαθλιωμένες κοινωνικές ομάδες, εκπέμπει το πιο ηχηρό -στον ευρωπαϊκό τουλάχιστον χώρο- σήμα κινδύνου για τους θανάσιμους τριγμούς των δημοκρατικών θεσμών και τον συνακόλουθο κίνδυνο επανεμφάνισης μιας νέας μορφής ναζιστικής θηριωδίας.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε δύο συμπεράσματα, όπως νομίζω, προκύπτουν αβίαστα. Το πρώτο: Η γερμανική Κυβέρνηση, κάνοντας την τελευταία στιγμή μια μεγάλη στροφή στην ευρωπαϊκή, και όχι μόνο, πολιτική της οφείλει ν’ απεμπλακεί από τις καταστροφικές –στο τέλος και για την ίδια, όπως η ιστορία διδάσκει- συνέπειες των νεοφιλελεύθερων εμμονών της. Εμμονών, οι οποίες οδηγούν στα πρόθυρα ενός τρίτου παγκόσμιου, οικονομικού αυτή τη φορά, πολέμου. Ξέρει –ή οφείλει να ξέρει- καλά το τίμημα της Συνθήκης των Βερσαλλιών, προκειμένου ν’ αποφύγει την, υπό ορισμένες πάντοτε προϋποθέσεις, έκρηξή του κάτω από τις οικονομικές ερπύστριες των «Μνημονίων». Και το δεύτερο: Ο πολίτης –ο πραγματικός και συνειδητός πολίτης- οφείλει να έχει επίγνωση της δύναμής του και των αντίστοιχων ευθυνών του, ιδίως κατά τις κρίσιμες τούτες ώρες. Τίποτε, ακόμη και η κοινωνική εξαθλίωση, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη ροπή του προς «πολιτικές» δυνάμεις που απεργάζονται τη κατάλυση της Δημοκρατίας. Γιατί μόνον υπό όρους Δημοκρατίας και στοιχειώδους λειτουργίας των θεσμών της μπορεί να βγει, και αυτός και το κοινωνικό σύνολο στο οποίο μετέχει, από το οιοδήποτε τέλμα, επιλέγοντας τα πολιτικά πρόσωπα που θεωρεί ικανά να το πράξουν και απομονώνοντας εκείνα τα οποία τον έφεραν στο σημερινό τραγικό και επικίνδυνο αδιέξοδο.