Το σκηνικό σύγκρουσης που διαμορφώθηκε στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με την τρόικα για την οριστικοποίηση των μέτρων που θα συγκροτήσουν το «πακέτο» λιτότητας των 11,5 δισ. ευρώ – το περίφημο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο – έθεσε μερικά νέα δεδομένα στο πολιτικό παιχνίδι. Κατ’ αρχάς, χωρίς περιστροφές, το νέο στοιχείο στην πολιτική ατζέντα είναι ότι η κυβέρνηση μπήκε σε τροχιά διπλής σύγκρουσης:
♦ Μεταξύ της τρικομματικής συγκυβέρνησης και της κοινωνίας, καθώς δεν αμφισβητείται ότι το αποτέλεσμα της εφαρμογής των νέων μέτρων θα είναι ακόμη περισσότερη ύφεση, ακόμη μεγαλύτερο «στέγνωμα» της οικονομίας, ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση για την κοινωνία.
♦ Μεταξύ των εταίρων της συγκυβέρνησης, οι οποίοι, πανικόβλητοι μπροστά στην εξάντληση της αντοχής – και της ανοχής – του ελληνικού λαού, επιχειρούν να απαλλαγούν από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τον πολύ σκληρό χειμώνα που έρχεται.
Στο οικονομικό και κοινωνικό μέτωπο η προοπτική είναι τραγική. Η Ελλάδα, κατά γενική πλέον ομολογία, έχει υλοποιήσει ήδη τη μεγαλύτερη παγκοσμίως δημοσιονομική «προσαρμογή» σε περίοδο βαθύτατης ύφεσης, η οποία παραπέμπει σε συνθήκες εμφυλίου. Με την κοινωνία εξαντλημένη και την οικονομία νεκρή, η συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας οδηγεί τη χώρα σε βέβαιο θάνατο.
Όλοι οι οικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες καταρρέουν, ενώ όσοι έχουν έστω και στοιχειώδη αίσθηση για την κατάσταση της «αγοράς» προειδοποιούν για «μαύρο Σεπτέμβρη», με αναρίθμητες χρεοκοπίες, απολύσεις και εισοδηματικές περικοπές, ανεξάρτητα από τα μέτρα που επισήμως θα αναγράφονται στη λίστα την οποία οσονούπω θα εγκρίνει η τρόικα.
Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν δείχνει να… συγκινείται από την εξέλιξη της κρίσης, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε ανθρωπιστική καταστροφή.
Το αποπαίδι
Η τρόικα παραμένει αμετακίνητη στην απαίτησή της για συνέχιση της δολοφονικής λιτότητας. Αφού οριστικοποιήσει τη συμφωνία της με τη συγκυβέρνηση για τα μέτρα των 11,5 δισ. για την επόμενη διετία, θα επανέλθει για επιπλέον περικοπές ώστε να «διορθωθούν» οι φετινές αποκλίσεις, οι οποίες είναι άγνωστο σε ποιο ύψος θα φτάσουν τελικά.
Παράλληλα δεν αφήνει κανένα περιθώριο αλλαγής της παράλογης οικονομικής συνταγής της και βεβαίως ούτε λόγος να γίνεται για σχέδιο εξόδου από την κρίση. Η παραμονή στο ευρώ εξακολουθεί να προϋποθέτει – όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για το σύνολο σχεδόν των χωρών της ευρωζώνης – τη λιτότητα δίχως τέλος, ακόμη και θεσμικά κατοχυρωμένη.
Η δεδομένη ανικανότητα – και απροθυμία – της ηγεσίας του ευρώ να τιθασεύσει την κρίση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος προϊδεάζει για δραματική όξυνση της κρίσης από το φθινόπωρο, η οποία πλέον ανησυχεί σοβαρά ολόκληρο τον πλανήτη.
Η προοπτική αυτή παράγει «ασύμμετρες» απειλές, πολύ σημαντικότερες από μια ελληνική κατάρρευση, με συνέπεια η Ελλάδα να χάνει διαρκώς σε στρατηγική σημασία και να αποτελεί το αποπαίδι που θα συνεχίσει να τιμωρείται παραδομένο στην τροϊκανή βαρβαρότητα χωρίς ελπίδα διεξόδου.
Νάρκες στα θεμέλια
Η ελληνική τρικομματική συγκυβέρνηση των Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ βρίσκεται μπροστά σε ένα εμφανές στρατηγικό αδιέξοδο. Έχοντας εγκαταλείψει την προεκλογική «σημαία» της «επαναδιαπραγμάτευσης επαχθών όρων του μνημονίου», ακολουθεί τον μοναδικό δρόμο που γνωρίζει το πολιτικά και ιδεολογικά ξοφλημένο μεταπολιτευτικό σύστημα εξουσίας: την υποταγή στα κέφια των δανειστών.
Χωρίς στρατηγική διαπραγμάτευσης, χωρίς πολιτικό σχέδιο διαχείρισης των σχέσεων της χώρας με την ευρωζώνη, χωρίς σχέδιο ανάταξης της οικονομίας, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο ζωής χωρίς να δείχνει ότι ξέρει πώς θέλει να τον αξιοποιήσει. Η αποθέωση του «βλέποντας και κάνοντας».
Στο πλαίσιο αυτό ανέκυψαν και οι διαφωνίες που είδαμε τις τελευταίες ημέρες, οι οποίες, ακόμη και αν τελικά γεφυρωθούν, έχουν ήδη ανοίξει ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των τριών συνεταίρων. Στην πραγματικότητα έχουν τεθεί οι βάσεις για μια συνολική ρήξη μεταξύ των συγκυβερνώντωνκομμάτων, η οποία ήδη προϊδεάζει για σύντομη νέα προσφυγή στις κάλπες. Τόσο το «Ποντίκι» όσο και topontiki.gr, παρ’ ότι ίσως φαινόταν ότι… προτρέχουν, είχαν επισημάνει αυτόν τον κίνδυνο ήδη αμέσως μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης συνεργασίας και τώρα φαίνεται ότι, για πολλοστή φορά στη διάρκεια αυτής της κρίσης, επιβεβαιώνονται. Οι παράγοντες που – πέραν όσων ήδη αναφέραμε – ενισχύουν την προοπτική της κυβερνητικής αστάθειας και το ενδεχόμενο της κατάρρευσης και των εκλογών είναι κυρίως:
♦ Η προσπάθεια ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να αποστασιοποιηθούν από το αποτέλεσμα των νέων πακέτων λιτότητας, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν μια στρατηγική εξόδου από την κρίση.
♦ Η κωλοτούμπα Σαμαρά σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες του και η προσαρμογή στις απαιτήσεις της τρόικας, που απομακρύνουν την προοπτική σύγκλισης μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.
♦ Το βέβαιο αδιέξοδο ύστερα και από τη λήψη των νέων μέτρων, καθώς ο παράγοντας της ύφεσης οδηγεί αναπότρεπτα σε νέες δημοσιονομικές αποκλίσεις, που με τη σειρά τους θα απαιτήσουν σύντομα νέα σκληρά μέτρα με συνέπεια τα σημερινά προβλήματα να επανέλθουν οξύτερα.
♦ Οι εμφανείς αποκλίσεις σε κεντρικά ζητήματα, όπως η διαχείριση του κράτους και ειδικότερα του κοινωνικού και παραγωγικού ρόλου του.
♦ Οι σημαντικές διαφορές ακόμη και μεταξύ στελεχών των κομμάτων σε κυβερνητικές επιλογές, όπως για παράδειγμα η κίνηση Λοβέρδου στο ζήτημα του νομοσχεδίου για την Παιδεία, η οποία, επειδή έχει και πολιτική στόχευση, ενδέχεται να αποτελέσει προοίμιο ευρύτερης πολιτικής ανακατάταξης.
♦ Η διαδικασία ανασύνθεσης της Κεντροαριστεράς, η οποία άρχισε στις εκλογές του Μαΐου, θα συνεχιστεί με εξελίξεις που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με ακρίβεια και είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσουν.
♦ Η εύθραυστη ισορροπία στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς, η οποία επίσης έχει μπει σε δίνη ανακατάταξης, ενώ μετά βίας η κυβέρνηση Σαμαρά μπορεί να συγκαλύψει την ιδεολογική και πολιτική ρευστότητα του χώρου.
♦ Οι μεγάλες διαφορές πολιτικής στρατηγικής αλλά και «ανάγνωσης» των δεδομένων της κρίσης του ευρώ από τις τρεις συνεργαζόμενες δυνάμεις.
Τέλος, ο κοινός παρονομαστής των προβλημάτων της συγκυβέρνησης είναι η απειλή του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός του κυβερνητικού… νυμφώνος, δεν έχει κανέναν λόγο να αισθάνεται πίεση από τους τρεις εταίρους και έχει στη διάθεσή του πολύτιμο χρόνο ώστε να καταστεί δύναμη έτοιμη να κυβερνήσει, αφού πρώτα καρπωθεί όλα τα πολιτικά οφέλη από το εντεινόμενο κοινωνικό αδιέξοδο και τη συνεχή συσσώρευση οργής και απόγνωσης.
Διαφορές στρατηγικής
Είναι ίσως χαρακτηριστική των διαφορετικών αναγνώσεων και των στρατηγικών αποκλίσεων στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης μια ερμηνεία που προκύπτει από το ρεπορτάζ για τον «τσαμπουκά» του Βενιζέλου στο θέμα των μέτρων 11,5 δισ. ευρώ. Η προσέγγιση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ έχει ως εξής:
Η κρίση της ευρωζώνης αναμένεται να οξυνθεί τόσο το φθινόπωρο, ώστε η ηγεσία της θα αναγκαστεί να αλλάξει στρατηγική. Ενδέχεται λοιπόν όχι μόνο να ενισχυθεί το περίφημο «τείχος προστασίας» του ευρώ, αλλά και να εγκαταλειφθεί, σε κάποιον έστω βαθμό, η γερμανική εμμονή στη λιτότητα. Έτσι θα ανοίξει το «γήπεδο» για την περιλάλητη επαναδιαπραγμάτευση και μάλιστα σε μεγάλο εύρος.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ελλάδα θα πρέπει να βρεθεί με τις λιγότερες δυνατές δεσμεύσεις λιτότητας και έχοντας εφαρμόσει όσο το δυνατόν λιγότερα μέτρα απορρύθμισης της οικονομίας της, ώστε να ωφεληθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό από μια ευρωπαϊκή «στροφή». Γι’ αυτό επιμένει, λένε συνεργάτες του, στη διάσπαση του πακέτου των 11,5 δισ. ευρώ και στη χρονική μετάθεση των εισπρακτικών μέτρων.
Ενώ λοιπόν η τακτική του Ευάγγελου Βενιζέλου (αναλυτικό ρεπορτάζ στη σελίδα 16) συγκλίνει με αυτήν του Φώτη Κουβέλη, αποκλίνει δραματικά από αυτήν της κυβέρνησης και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την επιλογή της τρόικας.
Σαμαράς και Στουρνάρας, από την πλευρά τους, αντιτείνουν ότι η Ελλάδα, για να εισακουστεί το αίτημα περί επαναδιαπραγμάτευσης, πρέπει τώρα να δείξει πως βρίσκεται σε τροχιά εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξισορρόπησης ώστε να έχει θέση στο τραπέζι της συζήτησης περί αναθεώρησης της ευρωπαϊκής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Συνεπώς βιάζεται να ολοκληρώσει την εξειδίκευση του «πακέτου», να πληρώσει τώρα το όποιο πολιτικό κόστος και να περιμένει εν συνεχεία την… επιείκεια της τρόικας, που ελπίζει ότι θα της δώσει κάποιο πολιτικό ρεγάλο από το φθινόπωρο προκειμένου να έχει κάτι να εμπορευθεί στην πολύ δύσκολη πολιτική αγορά.
Προφανώς δεν έχει νόημα να σταθμίσουμε σήμερα τη βασιμότητα των διαφορετικών εκτιμήσεων και επιλογών των κυβερνητικών εταίρων, οι οποίες ούτως ή άλλως «μπάζουν νερά». Είναι όμως χρήσιμο να δούμε ότι οι αποκλίσεις αυτές αποτελούν, μεταξύ όλων των άλλων παραμέτρων που προαναφέραμε, εκρηκτική ύλη στα θεμέλια της κυβερνητικής συνοχής.
Ανεξάρτητα λοιπόν από τον τρόπο με τον οποίο θα πορευθεί η κυβέρνηση το επόμενο διάστημα, οι νάρκες στην πορεία της θα είναι περισσότερες από αυτές που μπορεί να διαχειριστεί. Πρακτικά βρίσκεται ήδη στην τροχιά της διπλής σύγκρουσης που προαναφέραμε.
Η εύθραυστη ισορροπία της μπορεί να τιναχθεί στον αέρα ακόμη και με μικρής ισχύος κραδασμούς. Ωστόσο ο κορυφαίος κίνδυνος για τη βιωσιμότητά της, αλλά και για την επιβίωση των κομμάτων που σήμερα συγκροτούν το σύστημα εξουσίας, παραμένει η δραματική επιδείνωση της ζωής του ελληνικού λαού.
Έχοντας ήδη δώσει την τελευταία ευκαιρία σε αυτό το σύστημα, μη έχοντας να χάσει πλέον πολλά, η ελληνική κοινωνία αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των συγκυβερνώντων. Μια κοινωνική έκρηξη δεν θα αφήσει τίποτε όρθιο. Και οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν το φθινόπωρο θα είναι, αν μη τι άλλο, εκρηκτικές…
L1 Από “Το Ποντίκι”