Μόχλος ονομάζεται ένα μικρό νησάκι που βρίσκεται στον Κόλπο του Μεραμπέλου, 27 χιλ. από τη Σητεία. Απέναντι από το νησάκι βρίσκεται το σημερινό χωρίο με το ίδιο όνομα. Πρόκειται για μια μικρή νησίδα που στην αρχαιότητα ήταν χερσόνησος και σε βενετικούς χάρτες αναφέρεται με την ονομασία Scoglio de muflo, ενώ οι ντόπιοι ακόμη και σήμερα την ονομάζουν Άγιο Νικόλαο από τη μικρή εκκλησία που βρίσκεται εκεί. Στη νησίδα αυτή αναπτύχθηκε εκτεταμένος και σημαντικός μινωικός οικισμός με λιμάνι. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο νησί του Μόχλου κατά την Πρωτομινωική Ι περίοδο. Κατά την Πρωτομινωϊκή III περίοδο τοποθετείται η ακμή του οικισμού που έγινε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού.
Περίπου μεταξύ 3650/3500 – 3000/2900 π.Χ. διαπιστώνεται κατοίκηση του Μόχλου που ενισχύεται με την άφιξη νέων κατοίκων ίσως από την κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (3000/2900 – 2300/2150 π.Χ.) κατά την οποία ο οικισμός μεγάλωσε σημαντικά. Στην Πρωτομινωική ΙΙΙ (2300/2150 – 2160/2025 π.Χ.) ο Μόχλος αναπτύσσεται γοργά. Η πεδιάδα στη στεριά παρείχε πλούσια αγροτική παραγωγή, ενώ ο στενός πορθμός, που ένωνε το σημερινό νησάκι με τη στεριά κατά την αρχαιότητα, σχημάτιζε δύο ασφαλή φυσικά λιμάνια.
Ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου διοχέτευε στην υπόλοιπη Κρήτη οψιανό από τη Μήλο και πρώτες ύλες από την Ανατολή. Η σπουδαιότητα του λιμανιού αποδεικνύεται από την ανακάλυψη ενός σφραγιδόλιθου του 18ου αι. π.Χ. Στη λεγόμενη «συνοικία των τεχνιτών? κατασκευάζονταν χρυσά κοσμήματα, σφραγιδόλιθοι και λίθινα αγγεία, όλα άριστης τέχνης. Στο πρωτομινωικό νεκροταφείο, που ήταν σε χρήση ως τη μεσομινωική περίοδο (μέχρι περίπου το 1600 π.χ.), οι σπουδαιότεροι τάφοι ήταν μνημειώδεις, κτιστοί σαν σπίτια και κτερισμένοι με χρυσά κοσμήματα, σφραγιδόλιθους και λίθινα αγγεία. Τα σχήματα ορισμένων αγγείων μιμούνται αιγυπτιακά πρότυπα και ενισχύουν τη μαρτυρία των σχέσεων Κρήτης- Αιγύπτου από την πρωτομινωική ακόμη περίοδο.
Κατά την Υστερομινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580 – 1480 π.Χ.) ο οικισμός καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και αμέσως ανακατασκευάστηκε, όπως απέδειξε το στρώμα ηφαιστειακής τέφρας πάχους 0,07- 0,10 μ., που εντοπίστηκε κάτω από το δάπεδο και τους τοίχους ενός σπιτιού. Η νέα πόλη είχε πολεοδομικό σύστημα όμοιο με εκείνο της Ψείρας και των Γουρνιών, κεντρικούς δρόμους που διασταυρώνονταν με άλλους μικρότερους και όριζαν συνοικίες. Τα σπίτια ήταν κτισμένα σε διαφορετικά επίπεδα προσαρμοσμένα στην κλίση του εδάφους, με δυο ή τρεις ορόφους. Οι ογκόλιθοι από ψαμμίτη που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους προέρχονταν από το λατομείο στη Βαγιά. Από το ίδιο λατομείο προμηθεύτηκαν οικοδομικά υλικά οι κάτοικοι των Γουρνιών για την κατασκευή του ανακτόρου της πόλης τους.
Κατά την Υστερομινωική ΙΙΙ περίοδο (1390 – 1070 π.Χ.) φαίνεται να έγιναν μεγάλες αλλαγές. Το μέγεθος της πόλης μειώθηκε αισθητά, τα παλιά σπίτια επιδιορθώθηκαν και ξανακατοικήθηκαν. Άλλαξαν ακόμη και οι ταφικές συνήθειες.
Η τελευταία φάση εκτεταμένης κατοίκησης στο νησί του Μόχλου αντιπροσωπεύεται από μια οχύρωση του 1ου αι. π.Χ. στη βόρεια και ανατολική πλευρά του, η οποία ήταν ίσως μια προσπάθεια της Ιεράπυτνας να σταθεροποιήσει την παρουσία της στη βόρεια ακτή της Κρήτης.
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες στο Μόχλο έγιναν από τον Αμερικανό αρχαιολόγο R. Seager το 1908, ο οποίος εξερεύνησε το σημαντικό πρωτομινωικό και μεσομινωικό νεκροταφείο, αλλά και τμήματα του μινωικού οικισμού. Έπειτα από 50 περίπου χρόνια συνέχισε την έρευνα στο νησί ο Ν. Πλάτων (δεκαετία του 1950), ανασκάπτοντας έναν μινωικό θολωτό τάφο και ένα σημαντικό μυκηναϊκό νεκροταφείο με θαλαμωτούς τάφους. Το 1995 διενεργήθηκε υποβρύχια έρευνα μεταξύ Μόχλου Κρήτης από τους J. Leatham and S. Hood, η οποία αποκάλυψε ρωμαϊκά κατάλοιπα. Κατά τα έτη 1971, 1972 και 1976, οι Κ. Δαβάρας και Soles σε συνεργασία με την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή εξερεύνησαν καλύτερα το νεκροταφείο που πρώτος είχε σκάψει ο R. Seager, προσφέροντας νέα δεδομένα. Οι έρευνες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία για τον οικισμό και τα νεκροταφεία του, ενώ το 1986 ο Ν. Παπαδάκης ανέσκαψε μια σειρά από εφτά μυκηναϊκούς θαλαμωτούς τάφους. Η διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου είναι καλή ενώ κάθε χρόνο γίνονται εργασίες στερέωσης και καθαρισμού από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών σε συνεργασία με την ΚΔ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Μόχλου αποτελείται από το
μινωικό οικισμό που εντοπίστηκε στο νότιο τμήμα της νησίδας του Αγίου Νικολάου
και την παραλία της απέναντι ακτής, το πρωτομινωικό νεκροταφείο στη δυτική
πλευρά του νησιού, το υστερομινωικό νεκροταφείο που βρίσκεται σε λόφο πίσω από
το σύγχρονο οικισμό, το αρχαίο λατομείο στη θέση Βαγιά και τις ρωμαϊκές
ιχθυοδεξαμενές στην ακτή απέναντι από το νησί.
Οι ανασκαφές συνεργασίας μεταξύ Αμερικανικής
Αρχαιολογικής Σχολής και ΚΔ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο
νησί του Μόχλου έφεραν στο φως δέκα διαφορετικές φάσεις της Εποχής του Χαλκού,
από την Πρωτομινωική ως την Υστερομινωική ΙΙΙ ή μυκηναϊκή περίοδο. Αποκαλύφτηκε
το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, κατοικίες, το τελετουργικό κέντρο, κύριοι και
δευτερεύοντες δρόμοι, που διατρέχουν το νησί και σχηματίζουν οικοδομικά
τετράγωνα.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι κάποια αρχιτεκτονικά
κατάλοιπα ανήκουν στον πρωτομινωικό οικισμό. Πρόκειται για τα θεμέλια τριών
οικιών, οι οποίες ήταν διασκορπισμένες στον ευρύτερο χώρο, αποδεικνύοντας μια
αραιή κατοίκηση την περίοδο αυτή. Η αύξηση του πληθυσμού στις επόμενες εποχές
οδήγησε σε μια πυκνότερη κατοίκηση και στην οικοδομική ανάπτυξη του οικισμού.
Οι οικίες διαθέτουν πλέον δύο ορόφους, όπου το ισόγειο διαμορφώνεται σε
εργαστήριο και αποθήκες, ενώ κάποιες από αυτές εμφανίζουν ανακτορικά και
μνημειακά στοιχεία
Το πρωτομινωικό νεκροταφείο είναι από τα μεγαλύτερα
και σημαντικότερα της ανατολικής Κρήτης. Εκτός από τους μνημειώδεις κτιστούς
τάφους που περιείχαν συνήθως πολλές ταφές, βρέθηκαν και απλές ταφές σε
νεκρικούς πίθους ή λαξευτούς σε βράχους τάφους, σε απλούς λακκοειδείς καθώς και
καύσεις. Οι ταφές διέθεταν πλούσια κτερίσματα, τα οποία δίνουν σημαντικές
πληροφορίες για τον πρωτομινωικό πολιτισμό. Το νεκροταφείο περιείχε πάνω από 20
μεγάλους κτιστούς τάφους. Δυο από τους κτιστούς τάφους λόγω του μεγέθους, των
αρχιτεκτονικών στοιχείων και των ιδιαίτερα πλούσιων κτερισμάτων τους (χρυσά
διαδήματα) ανήκουν πιθανόν σε πρόσωπα της ανώτερης κοινωνικής τάξης του
οικισμού. Οι λαξευτοί και οι λακκοειδείς τάφοι, καθώς και οι νεκρικοί πίθοι
ανήκουν πιθανόν σε άτομα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Χρονολογικά οι
κτιστοί τάφοι τοποθετούνται στην Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (περίπου από το 2900
π.Χ.) και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην Πρωτομινωική ΙΙΙ περίοδο (περίπου
από 2300 μέχρι 2000 π.Χ.). Πολλοί λίγοι από αυτούς χρησιμοποιήθηκαν και στη
Μεσομινωική ΙΑ περίοδο (περίπου από 2000 μέχρι 1900 π.Χ.).
Το υστερομινωικό νεκροταφείο (περίπου από 1600 –
1070 π.Χ.) βρίσκεται σε λόφο, πίσω από το σύγχρονο οικισμό. Στο νεκροταφείο
αυτής της περιόδου που βρίσκεται στα Λιμενάρια έχουν ανασκαφτεί τριάντα
ασύλητοι τάφοι θαλαμοειδείς, λαξεμένοι στις πλαγιές του λόφου. Τα σώματα των
νεκρών ήταν τοποθετημένα σε πήλινες λάρνακες και σε πίθους μαζί με τα πλούσια
κτερίσματά τους. Οι πίθοι και οι λάρνακες έφεραν γραπτή διακόσμηση και
αποτελούν αγγεία εξαιρετικής τέχνης. Πρόκειται για τυπικούς θαλαμωτούς τάφους,
οι οποίοι διαθέτουν συχνά δρόμο. Οι τάφοι προορίζονταν συνήθως για ζευγάρια
(άντρας-γυναίκα), όπως απέδειξαν οι ανθρωπολογικές μελέτες των οστών. Γύρω από
κάθε ταφή βρέθηκαν 20 με 40 αγγεία (κρατήρες, υδρίες, κύπελλα και οινοχόες).
Πολλά αγγεία προέρχονται από την κεντρική και δυτική Κρήτη (Χανιά). Κάποια από
τα κτερίσματα ήταν ιδιαίτερα πλούσια, όπως χάλκινο κύπελλο, χάλκινος καθρέφτης,
κοσμήματα από φαγεντιανή και χρυσό.
μια σειρά από αρχαιολογικές θέσεις που χρονολογούνται από τη μινωική έως τη
βυζαντινή περίοδο.
Διαβάστε περισσότερα: http://paysanias.blogspot.com/2012/06/blog-post.html#ixzz1wwY7M8oC
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ υπουργείο πολιτισμού
ΠΗΓΗ ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ