Γραφει ο Θάνος Τσίρος απο την έντυπη έκδοση του naftemporiki
O πληθωρισμός «συγκρατείται» αλλά η ακρίβεια στα super markets γιγαντώνεται, καθώς παρά την πτωτική τάση στον δείκτη τιμών καταναλωτή, οι τιμές των τροφίμων εξακολουθούν να τρέχουν με ποσοστό μεγαλύτερο του 7%, ανεβάζοντας το συσσωρευμένο ποσοστό ανατιμήσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης πάνω από το 27%.
Η επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης του εναρμονισμένου δείκτη τιμών που κατέγραψε η Eurostat στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν γίνεται αισθητή στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, καθώς οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις -και σε πολλές περιπτώσεις διψήφιες- σε είδη πρώτης ανάγκης αποτυπώνονται έντονα στην τσέπη των πολιτών.
Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης στις τιμές των τροφίμων συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Από τις χώρες για τις οποίες υπάρχει αυτή τη στιγμή διαθέσιμη εικόνα για την πορεία των τιμών των τροφίμων, η Ελλάδα είχε τον Ιανουάριο τη δεύτερη χειρότερη επίδοση.
Ο πρώτος μήνας της χρονιάς έκλεισε με μεταβολή 7,1%, έναντι 5,7% στην Ευρωζώνη. Η Γερμανία έχει συγκρατηθεί πλέον στο 5,1%, η Ιταλία στο 5,6% και η Ολλανδία στο 4,2%. Μόνο η Μάλτα έχει χειρότερη επίδοση από την ελληνική (+8,7%), ενώ ακόμη και η Κύπρος εμφανίζει από τις καλύτερες επιδόσεις, με συγκράτηση του κλαδικού δείκτη στο 3%.
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους υπήρξε υποχώρηση στον ρυθμό αύξησης των τιμών κατά τον Ιανουάριο (σ.σ.: ο εναρμονισμένος δείκτης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 3,2% έναντι 3,7% τον Δεκέμβριο) ήταν η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας.
Ο συγκεκριμένος δείκτης εμφάνισε μείωση 6,4% στην Ελλάδα (από πτώση 4% τον Δεκέμβριο), κάτι που αποδίδεται κυρίως στη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι γεγονός ότι ειδικά το ρεύμα, πουλήθηκε τον Ιανουάριο φθηνότερα συγκριτικά με τον Δεκέμβριο και αυτό παρά την κατάργηση των οριζόντιων επιδοτήσεων από το σύνολο των χωρών της Ε.Ε. και φυσικά και από την Ελλάδα.
Ο σκληρός «πυρήνας»
Στον λεγόμενο «πυρήνα» του πληθωρισμού -δηλαδή τον δείκτη που καταγράφει τη μεταβολή όλων των τιμών εκτός από τα τρόφιμα και την ενέργεια- η Ελλάδα εμφάνισε μεταβολή 3,1% από 3,3% τον Δεκέμβριο και με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να διαμορφώνεται στο 3,3%. Και αυτό το στοιχείο ενισχύει την εικόνα ότι πλέον το πρόβλημα της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι επικεντρωμένο στα τρόφιμα, έναν δείκτη όμως ο οποίος έχει και αυξημένο συντελεστή βαρύτητας στο συνολικό καλάθι του νοικοκυριού, αλλά και χαρακτηριστικά αντίστροφης αναδιανομής του εισοδήματος.
Όσο μεγαλύτερες οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα, τόσο περισσότερο πλήττεται η αγοραστική δύναμη των φτωχότερων νοικοκυριών, τα οποία εξ ορισμού είναι υποχρεωμένα να διαθέτουν μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους προκειμένου να καλύψουν τις βασικές
ανάγκες σίτισης.
Αν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο πληθωρισμός εμφάνισε σημάδια αποκλιμάκωσης τον Ιανουάριο (διαμορφώθηκε στο 2,8% από 2,9% τον Δεκέμβριο), οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν φαίνεται να πείθονται για το γεγονός ότι η πτωτική πορεία του είναι διασφαλισμένη.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μετατίθεται συνεχώς η αποστολή «σήματος» στις αγορές όσον αφορά την έναρξη της διαδικασίας αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο Ιανουάριος έκλεισε με τον δομικό πληθωρισμό να κλείνει στο 3,3% (από 3,4% τον Δεκέμβριο), τις τιμές της ενέργειας να υποχωρούν κατά 6,3% και τον πληθωρισμό των υπηρεσιών να διαμορφώνεται στο 4%