Απο την συνέντευξη του πρώην Υπουργού Εσωτερικών και Υποψήφιου Βουλευτή Α΄Αθήνας Καθηγητή κ. Προκόπη Παυλόπουλου στην εφημερίδα «Παρασκευή & 13» και στην δημοσιογράφο κα Αλεξάνδρα Λαμπρούλη
1. Κύριε Παυλόπουλε, μάλλον η νέα προεκλογική περίοδος θα σημαδευτεί καθοριστικά από την επίθεση του κ. Α. Σαμαρά και της ΝΔ εναντίον του κ. Α. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ».
Δεν πρέπει να το βλέπετε υπ’ αυτό το πρίσμα. Ο κ. Α. Σαμαράς και η ΝΔ απλώς απαντούν μ’ επιχειρήματα στις «θέσεις» που αναπτύσσουν κάθε φορά ο κ. Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο της Χώρας από τη βαθειά κρίση που τη μαστίζει. Πρόκειται για «θέσεις» που αφενός αλλάζουν με πρωτεϊκές μεταβολές και οβιδιακές μεταμορφώσεις, αφού όλοι γνωρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καν πρόγραμμα. Και, αφετέρου, είναι ανεδαφικές και
καταστροφικές για το μέλλον της Ελλάδας. Κατά συνέπεια οι κ. Α. Σαμαράς και η ΝΔ έχουν χρέος να ενημερώσουν, ιδίως ενόψει των εκλογών, το Εκλογικό Σώμα ως προς το τι συνεπάγεται για το αύριο της Χώρας ενδεχόμενη επικρότηση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Τούτο συνιστά υπεύθυνη στάση και όχι κινδυνολογία.
6. Με όσα μας λέτε υποστηρίζει η ΝΔ ότι πρέπει να τηρήσουμε πιστά τη μνημονιακή πολιτική;
Κάθε άλλο. Πριν απ’ όλα θυμίζω ότι η ΝΔ ουδόλως ευθύνεται για τη καταστροφική πολιτική των Μνημονίων. Αν είχε εισακουσθεί ο κ. Κ. Καραμανλής δεν θα είχαμε φθάσει αδώ. Και αν είχε εισακουσθεί ο κ. Α. Σαμαράς, που προειδοποιούσε αγωνιωδώς τον κ. Γ. Παπανδρέου πριν και μετά το πρώτο Μνημόνιο, και πάλι δεν θα είχαμε φθάσει εδώ. Ξαναλέω λοιπόν: Για τη σημερινή καταστροφική πορεία της Χώρας συνυπεύθυνοι είναι ο κ. Γ. Παπανδρέου και η τραγελαφική Κυβέρνησή του καθώς και η επιπολαιότητα και ανικανότητα της Τρόικας. Δεν μπορεί λοιπόν να συνεχισθεί η τρέχουσα αδιέξοδη και εθνικώς επικίνδυνη πολιτική των Μνημονίων. Πρέπει ν’ αλλάξει ουσιαστικά, μέσα από ριζική αναδιαπραγμάτευση και αλλαγή βασικών πτυχών του μίγματος πολιτικής των Μνημονίων. Ιδίως δε μέσα από «μπόλιασμα» της πολιτικής αυτής με επείγοντα και δραστικά αναπτυξιακά μέτρα. Μια τέτοια αναδιαπραγμάτευση είναι απολύτως εφικτή, όπως φαίνεται από το ότι τώρα οι εταίροι μας αντιλαμβάνονται και τις δικές τους ευθύνες για την Ελλάδα και ρίχνουν πολύ «νερό στο κρασί» της αρχικής τους αδιαλλαξίας. Πέραν τούτου η Γερμανική πλευρά και η στάση της έχουν πλήρως απομονωθεί, και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως φάνηκε και από τη σύνοδο των G8. Γι’ αυτό τονίζω ότι πρέπει να επιλέξουμε το σίγουρο και ασφαλή δρόμο της ουσιαστικής αναδιαπραγμάτευσης, εδώ και τώρα, της πολιτικής των Μνημονίων. Και όχι την αδιέξοδη και –τελικώς- καταστροφική πολιτική των μονομερών ενεργειών, τις οποίες ευαγγελίζονται, μέσα από μια κενή περιεχομένου προεκλογική ρητορική, ο κ. Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ.
7. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα πιο σημαντικά σημεία μιας τέτοιας αναδιαπραγμάτευσης;
Αναφέρομαι ενδεικτικά στην επιμήκυνση του χρόνου επίτευξης των στόχων που μας έχουν επιβληθεί, στην αλλαγή υφεσιακών και αντικοινωνικών πολιτικών με ισοδύναμα μέτρα ιδίως δραστικού περιορισμού της κρατικής σπατάλης, στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, στην περαιτέρω διευκόλυνση της Ελλάδας ως προς την αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ κλπ. Κυρίως όμως η αναδιαπραγμάτευση πρέπει να οδηγήσει αμέσως σε αναπτυξιακή πορεία τη Χώρα, σε συνδυασμό με τη τόνωση του κοινωνικού κράτους. Αφού αν αυτό καταρρεύσει μέσα από τις καταστροφικές νεοφιλελεύθερες πρακτικές της Τρόικας η κοινωνική έκρηξη είναι αναπόφευκτη. Μια τέτοια αναπτυξιακή τροχιά πρέπει, όπως πρότεινε και ο νέος Γάλλος Πρόεδρος κ. Φρ. Ολάντ, να έχει ως βάση εκκίνησης όχι τα εγχώρια κεφάλαια –που δεν υπάρχουν- αλλά ευρωπαϊκές «τονωτικές ενέσεις», πρωτίστως μέσω της ενεργοποίησης των Διαρθρωτικών Ταμείων και, κυρίως, μέσω της έκδοσης «αναπτυξιακών ομολόγων» -στη βάση π.χ. των επενδυτικών ομολόγων- τα οποία θα είναι και ο προάγγελος τόσο των κοινών «ευρωομολόγων» όσο και της τελικής εγκαθίδρυσης της ΕΚΤ ως πραγματικής κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών πρέπει να συνδυασθεί αμέσως με την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, εφόσον βέβαια αξιοποιούν τα κεφάλαια αυτά για παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες μάλιστα ενδυναμώνουν την απασχόληση. Υπό τα δεδομένα αυτά –τα οποία ανέφερα ενδεικτικώς και μόνο, ο κ. Α. Σαμαράς έχει πάρει εγκαίρως αναλυτική και τεκμηριωμένη θέση- σε μικρό χρονικό διάστημα μπορούμε να αξιώσουμε, πάντα μέσω της διαπραγματευτικής οδού, πλήρη έξοδο από την τωρινή υφεσιακή και καταστροφική πολιτική των Μνημονίων. Και, επέκεινα, εγκαθίδρυση μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους μας –φυσικά χωρίς την παρουσία του ΔΝΤ, την οποία μας επέβαλε η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου- η οποία, με τα απαιτούμενα κοινωνικώς ενισχυτικά και αναπτυξιακά στοιχεία, και θα διατηρήσει την Ελλάδα εντός ευρώ και θα μας επιτρέψει να εκπληρώσουμε, χωρίς κοινωνική έκρηξη, τις ανειλημμένες δανειακές μας υποχρεώσεις. Μια τέτοια πορεία είναι, το τονίζω ξανά, πλήρως εφικτή και αποβαίνει προς το συμφέρον όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και των εταίρων μας. Και σας ρωτώ εν τέλει: Ενώ μπορούμε να διεκδικήσουμε και να επιτύχουμε, μέσα απ’ αυτούς τους διαύλους, την έξοδο από τη κρίση είναι δυνατόν ν’ αφεθούμε στον άκρως επικίνδυνο «κυματισμό» της προεκλογικής ανευθυνότητας και της πολιτικής προχειρότητας του κ. Α. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ; Αυτό δεν πρέπει να είναι το πραγματικό, πολιτικό αλλά και εθνικό, δίλημμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου;