Ο Εμίλ Φίσερ (Hermann Emil Fischer, 9 Οκτωβρίου 1852 – 15 Ιουλίου 1919) ήταν Γερμανός χημικός, ο οποίος το 1902 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Χημείας για το ερευνητικό του έργο στους υδατάνθρακες και την παρουσία πουρινικών ομάδων σε διάφορες οργανικές ενώσεις.
Ο Φίσερ γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου του 1852 στο Όισκιρχεν της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, κοντά στη Κολωνία. Γιος επιχειρηματία, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ’ όπου το 1874 έλαβε το διδακτορικό του τίτλο και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε βοηθός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου στην έδρα της οργανικής χημείας.
Στα επόμενα είκοσι χρόνια εργάστηκε διαδοχικά στα Πανεπιστήμια του Έρλανγκεν, του Βίρτσμπουργκ, με τελευταίο το 1902 το Πανεπιστήμιο του Μονάχου στο οποίο και παρέμεινε μέχρι την αυτοκτονία του, που συνέβη στις 15 Ιουλίου του 1919, ίσως και από την εξέλιξη του πολέμου.
Βασικά σημεία των ερευνών του ήταν οι πουρίνες που άρχισε να μελετά από το 1881 ανακαλύπτοντας τις σχέσεις που παρουσίαζαν τα μόρια της ξανθίνης, του ουρικού οξέος, της καφεΐνης καθώς και της θεοβρωμίνης με τα μόρια της πουρίνης.
Δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε την έρευνά του στους υδατάνθρακες. Ερευνώντας την στερεοχημική δομή τους κατάφερε και προσδιόρισε την μοριακή δομή της γλυκόζης, της φρουκτόζης, κ.ά. επαληθεύοντας αυτήν με την σύνθεση των ενώσεων αυτών.
Μεγάλη επίσης υπήρξε η συμβολή του Φίσερ στην ανάπτυξη της χημείας των πρωτεϊνών και των ενζύμων.